Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο Γιόζεφ Ροτ ένα στιγμιότυπο από τις τελευταίες εκατό μέρες πριν από την οριστική ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ. Μαζί με αυτή την «ανθρώπινη πλευρά», όπως λέμε συνήθως, παρουσιάζει και τη λατρεία μιας πλύστρας, της Αντζελίνας, για τον αυτοκράτορα:

«Δύο φορές την εβδομάδα έστελνε την Αντζελίνα να συγυρίσει τα λουτρά του παλατιού. Άρχιζε πάντα από το λουτρό του αυτοκράτορα. Έβλεπε στο πάτωμα τις φρέσκες πατημασιές του, μύριζε το κορμί του στις βρεγμένες πετσέτες και έμενε για λίγο ακίνητη, σαν ναρκωμένη, ξεχνώντας τη δουλειά της. Μερικές φορές, ωστόσο, έβρισκε το τρομερό κουράγιο: Έσφιγγε μια πετσέτα στο στήθος της και βιαστικά, κρυφά, φιλούσε το λινό πανί, κοκκινίζοντας μ’ όλο που ήταν μόνη της. Λάτρευε και το πιο ασήμαντο από τα σημάδια της αυτοκρατορικής παρουσίας».

Η αλαζονεία της εξουσίας είναι ακατανόητη χωρίς την ισοβαρή παρουσία της δουλικότητας. Δεν θα καταλάβουμε γιατί κοιτιέται έτσι στον καθρέφτη του, αν δεν καταλάβουμε και γιατί η Αντζελίνα κοιτάζει θαμπωμένη τις πατημασιές του.

Ως προς τη δική του πλευρά: Η απόσταση που χωρίζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη από τους συνηθισμένους ανθρώπους δεν με σοκάρει. Έτσι μεγάλωσε ο άνθρωπος, τι να κάνει; Αυτό που δεν παύει να με εκπλήσσει ωστόσο είναι η αφέλεια (ή η αναίδεια, ανάλογα με το τι πιστεύει κανείς) με την οποία αναφέρεται σε αυτήν την απόσταση. Μεγάλωσε σε μία οικογένεια όπου δεν χρειάστηκε ποτέ να σκεφτεί τα χρήματα. Όταν λέει ότι γνωρίζει πως υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται από την εργασία τους για να ζήσουν, μετά το αρχικό σοκ αντιλαμβανόμαστε ότι πράγματι στον κοινωνικό του κύκλο οι άνθρωποι που τον ενδιαφέρουν δεν γυρίζουν την καθημερινή κουβέντα γύρω από βιοποριστικά βάσανα.

Όμως γιατί να μην μπορεί να το κρύψει αυτό; Όταν ο πρωθυπουργός μας είχε συλληφθεί να παραβιάζει τα μέτρα στην Πάρνηθα και την Ικαρία, ένας διαδικτυακός φίλος, ο Θ. Ρακόπουλος, είχε γράψει ότι δεν πρόκειται για λάθος, αλλά για πανηγυρική περιφρόνηση προς τον όχλο: εμπέδωση του θριάμβου της εκτελεστικής εξουσίας επί του κράτους δικαίου.

Δεν συμφωνώ. Εγώ, για παράδειγμα, τη μία φορά που με έχει ρωτήσει η φίλη Νατάσα Γιάμαλη στην τηλεόραση για την ακρίβεια, δεν προσποιήθηκα ότι δυσκολεύομαι να αγοράσω γάλα και ψωμί ούτε ότι θα άλλαζα μάρκα βουτύρου επειδή αυτό που παίρνω έχει ακριβύνει. Ζω μία μάλλον μετρημένη ζωή, αλλά μπορώ ακόμα να αγοράζω βούτυρο χωρίς να σταθμίζω την τιμή. Η δουλειά ενός πολιτικού όμως είναι μεταξύ άλλων να αδιαφορεί προσωπικά για τις τιμές, αλλά να παριστάνει δημόσια ότι ξενυχτά αγωνιώντας. Το ερώτημα γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποτυγχάνει τόσο κραυγαλέα να προσποιηθεί ότι ενδιαφέρεται ή έστω γνωρίζει τι περνάει ο απλός κόσμος είναι ένα ερώτημα προς διερεύνηση.

Η εικόνα που έχω για αυτόν τον άνθρωπο με κάνει να κλίνω περισσότερο προς την άποψη ότι πρόκειται για απροθυμία να εργαστεί και να κυβερνήσει, σε συνδυασμό με μία εντυπωσιακή επικοινωνιακή ανικανότητα. Και η «επικοινωνιακή ανικανότητα» είναι ευφημισμός για την ελλειμματική πολιτική ευφυΐα. Αυτό το μείγμα απροθυμίας και ανικανότητας παράγει τον τύπο του πρωθυπουργού που μπορεί να πει ότι υπάρχει «καταπληκτική ποιότητα ζωής» στην Ελλάδα.

