Ο Ντέηβιντ Ρόβικς είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό για τα τραγούδια του για το Λουκάνικο, τον Ασάνζ, το Δημήτρη Κουφοντίνα. Ένας πάντα παρών αλληλέγγυος. Πέρα από την καλλιτεχνική του δημιουργία και στράτευση, πρέπει να πω πως είναι και αγαπημένος φίλος και σύντροφος. Αν δεν ήταν, ίσως δε μάθαινα ποτέ όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή εις βάρος του.

«Δέχομαι διαρκώς και καθημερινά επιθέσεις online, και με διάφορες μορφές. Στο youtube κυρίως από ναζί. Στο twitter από αυτοφερόμενους ως αντιφασίστες. Όμως την τελευταία φορά που έγραψα για αυτή την εκστρατεία, κάποιος γέμισε τη γειτονιά μου με κανονικά πόστερ, αναφέροντάς με ως ‘γνωστό αντισημίτη’ και ‘γνωστό αρνητή του Ολοκαυτώματος’ μεταξύ άλλων γελοιοτήτων». Και εδώ ας αναφέρω εγώ, γιατί εκείνος δεν το κάνει, ότι ζει με τη σύζυγό του και τα δύο μικρά παιδιά του σε αυτή τη γειτονιά που γέμισε από την εναντίον του αισχρή και ψευδή προπαγάνδα.

«Το τελευταίο 24ωρο τρολ του τουίτερ άρχισαν να τρομοκρατούν τους οργανωτές μιας συναυλίας μου στη Νέα Υόρκη, ώστε να την ακυρώσουν. Ένας δημοσιογράφος με τον οποίο συνδέομαι είδε το λογαριασμό του στο τουίτερ να χακάρεται. Ο καμεραμαν που κάνει τις βιντεοσκοπήσεις των συναυλιών μου είδε το λογαριασμό του στο γιουτουμπ να χακάρεται και να διαγράφονται τα περισσότερα βίντεο με εμένα [να τραγουδάω]. Οποιοσδήποτε συνδέεται μαζί μου στο τουίτερ φαίνεται πως γίνεται το αμέσως επόμενο θύμα μιας εκτενούς εκστρατείας κακοποίησης και εκφοβισμού. Αυτή είναι η πραγματικότητα την οποία ζω, και μάλλον θα θέλατε να αποφύγετε. Σε όποια εκστρατεία και αν σταθώ αλληλέγγυος αυτή την εποχή, οι επιθέσεις ξαναρχίζουν ολόφρεσκες. Αν κάποιος με καλέσει σε μια διαμαρτυρία ή για μια συναυλία, θα δεχθούν πλημμύρα ρητορικής μίσους εναντίον μου – ψευδείς κατηγορίες, εσκεμμένα παραποιημένες δηλώσεις και άλλα πολλά.».

Αυτά γράφει στο σάιτ του (και λέει στο γιουτουμπ). Σημειώνει ότι οι περισσότεροι αυτομάτως θεωρούν ότι αυτές οι κατηγορίες συνδέονται με την στάση του υπέρ των Παλαιστινίων – το ίδιο θεώρησα και εγώ, πριν διαβάσω το υπόλοιπο κείμενό του. Όμως, οι επιθέσεις δεν οφείλονται κυρίως σε αυτό. Οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι έκανε μια συνέντευξη με έναν μετανοημένο πρώην υπέρμαχο της ανωτερότητας της λευκής φυλής, και το ότι η γνώμη του για ένα βιβλίο δεν άρεσε στην συστημική «αριστερά».

Τα εισαγωγικά, γιατί υπάρχουν υπόνοιες ότι, εκτός τον ιδεολογικά ασυνάρτητων και των παρασυρμένων καλοθελητών, ένα κομμάτι των επιθέσεων συνδέεται με κρατικά κέντρα. Όσο για τους «καλοθελητές», αυτή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία, πανταχού παρούσα. Που αποτελεί αυτή τη στιγμή ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της αριστεράς διεθνώς.

Σε κάθε περίπτωση, ο Ντέηβιντ δεν έχει ανάγκη υπερασπιστών. Το ίδιο του το έργο, τα δεκάδες τραγούδια του για κάθε αγωνιζόμενο λαό και κάθε δίκαιο αγώνα, τα τραγούδια του που υπενθυμίζουν την ιστορία μας και κρατούν ζωντανή τη μνήμη, μιλάνε μόνα τους και δίνουν το στίγμα ενός αληθινά ελεύθερου ανθρώπου.

Αυτή που μάλλον έχει ανάγκη υπεράσπισης εδώ είναι η συστημική «αριστερά». Και δεν θα την βρει σε μένα.

Θεωρώ αδιανόητο η ζωή, η καλλιτεχνική παρουσία και το σημαντικότατο έργο ενός συνεπέστατου ανθρώπου κι αγωνιστή να διαγράφονται και η κατασκευή των fake news για τη ζωή και το έργο του να φτάνουν να απειλούν τη ζωή, τη βιωτή και την οικογένειά του επειδή κάποιοι «αριστεροί» ηλίθιοι ή βαλτοί αποφάσισαν να τον στοχοποιήσουν γιατί ορισμένες επιλογές του δεν είναι του γούστου τους.

