Ι) Το βιβλίο εκείνο επανεκδόθηκε, με φωτογραφική ανατύπωση της έκδοσης του 1931, από τις εκδόσεις Παπαζήση με πρόλογο του Ιωάννη Πεσματζόγλου και εισαγωγή του Νίκου Μουζέλη. [1] Παρατηρώντας τον Στέφανο Κασελάκη, τον νεόκοπο αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, αυτής της φιλοδέσποτης Αριστεράς, να ανεβοκατεβαίνει, αδέξια και αμήχανα, στα τρακτέρ των ευρισκομένων σε πανελλαδική κινητοποίηση αγροτών, συνειρμικά ανασύραμε από την μνήμη μας τις δηκτικές μεν, ορθές δε παρατηρήσεις του Κ. Δ. Καραβίδα του 1931. Ο Στέφανος Κασελάκης και η φιλοδέσποτη Αριστερά του δεν διεκδικούν εύσημα πρωτοτυπίας στην άγρα αγροτικών συνειδήσεων. Κάθε άλλο! Πριν από χρόνια τα ίδια έπραττε ο κατ’ επανάληψη υπουργός της Δεξιάς Σωτήρης Χατζηγάκης και τόσοι άλλοι βουλευτές και τέως υπουργοί της διαχρονικής αντιπολίτευσης ταπεινοί, άμα τε και ιδιοτελείς ψηφοσυλλέκτες της αγροτικής εκλογικής δεξαμενής. Μεταξύ αυτών και ο τέως πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.

Μέχρι το τέλος της ξενικής φασιστικής Κατοχής και την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, οι Έλληνες αγρότες συναποτελούσαν μια γιγαντιαία εκλογική δεξαμενή, η  δε υπερπληθυσμένη ελληνική ύπαιθρος αντιπροσώπευε το φανερό αντικείμενο του πόθου  του πολιτικού – και πελατειακού – συστήματος της χώρας. Το μέγεθος της λείας ήταν τέτοιο που προσφερόταν να ανταμείψει την οποιαδήποτε προσπάθεια. Προς επίρρωση των προαναφερθέντων ας υπογραμμίσουμε τούτο: Δεν μπορεί να εκληφθεί ως μια απλή σύμπτωση το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ιδρυτής και πρόεδρος του Κόμματος «Δημοκρατική Ένωσις», μετονόμασε στις 15-9-1926 το Κόμμα του σε «Αγροτικόν-Εργατικόν Κόμμα», προσπαθώντας να προσδώσει σ’ αυτό περισσότερο αριστερό χαρακτήρα και προσανατολισμό. Έτσι, η «Δημοκρατική  Ένωσις» πρόσθεσε το 1926 τον υπότιτλο «Αγροτικόν και Εργατικόν Κόμμα» και, στην συνέχεια, στις 8-5-1928 προσέλαβε οριστικά τον τίτλο «Αγροτικόν και Εργατικόν Κόμμα» [2].