Αν δει κανείς την πλήρη δήλωση, θα παρατηρήσει ότι πρόκειται για μία φράση η οποία αποτελεί εξοργιστικό σκάνδαλο αναλγησίας και ηλιθιότητας για τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, αλλά ταυτοχρόνως είναι μία φράση πραγματολογικά απολύτως ακριβής για τους ανθρώπους σαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Είπε δηλαδή ότι αν έχεις δουλειά και λεφτά, η Ελλάδα είναι μία πολύ ωραία χώρα για να μένεις. Ποιος θα το αμφισβητήσει αυτό; Έχετε δοκιμάσει να επισκεφθείτε τις πανέμορφες ακρογιαλιές της χώρας μας χωρίς καμία απολύτως βιοποριστικη μέριμνα; Έχετε δοκιμάσει ψαράκι στο Μοσχάτο χωρίς να σας νοιάζει αν δολοφονήθηκε ένα παιδί 19 χρονών από υφισταμένους σας; Φαντάζομαι ότι το ψαράκι θα ήταν υπέροχο, όπως μου φαίνονται ζηλευτές και όλες αυτές οι εκδρομές που πηγαίνει ο πρωθυπουργός μας συνέχεια.

Η επίθεση στην ευφυΐα του πρωθυπουργού επικρίνεται ως “απολιτική”. Ως προς το κομμάτι που αφορά τη χλιδή, όμως, είναι μάλλον το παραδοσιακότερο εργαλείο πολιτικής για τις μάζες. Η γνωστή φράση για τη Μαρία Αντουανέτα και το παντεσπάνι, μπριός ή ό,τι άλλο, συνοψίζει αυτόν τον τύπο άρχοντα προς τον οποίον σχηματίζεται δικαιολογημένο μίσος.

Ο Μπουνιουέλ έγραφε αστειευόμενος ότι θέλει να ανοίγει σαμπάνιες των χιλίων δολαρίων όλη νύχτα και κάθε φορά να βαράνε και κανόνια, ώστε οι εργάτες που έχουν να ξυπνήσουν το πρωί να ακούνε τα κανόνια και να σκέφτονται «ξόδεψε άλλα 1.000 δολάρια πάλι το καθίκι».

Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν παθαίνει τίποτε από το μίσος μας, διότι η φωνή μας δεν φτάνει ως εκεί. Όμως, αναρωτιέμαι, ποιο θα ήταν το σημείο κατά το οποίο η εθελοδουλεία των ανθρώπων που τον θαυμάζουν για αυτήν την απόσταση αντί να οργίζονται, θα άλλαζε στρατόπεδο;

Ο πρωθυπουργός μας είναι αυτό που θα ονομάζαμε ένα μωρό-τέρας. Είναι ένας υπερφυσικός βουτυρομπεμπές. Συνδυάζει όλο και πιο αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης με ένα προφίλ ανθρώπου εντελώς αδύναμου. Ενός γκαφατζή που δεν μπορεί να ανοιγοκλείσει τα μάτια του χωρίς να πει κοτσάνα. Αυτά γίνονται την ώρα που έχουμε δολοφονίες πολιτών από ένστολους και το κράτος συμπαραστέκεται στους φονιάδες αντί να διερευνά, χιλιάδες θανάτους από την πανδημία που θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, και διώξεις των δημοσιογράφων που δεν συμμετέχουν στο λιβάνισμα αλλά ασκούν ερευνητική δημοσιογραφία.

Αν προσθέσει κανείς και μερικά σκάνδαλα παιδοφιλίας στο άμεσο περιβάλλον του πρωθυπουργού, νιώθει πως όλη αυτή η σκληρή και βάρβαρη ανισότητα που ζούμε εμείς, είναι ένα θεατρικό που ο πρωθυπουργός παρακολουθεί τρώγοντας σταφύλι σε ρωμαϊκό ανάκλιντρο.

Η μητέρα του αυτοκράτορα Κλαύδιου, Αντωνία, συνήθιζε να λέει ότι ο Κλαύδιος ήταν ένα τερατώδες γέννημα ανθρώπου, που η φύση το άρχισε μόνο, χωρίς να το τελειώσει, και όταν κατηγορούσε κάποιον για βλακεία, έλεγε ότι ήταν πιο ηλίθιος ακόμα και από τον γιο της, τον Κλαύδιο.

 

Τα κείμενα αγκιτάτσιας κλείνουν συνήθως με ένα κάλεσμα αγώνα και μία δυναμική ευχή να νικήσουν οι δυνάμεις του καλού. Αν τα πίστευα αυτά θα τα έλεγα, όμως για μένα το μεγαλύτερο θαύμα μετά την ηθική και τον έναστρο ουρανό είναι ο δουλοπρεπής θαυμασμός όλων αυτών των ανθρώπων που παρακολουθούν αυτό το όργιο της διαρκούς αποτυχίας σε όλα τα μέτωπα και μετά κάθονται αναπαυτικά στην καρέκλα τους, μπεγλερίζουν το κομπολόι τους και αναφωνούν «μπράβο ρε μάγκα».