Αυτό, το ότι δεν στοχοποιούμε συντρόφους, δεν δρούμε ως όχλος, και δεν υιοθετούμε ασφαλίτικες τακτικές (ανώνυμα τηλεφωνήματα και απειλές, καταγγελίες στα αφεντικά, κλπ), ήταν κάτι που ως πρόσφατα ξεχώριζε τους κινηματικούς αριστερούς και αναρχικούς (ή ακόμη και τους απλούς δημοκράτες), από τους φασίστες.

Αυτό έχει δεχτεί πλήγμα, παγκόσμια, από τρεις εξελίξεις:

(1) Την σημερινή ιδεολογική ηγεμονία των ΗΠΑ στην αριστερή/αναρχική ιδεολογία (κάποτε στην Ελλάδα π.χ. μας ενέπνεε η Ιταλία, η Γαλλία, οι αποικίες, η Λατινική Αμερική, κλπ. ενώ ακόμα και στις ΗΠΑ τα επαναστατικά προτάγματα ήταν ενάντια στην εγχώρια κουλτούρα και νοοτροπία, και σήμερα συμπλέουν μαζί της), η οποία φέρνει μαζί της όλη την προτεσταντική σαβούρα ιδεολογικής καθαρότητας, ηθικής υστερίας, μανιχαϊσμού και φοβικής αστυνόμευσης του λόγου,

(2) τον πλάγιο τρόπο που διαβάζουν οι περισσότεροι σήμερα στα κοινωνικά μέσα και τα δικτυακά φόρουμ, πηδώντας από παράγραφο σε παράγραφο με προχειρότητα, επηρεασμένοι από τη διάθεση της στιγμής, και κυνηγώντας το επόμενο dopamine hit οργής ή αυτο-επιβεβαίωσης,

(3) την ανωνυμία, (αλλά και η εκ του μακρόθεν ― και άρα χωρίς κινηματική συνάντηση, χωρίς γνωριμία, και εν τέλει, χωρίς συνέπειες επωνυμία), του διαδικτύου, που βγάζει το χειρότερο εαυτό μας (προσωπική εκτόνωση, έπαρση, χολή, ζήλεια, ψευτο-μαγκιά, υποκατάσταση της γνώσης για ένα θέμα μέσω πρόχειρου γκουγκλαρίσματος, κλπ.), και στερεί τον συμφιλιωτικό (αλλά και αποτρεπτικό) χαρακτήρα της προσωπικής επαφής.

Αυτές οι εξελίξεις αποτελούν ταυτόχρονα ένα σύνορο ασυνεννοησίας, ανάμεσα σε μεγαλύτερους αριστερούς κ.α., που γνώρισαν τα σχετικά κινήματα πριν την ιδεολογική ηγεμονία των ΗΠΑ και του διαδικτύου (χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι πολλοί παλιοί δεν υιοθέτησαν από τους πρώτους και με επιτυχίες αυτή την ιδεολογία και αυτές τις χαφιέδικες μεθόδους ― άλλωστε ένα μέρος της αριστεράς είχε ένδοξο παρελθόν σε αλληλο-εκκαθαρίσεις, συκοφαντίες, και προσήλωσης στην δογματική καθαρότητα).

Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι επιθέσεις, που δεν περιορίζονται μόνον σε επώνυμους αγωνιστές, οι οποίοι έχουν και ένα βήμα λόγου παραπάνω, δημιουργούν ένα τοξικό, φοβικό, περιβάλλον στον κινηματικό χώρο, και αποτελούν τη χαρά τόσο του ασφαλίτη (που μπορεί να στήσει τη «δολοφονία χαρακτήρα» ενός ενοχλητικού στόχου κρυμμένος πίσω από αλαλάζοντα πληκτρολόγια, με την συνδρομή συντρόφων και λοιπών καλοθελητών (έχουμε και στην Ελλάδα τέτοιες περιπτώσεις), όσο και του φραξιονιστή, και δυστυχώς και της κάθε είδους προβληματικής προσωπικότητας (ναρκισσιστή, κοινωνιικοπαθούς, χειριστικού κλπ.) που αφθονεί σε όλους τους χώρους.

Το θέμα είναι τι κάνουμε οι υπόλοιποι.

Καταδικάζουμε τον «ηθικό πανικό» και την «δικαιοσύνη του όχλου», ως αυτό που παραδοσιακά τα θεωρούσαμε, δηλαδή ως μια βαθιά αντιδραστική συνήθεια, ή μαζί με τις αγανακτισμένες μάζες, «τον λίθον βαλέτω»;

Για την ώρα, ορισμένοι «σύντροφοι» του Ντέιβιντ, επέλεξαν το δεύτερο. Και για κάθε ώρα που υπερασπίζεται εκείνος την αλήθεια του και την αλήθεια των λαών μας, εμείς θα επιλέγουμε να είμαστε στο πλευρό του, όπως και κείνος στάθηκε πάντα στο δικό μας.