Ωστόσο η αγροτοεργατική στιλβηδόνα του Κόμματος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου ουδόλως τον απέτρεψε από το να θεωρεί υποχρέωσή του να αποκηρύσσει σε κάθε ευκαιρία τον «μποσελβικισμό» [3]. Μάλιστα έφτασε στο σημείο να δηλώσει μέσα στην Βουλή, και να καταγραφεί στην «Εφημερίδα των Συζητήσεων της Βουλής των Ελλήνων (4-12/11/1932)» ότι «δεν παρίσταται ανάγκη της παρουσίας του κομμουνιστικού κόμματος εις την Βουλήν», ενός Κόμματος που ουδόλως ανταποκρίνεται «προς τας πραγματικάς ελληνικάς συνθήκας» και υφίσταται «λόγω της ενισχύσεως μιας ξένης προπαγάνδας». Πρόκειται για βαθύ, ανεπεξέργαστο αντικομμουνισμό που αποκαθηλώνει την απόπειρα αριστερής στιλβηδόνας της προμετωπίδας του Κόμματός του και καθιστά πρόδηλη την προσπάθειά του να εξαπατήσει αγρότες και εργάτες προς εκλογική ενίσχυση του Κόμματός του. Αυτός ο ίδιος, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, προκειμένου να υπερασπισθεί το κεφάλι του, ως κοινός κατηγορούμενος, δικαζόμενος, αργότερα από την «Δεξιά», επικαλέστηκε ανερυθρίαστα ως ελαφρυντικό του ότι «κτύπησε τον κομμουνισμό», υπενθυμίζοντας στους δικαστές του ότι αυτός πρώτος πρότεινε να διωχθούν από τη Βουλή οι κομμουνιστές βουλευτές. Επιπλέον, λίγο πιο κει, δεχότανε μ’ ευχαρίστηση τα μέτρα που λάμβανε ο Μεταξάς (πριν την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του) εναντίον των κομμουνιστών, και τέλος, την εποχή που ο κίνδυνος της φασιστικής δικτατορίας ήταν άμεσος, τότε επέλεξε να εξαπολύσει μια ξέφρενη, αντικομμουνιστική εκστρατεία με φυλλάδια, άρθρα και δηλώσεις αντικομμουνιστικού περιεχομένου [4]. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου δεν ήταν ο μόνος αστός πολιτικός που θέλησε να θηλάσει απ’ τους πολύφερνους μαστούς της αγροτικής Αμάλθειας. Από κοντά και ο «αγροτιστής» Ιωάννης Σοφιανόπουλος, κατ’ επανάληψη υπουργός των εξωτερικών στις μετακατοχικές κυβερνήσεις. Στις 22-7-1936 συμφώνησε ως Αγροτικό Κόμμα  Ελλάδας (Α.Κ.Ε.) την δημιουργία «Λαϊκού Μετώπου» με το Κ.Κ.Ε. Πίστευε και διακήρυττε ότι το Αγροτικό Κόμμα πρέπει να απεκδυθεί τον χαρακτήρα του «ταξικού» Κόμματος και ταυτιζόταν με τον Ελ. Βενιζέλο στην εναρμόνιση των συμφερόντων των τάξεων και στην τόνωση της εκτελεστικής εξουσίας εις βάρος της νομοθετικής. Δεν δίστασε, μάλιστα, να διακηρύξει τον θαυμασμό του προς τον Χίτλερ και το βρετανικό ισοδύναμό του, τον λόρδο Μόσλεϋ. Όπως ήταν αναμενόμενο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής αποστασιοποιείται απ’ το Αγροτικό Κόμμα και ιδρύει άλλο δικό του Κόμμα. Και ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, έτερος «αγροτιστής» κι αυτός, μετονόμασε το Κόμμα του σε «Εθνικό Προοδευτικό Αγροτικό Κόμμα» και συνεργάστηκε με το «Κόμμα Αγροτών Εργαζομένων» ενός άλλου «αγροτιστή» του Αλέξανδρου Μπαλτατζή. Ως και ο Γεώργιος Παμπούκας, κατοχικός υπουργός και τέως βουλευτής της Δεξιάς (Λαϊκού Κόμματος) ίδρυσε το «Λαϊκό Αγροτικό Κόμμα» στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την  Κορινθία και συνεργάστηκε ως μοναδικός υποψήφιός του με την «Ένωση Εθνικοφρόνων» του Θ. Τουρκοβασίλη [5]. Φωτεινή εξαίρεση αποτελούσε ο Κώστας Γαβριηλίδης, ο αναγνωρισμένος ηγέτης της ελληνικής αγροτιάς που αποτελούσε από μόνος του μια ενδιαφέρουσα εικονογραφία του πολιτικού και ιδεολογικού εύρους του αγροτικού κινήματος πριν και μετά τον πόλεμο. Ήταν «σαρξ εκ της σαρκός» του αγροτικού κινήματος, δεν ανήκε στην χορεία των αυτοαποκαλούμενων «φίλων των αγροτών». Ήταν ο ίδιος αγρότης. Πέθανε  εξόριστος και αβοήθητος στο θανατονήσι του Αη Στράτη στις 27-9-1952. Στην πράξη δολοφονήθηκε από την ευάγωγη, στα κελεύσματα των αστών, κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα. [6]

Οι Κασελάκηδες, λοιπόν, είναι οι διαχρονικοί «φίλοι των αγροτών» που πλησιάζουν τους διαμαρτυρόμενους αγρότες, τους χτυπούν με συγκατάβαση στις πλάτες και τους λένε: «γεια και χαρά σας βρε πατριώτες/και εμέ οι παππούδες μου ήσαν αγρότες», ελπίζοντας πως θα κατορθώσουν, για μιαν ακόμη φορά, να υφαρπάξουν την συναίνεσή τους, την ψήφο τους, την αξιοπρέπειά τους, την συνείδησή τους.

 

[ΙΙ] Στην μεταπολεμική περίοδο συνεπεία, εκτός των άλλων, και του καταστροφικού εμφυλίου πολέμου, συντελείται η μαζική έξοδος του αγροτικού πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα με αποτέλεσμα να ανατραπεί η μέχρι τότε πληθυσμιακή σύνθεση του νεοελληνικού κράτους με την σοβαρή υποχώρηση της αγροτικής φυσιογνωμίας του. Η ελληνική ύπαιθρος έπαυσε να είναι πλέον υπερπληθυσμένη και η εκλογική της δεξαμενή ήταν ακόμα σοβαρή αλλά όχι, πλέον, γιγάντια. Στο οικονομικό επίπεδο προκρίθηκε ένα μοντέλο συσσώρευσης το οποίο απέβλεπε στην συγκεντροποίηση και γρήγορη ανάπτυξη εκείνων των κλάδων οι οποίοι βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο, κατά κύριο λόγο, της μεγαλοαστικής τάξης, όπως η μεγάλη βιομηχανία, η ναυτιλία και το μεγαλεμπόριο. Το κύριο ενδιαφέρον των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στράφηκε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, ενώ στη γεωργία ανατέθηκε ο ρόλος της «εσωτερικής αποικίας», η οποία όφειλε να τροφοδοτεί τον «εθνικό» κλάδο και να συμβάλλει στην ανάπτυξή του. [7] Η πιο πάνω κατευθυντήρια αρχή ενείχε μια έντονη αντιφατικότητα: ενώ ο ρόλος της γεωργίας υποβαθμίζεται σε δευτερεύοντα, σε σύγκριση π.χ. με τη βιομηχανία, δεν παύει να αποτελεί, μια μεγάλη χρονική περίοδο, την κύρια και, στην συνέχεια, μια πολύ συναλλαγματοφόρα πηγή.

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 δίνει τουλάχιστον το ένα τρίτο  του ακαθάριστου εθνικού προΐόντος (Α.Ε.Π.) [8].  Κατά την διάρκεια της περιόδου αυτής, η άρχουσα αστική τάξη και οι εκάστοτε πολιτικοί διαχειριστές της έκαναν ευρεία χρήση της ασφαλιστικής δικλείδας της εξωτερικής μετανάστευσης θέλοντας να απαλλαγούν από το κοινωνικό βάρος των εξαθλιωμένων μαζών και να αποτρέψουν ενδεχόμενες κοινωνικές αναταραχές. Η μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού έφθασε, ως αποτέλεσμα της εξωτερικής μετανάστευσης, σε ανησυχητικά επίπεδα. Λ.χ. στους νομούς Ιωαννίνων, Καβάλας, Κιλκίς 30 τοις εκατό, Θεσπρωτίας 32 τοις εκατό, Σερρών 33 τοις εκατό, Φλώρινας 36 τοις εκατό, Δράμας 40 τοις εκατό! Η πολυθρύλητη εισροή μεταναστευτικού συναλλάγματος εκμηδενίζεται στην πράξη: καλύπτει τρέχουσες καταναλωτικές ανάγκες των μελών της οικογένειας του μετανάστη που έμειναν στην Ελλάδα ή προορίζονται για αντιπαραγωγικές επενδύσεις και όχι για επίλυση χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής γεωργίας. Η προσφορά, τέλος, του μεταναστευτικού συναλλάγματος στην ελληνική οικονομία κρίνεται ως μηδαμινή γιατί, αντί να επενδύεται παραγωγικά ισοσκέλιζε ελλείμματα αντιπαραγωγικών εισαγωγών, π.χ. αγαθών πολυτελείας. [9] Έτσι, μεταπολεμικά το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων μετατοπίζεται απ’ τον αγροτικό τομέα και την ύπαιθρο, που αποτέλεσαν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στον Μεσοπόλεμο, στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα της οικονομίας. Χάριν της εκβιομηχάνισης, υποβαθμίζεται ο ρόλος του γεωργικού τομέα στην διαδικασία ανασυγκρότησης της χώρας. Ο αγροτικός κόσμος περιθωριοποιείται. [10] Ούτε η πολιτική της μεταπολεμικής Αριστεράς διαφοροποιούνταν αισθητά στο προαναφερόμενο πεδίο: υιοθέτησε κι’ αυτή το μοντέλο ανάπτυξης ή «ανοικοδόμησης» με θεμέλιο την εκβιομηχάνιση και την δίκαιη κατανομή του πλούτου, ενώ για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, η υποβάθμιση του οποίου ήταν αναμενόμενη, προτεινόταν το καθόλου ελκυστικό για τους αγρότες τρίπτυχο: μείωση των απασχολούμενων στη γεωργία, αγροτική έξοδος, μεγέθυνση και εκμηχάνιση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Μετά ταύτα, και με τη βούλα της Αριστεράς πλέον, η μόνη εναλλακτική λύση για τους αγρότες έμενε η φυγή, η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, η μερική απασχόληση ή η πολυαπασχόληση, μόνιμο άλλωστε χαρακτηριστικό της κοινωνικής οργάνωσης του αγροτικού χώρου, η εκπαίδευση, ως μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας με ανώτερο στόχο την αστική ενσωμάτωση των νεότερων μελών της αγροτικής οικογένειας [11].

Σήμερα οι πιο πάνω «προοδευτικοί» στόχοι οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής έχουν ήδη εκπληρωθεί με αδιαμφισβήτητο τρόπο: η μείωση των απασχολούμενων στη γεωργία είναι κολοσσιαία. Τα χωριά έχουν ερημώσει, οι γεννήσεις τείνουν να μηδενισθούν, τα σχολεία ή έκλεισαν ή βαίνουν ταχέως σε κλείσιμο. Κατά το χρονικό διάστημα 2005-2020 μειώθηκε ο αριθμός των Ελλήνων αγροτών από τις 900.000 στις 700.000 ενώ η μέση αγροτική έκταση, ανά αγροτική εκμετάλλευση, αυξήθηκε από τα 48 στα 70 στρέμματα. [12] Η «αγροτική έξοδος» βαίνει, μάλλον ταχέως, προς ολοκλήρωση. Η εκμηχάνιση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι πλήρης. Κάτι πιο κει: διάφοροι υπολογισμοί ανεβάζουν την αξιοποίηση των τρακτέρ σε μόλις ένα τρίτο του δυνατού εργάσιμου χρόνου. [13] Παρ όλα αυτά οι Έλληνες αγρότες οδεύουν ταχέως προς την καταστροφή γι’ αυτό και κινητοποιούνται πανελλαδικά αυτές τις ημέρες. Η εκπλήρωση των πιο πάνω «προοδευτικών στόχων», παραδόξως, δεν τους ωφέλησε και τόσο!

 

Ⅲ) Οι γάμοι ανάμεσα σε ανθρώπους της πόλης και σε αγρότες πρέπει να ήσαν ασυνήθιστοι σ’ όλα τα μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Μάλιστα οι γάμοι καλοαναθρεμμένων κοριτσιών με χωρικούς (ἀγροίκους) πρέπει να ήσαν εξαιρετικά σπάνιοι. Στην  ֙Η֙λέκτρα του Ευριπίδη ο γάμος της πριγκίπισσας Ηλέκτρας μ ’ένα φτωχό χωρικό που δεν του δίνεται καν ένα όνομα στο έργο – είναι απλώς ένας αὐτουργός (ένας άνθρωπος που δουλεύει το χωράφι του με τα δικά του χέρια) – θεωρείται ακόμη και από τον ίδιο τον σύζυγο ως μια βαριά και εσκεμμένη προσβολή προς το κορίτσι, και στην πρώτη κιόλας ομιλία του λέει με υπερηφάνεια ότι ποτέ δεν πήρε την κοπέλα στο κρεβάτι του και ότι αυτή είναι ακόμη παρθένα (σε υπερένταση και νευρωτική, όπως ανακαλύπτουμε). Η αντίθεση ανάμεσα στον ανώτερο κάτοικο της πόλης και στον ἀνεπιτήδευτο άνθρωπο της υπαίθρου θα μπορούσε ακόμη να προβληθεί και στη θεϊκή σφαίρα. Από τους Αισώπειους Μύθους μαθαίνουμε ότι, σύμφωνα με μια δοξασία οι εὐήθεις (δηλαδή οι αφελείς) από τους θεούς είναι εκείνοι που κατοικούν στην ύπαιθρο, ενώ οι θεότητες που μένουν μέσα στα τείχη της πόλης είναι αλάνθαστες και έχουν τα πάντα υπό την εποπτεία τους. Ο κάτοικος της πόλης δεν είδε ποτέ, στο κύλισμα των αιώνων, την μοίρα του αγρότη αξιοζήλευτη. Ο μεγάλος Βρετανός ιστορικός Edward Gibbon, που στην αυτοβιογραφία του λέει ότι θεωρεί τον εαυτό του ευτυχή που γεννήθηκε σε «μιαν οικογένεια έντιμης κοινωνικής σειράς και προικισμένη αρκετά καλά με τα δώρα της τύχης», έφριττε αναλογιζόμενος κάποιες δυσάρεστες εναλλακτικές καταστάσεις: να είναι δηλαδή «δούλος, άγριος ή αγρότης». Έτσι ακριβώς. Η κοινωνική υπόληψη του αγρότη ταυτιζόταν με την αντίστοιχη του δούλου ή του άγριου (SIC) [14]

Αν τα προαναφερθέντα ίσχυαν στις κοινωνίες της αρχαίας Ελλάδας και στην Βρετανία (και όχι μόνον) του δέκατου έβδομου και δέκατου όγδοου αιώνα, στην σημερινή ελληνική αγροτική κοινωνία με την πλήρη εκμηχάνιση, το υποφερτό οδικό δίκτυο, τις καλές επικοινωνίες και το διαχρονικό εύκρατο κλίμα, τι γίνεται; Ποια είναι τα μόνιμα χαρακτηριστικά της αγροτικής κοινωνίας μας;  Η οικονομική δυσπραγία, η κοινωνική περιθωριοποίηση, και η πολιτιστική υποβάθμιση. Η καθημερινή έγνοια της επιβίωσης, η αβεβαιότητα της αγροτικής παραγωγής και το πρόσθετο και τυραννικό βάρος των αγροτικών χρεών αποτελούσαν και αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες στην ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος και της αγροτικής συνείδησης.  Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω διαχρονικών παραγόντων και συνθηκών προσδόθηκε στο αγροτικό επάγγελμα μια α π α ξ ί ω σ η που το χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα αφού οι περισσότεροι αγρότες το έβλεπαν και το βλέπουν σαν αναγκαίο κακό το οποίο σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν να κληροδοτήσουν στα παιδιά τους. Ειπώθηκε εύλογα από τον Στ. Δαμιανάκο ότι «για την μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων αγροτών, η γεωργία δεν είναι επάγγελμα, αλλά δεδομένη κατάσταση κοινωνικής ύπαρξης στην οποία υποτάσσονται ελλείψει άλλων αξιόπιστων επιλογών». [15] Δεν πρόκειται για υπερβολή. Έχουμε ίδια αντίληψη για τις περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης όπου συνηθέστατα νέοι αγρότες, με νεόκτιστο, μεγάλο και άνετο σπίτι, με ακίνητη περιουσία (αγρούς) και εκμηχανισμένη γεωργική εκμετάλλευση αδυνατούν να βρουν σύζυγο γιατί οι κοπέλες αρνούνται σταθερά και επίμονα να εγκατασταθούν μόνιμα στην ύπαιθρο. Η αναφανείσα διέξοδος της ανεύρεσης συζύγων απ’ την βαλκανική ενδοχώρα (Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Αλβανία) διορθώνει κάπως τις, ούτως ή άλλως, σοβαρές προκείμενες δυσχέρειες.

Η οικογένεια στην ελληνική αγροτική κοινωνία «αψηφά», στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, τους οικονομικούς νόμους, τονίζοντας τον κοινωνικό της χαρακτήρα και τον κοινωνικό της ρόλο, ενώ θέτει σε δεύτερη μοίρα την λογική της αποδοτικής της λειτουργίας. Προέχει η εσωτερική συλλογικότητα και συνοχή των διαπροσωπικών σχέσεων του κοινωνικού αυτού κυττάρου, έστω και αν κάποιοι αυτοαποκαλούμενοι εκσυγχρονιστές, υποκύπτοντας στα επιτάγματα της ισχύουσας μοντέρνας ψύχωσης του «δικαιωματισμού», το παραβλέπουν.

Εν κατακλείδι: Με το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς η προσπάθεια των μικρογεωργών να επιβιώσουν καταφεύγοντας σε όλο και πιο μεγάλο αριθμό, είτε σε πρόσθετες ασχολίες σ’ άλλους τομείς ή δουλεύοντας σε μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις ως εποχικοί ή μόνιμοι μισθωτοί, επιμηκύνει απλώς την  θ ν η σ ι γ ε ν ή  παρουσία τους παρά αίρει ή ενδεχομένως δίνει την δυνατότητα για άρση των αιτίων της αδυναμίας της κοινωνικής τους αναπαραγωγής ως ανεξάρτητων παραγωγών. [16] Μ’ άλλα λόγια, ο αγροτικός καπιταλισμός συγκροτείται σταθερά και ακαταπόνητα. Ωστόσο, οι συνέπειές του είναι σαφώς αντικοινωνικές: η γένεσή του και η σταθερή επέκτασή του στηρίζεται στην καταστροφή μεγάλου αριθμού μικρών και μεσαίων αγροτών[17].  Κι’ αυτό αποτελεί μια κοινωνική, πολιτική εξέλιξη που δεν έχει τίποτα το προοδευτικό.

Ⅳ) Μπορεί να υποστηριχθεί από μερικούς αυτοαποκαλούμενους μαρξιστές ότι ο εξανδραποδισμός του υστερορωμαίου αγρότη ήταν, από την ευρεία σκοπιά της ιστορίας, ευεργετικός για την ανθρώπινη πρόοδο, εφόσον διευκόλυνε ακόμα για αρκετούς αιώνες, μια νέα και καλύτερη μορφή κοινωνίας που δεν θα είχε αναπτυχθεί αυθόρμητα από μια μεγάλης κλίμακας αγροτική οικονομία. Όπως θα λεγαν αυτοί που έχουν ιδιαίτερη προτίμηση στην βδελυρή τούτη φράση: «Η ιστορία ήταν με το μέρος του μεγάλου γαιοκτήμονα, με τους δουλοπάροικούς του, όχι με το μέρος του μικρού, ελεύθερου, ανεξάρτητου αγρότη».

Η πιο πάνω άποψη αγνοεί ένα στοιχείο της κοινωνίας: την στρατιωτική αποτελεσματικότητα όταν δηλαδή η ίδια η επιβίωση της κοινωνίας εξαρτάται από την πολεμική της ικανότητα. Η στρατιωτική επιτυχία, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από οικονομικούς και κοινωνικούς όσο και από πολιτικούς παράγοντες. Χωρίς την ανάπτυξη μιας ελεύθερης και αρκετά εύπορης αγροτιάς στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο, δεν θα είχαμε τις νικηφόρες στρατιές των οπλιτών που νίκησαν την πανίσχυρη Περσική Αυτοκρατορία στον Μαραθώνα και στις Πλαταιές (490 και 479 π.Χ.).  Δεν θα είχαμε την Σαλαμίνα (480 π.Χ.), χωρίς το αδάμαστο μαχητικό πνεύμα των ναυτών της Αθήνας, μιας πολιτικής κοινότητας ελεύθερων ανθρώπων βασισμένης σε αρκετά πλατιά διαδεδομένη έγγεια ιδιοκτησία και σε πρόσβαση σε πολιτικά δικαιώματα από ολόκληρο το σώμα των πολιτών ή τουλάχιστον από τα πιο εύπορα μέλη του.  Η ακαταμάχητη στρατιωτική ισχύς της Ρώμης στις μεγάλες της μέρες ήταν ομοίως θεμελιωμένη στην ελεύθερη αγροτιά, που αρχικά ήταν στρατολογούμενη και κατόπιν, ιδιαίτερα στην περίοδο της Ηγεμονίας, προμήθευε νεοσύλλεκτους σε μεγάλη αναλογία με εθελοντική κατάταξη σ’ έναν μόνιμο επαγγελματικό στρατό. Η καταστροφή του μικρού, ελεύθερου αγρότη, από αυστηρά οικονομική άποψη, θα μπορούσε ή δεν θα μπορούσε να αποτελεί «προοδευτική εξέλιξη». Από κοινωνική και στρατιωτική άποψη, όμως, η προπεριγραφείσα εξέλιξη (καταστροφή του μικρού, ελεύθερου αγρότη) ήταν πολύ επιζήμια, μια και οι αγρότες γίνονταν όλο και πιο αδιάφοροι στην διατήρηση του όλου αυτοκρατορικού συστήματος, του οποίου το βάρος στο μεγαλύτερο μέρος του έπεφτε στους ώμους τους.  Και το ηθικό (και πιθανόν και η φυσική κατάσταση) του στρατού χειροτέρευε μ’ αποτέλεσμα την σταδιακή διάλυση της αυτοκρατορίας ανάμεσα στις αρχές του πέμπτου και στα μέσα του έβδομου αιώνα. Η διατήρηση μιας σχετικά ευημερούσας αγροτιάς οι αγρότες της οποίας θα ήσαν πρόθυμοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου για την υπεράσπιση του δικού τους τρόπου ζωής, όπως ήσαν οι ελεύθεροι Έλληνες και οι παλιότεροι Ρωμαίοι, θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της εξέλιξης και να διαφυλάξει την ενότητα της αυτοκρατορίας για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Η επιτυχία του στρατού, λοιπόν, εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την κατάσταση της αγροτιάς που  προμήθευε ακόμα τον κύριο όγκο των νεοσυλλέκτων. Αν η μεγάλη μάζα των στρατιωτών καταπιέζεται και υφίσταται εκμετάλλευση, θα χάσει κάθε ενδιαφέρον για την διατήρηση του καθεστώτος υπό το οποίο ζει. Γι’ αυτόν τον λόγο και η πολιτική αρκετών βυζαντινών αυτοκρατόρων πριν απ’ όλα του Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού  και του Βασιλείου Β’, ήταν σθεναρά υπέρ των ανεξάρτητων αγροτών και εναντίον των ορέξεων των «δυνατών» για όλο και μεγαλύτερα κτήματα. Στην προμνησθείσα κοινωνική-πολιτική εξέλιξη αποτελεί εξαίρεση η Βρετανία: χάρη στην νησιωτική της θέση δεν εξαρτιόταν από ένα μεγάλο εθνικό στρατό, αλλά μπορούσε να στηρίζεται σ’ έναν μικρό, άριστα εκπαιδευμένο επαγγελματικό στρατό και σε δυνάμεις έκτακτης ανάγκης. Επομένως η μαζική έξωση και καταστροφή των βρετανών αγροτών δεν άσκησε επίδραση στην στρατιωτική αποτελεσματικότητα του βρετανικού κράτους. [18]

Όταν μελετούμε μια κοινωνία και τις διεργασίες εντός αυτής, καλόν είναι να θυμόμαστε πως πρόκειται για ένα ζωντανό κοινωνικό οργανισμό. Συνακόλουθα, θα ήταν μεθοδολογικά ανεπίτρεπτο, ενδεχομένως καταστροφικό να περιοριζόμαστε μόνο στην μελέτη του οικονομικού σκελετού του και να αγνοούμε την ανθρώπινη εμπειρία – όπως διερμηνεύεται με δίαυλους την συνείδηση και την πολιτισμική έκφραση – ως παράγοντα του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η συγκινησιακή και ηθική επίγνωση του ανθρώπου πρέπει να αποκατασταθεί ως στοιχείο της κοινωνικής ολότητας. Όχι να εξοβελισθεί! [19]

Απ’ τα προαναφερθέντα στην παρούσα ενότητα προκύπτει, αν μη τι άλλο, ότι το αξίωμα «η ιστορία ήταν με το μέρος του μεγάλου γαιοκτήμονα, με τους δουλοπάροικούς του, όχι με το μέρος του μικρού, ελεύθερου, ανεξάρτητου αγρότη», ενέχει στοιχεία εμφανούς συλλογιστικής αυθαιρεσίας και ανεπίτρεπτης μονομέρειας που παραβλέπει τις ολέθριες εμπειρίες της καταστροφής των ελευθέρων μικρογεωργών. Μια τέτοια καταστροφή δυσκολευόμαστε να την αξιολογήσουμε ως «ευεργετική για την ανθρώπινη πρόοδο». Τουναντίον, πρόκειται για «βδελυρή φράση» κατά τον G.E.M. de Ste. Croix, πούχει ως κρηπίδωμα μια οκνηρή οικονομίστικη εξήγηση, μια στενή “ακαδημαϊκή” θεώρηση η οποία χωρίζει την ζωή σε στεγανά τμήματα και παραβλέπει συνειδητά την ανθρώπινη εμπειρία και την συνειδησιακή και ηθική επίγνωση του ανθρώπου. Μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων ας μας επιτραπεί να την χαρακτηρίσουμε ως docta ignorantia (μορφωμένη άγνοια) που μέσω της επαγγελματοποιημένης, κατακερματισμένης, αποσπασματικής, υπερεξειδικευμένης έρευνας, αφενός μεν διατρανώνει την πολυμαθή της ένδεια, αφετέρου δε, εξοβελίζει τον ανθρώπινο παράγοντα απ’ την ιστορία του ανθρώπου. [20]

Τα προαναφερόμενα στην παρούσα ενότητα για την αξιολόγηση της καταστροφής των ελευθέρων μικροαγροτών ισχύουν, mutatis mutandis (τηρουμένων των αναλογιών) και για την αξιολόγηση του λουδισμού και των λουδιτών της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Μεγάλη Βρετανία. Σύμφωνα με την συμβατική εικόνα του λουδισμού αυτός εξαντλείται στην τυφλή αντίθεση των εργατών προς τις μηχανές αυτές καθ’ εαυτές. Μ’ άλλα λόγια, πρόκειται για την εικόνα ενός πρωτόγονου, αυθόρμητου κινήματος, αποτελούμενου από αγράμματους χειρώνακτες που εναντιώθηκαν τυφλά στην εκμηχάνιση.  Δηλαδή, πρόκειται για ανθρώπους απλοϊκούς ή τραγικά απερίσκεπτους. [21] Ήταν έτσι; Δεν ήταν μορφή «πρωτόγονου» συνδικαλισμού. Οι άνδρες που οργάνωναν, προστάτευαν, ή επιδοκίμαζαν τον λουδισμό μόνο πρωτόγονοι δεν ήσαν. Η εμφάνιση του λουδισμού τοποθετείται στο κρίσιμο σημείο της κατάργησης της πατερναλιστικής νομοθεσίας, καθώς και της επιβολής στους εργαζομένους, χωρίς να το θέλουν και χωρίς να το γνωρίζουν, της πολιτικής οικονομίας του laissez-faire. [22] Τα σύγχρονα, τότε, μεγάλα βαμβακουργεία είχαν αποκτήσει κακή φήμη. Επρόκειτο για κέντρα εκμετάλλευσης, τερατώδεις φυλακές παιδιών, εστίες ανηθικότητας και εργασιακών συγκρούσεων. Το διακύβευμα για την κοινότητα ήταν ένας ολόκληρος τρόπος ζωής. Η αντίθεση των «κοπτών» λ.χ. προς ορισμένες μηχανές δεν περιοριζόταν στην υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου μιας συγκεκριμένης ομάδας ειδικευμένων εργατών. Οι μηχανές αυτές αποτελούσαν ζωντανό σύμβολο του επεκτατισμού του εργοστασιακού συστήματος, συνιστούσαν ένα μέσο άσκησης καταπίεσης, υποβάθμισης και δυστυχίας για τους φτωχούς. [23] Κατά την διάρκεια των κρίσιμων δεκαετιών της Βιομηχανικής Επανάστασης, οι εργαζόμενοι βίωσαν τις πλήρεις επιπτώσεις ενός από τα πλέον υποβαθμιστικά για την ανθρώπινη προσωπικότητα δόγματα στην ιστορία – του δόγματος του ανεύθυνου και άκρατου ανταγωνισμού – εξαιτίας του οποίου αφανίστηκαν ολόκληρες γενιές οικιακών εργατών. Το λουδιστικό κίνημα πρέπει να διαφοροποιηθεί (από την προγενέστερη παράδοση καταστροφής μηχανών) πρώτα απ’ όλα λόγω του υψηλού οργανωτικού του επιπέδου και, έπειτα, λόγω του πολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. Επρόκειτο για ένα οιονεί στασιαστικό κίνημα, το οποίο βρισκόταν πάντοτε στα πρόθυρα της επιδίωξης ανώτερων επαναστατικών στόχων. [24]  Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο λουδισμός αποτέλεσε για τους εργάτες βιομηχανίας την δική τους «Εξέγερση των Αγροτών» του 1381 – που σηματοδότησε την αρχή του τέλους της δουλοπαροικίας και την ανάγκη άμεσης μεταρρύθμισης του φεουδαρχικού συστήματος –· στην προκειμένη περίπτωση, όμως, αντί να λεηλατούν τα Châteaux (Πύργους γαιοκτημόνων), εξαπέλυαν επιθέσεις εναντίον του πλησιέστερου συμβόλου της καταπίεσής τους: της μηχανής χνουδιάσματος ή του μηχανοκίνητου αργαλειού των εργοστασίων. Καθώς όμως επιτίθεντο σε αυτά τα σύμβολα της εκμετάλλευσης και του εργοστασιακού συστήματος συνειδητοποιούσαν συγχρόνως την ύ π α ρ ξ η  ε υ ρ ύ τ ε ρ ω ν στόχων. Αν προσεγγίσουμε τον λουδισμό ως «κίνημα του ίδιου του λαού», θα εντυπωσιαστούμε όχι από την οπισθοδρομικότητά του αλλά από την ωριμότητά του. Ο λουδισμός γεννήθηκε από τον κόσμο των εταιρειών αλληλοβοήθειας, των μυστικών τελετών και ορκωμοσιών, των ημινόμιμων συλλογικών αιτημάτων, των συναθροίσεων των τεχνιτών στο πανδοχείο ή επαγγελματικό στέκι. Λουδισμός σημαίνει έκφανση λαϊκής κουλτούρας. Οι λουδίτες, λοιπόν, δεν αντιμάχονταν την “μηχανή”, αλλά τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης που αποτελούσαν εγγενή στοιχεία του βιομηχανικού καπιταλισμού! [25] Οι άνθρωποι πρέπει να κρίνονται μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ζωής τους. Οι λουδίτες ήσαν άνθρωποι η ρ ω ι κ ο ύ αναστήματος. Εν κατακλείδι: Δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως «προοδευτική» μια διαδικασία που οδήγησε στην υποβάθμιση των εργατών για δεκαετίες ολόκληρες. Απ’ την άποψη αυτήν ο λουδισμός μπορεί να εκληφθεί ως μορφή μεταβατικής σύγκρουσης. Και ας μη λησμονούμε πως οι «πρόδρομοι» είναι συγχρόνως κληρονόμοι ενός άλλου παρελθόντος. [26]

Ⅴ)  Κατά την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο, στην ίδια την Ελλάδα και σε μερικές από τις πρώτες ελληνικές αποικίες, η λέξη χώρα χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της λέξης αγροί, της αγροτικής περιοχής της πόλης-κράτους, της πόλεως. Η χρήση αυτή συνεχίζεται στην ελληνιστική περίοδο και επί ρωμαϊκής κυριαρχίας: η κάθε πόλις είχε την δική της χώρα, δηλαδή την δική της αγροτική περιοχή. Οι αγρότες που κατοικούσαν στην ύπαιθρο έτειναν ολοφάνερα να είναι λιγότερο λεπτοί στους τρόπους απ’ ότι οι κάτοικοι της πόλεως και στην φιλολογία που δημιούργησαν οι ανώτερες τάξεις συχνά χαρακτηρίζονται με συγκατάβαση ως «χωριάτες» (χωρίται). Η τέτοια στάση επιτρέπει μολαταύτα να τους αναγνωρίζονται κάπου κάπου ανώτερες ηθικές αρετές απλοϊκού χαρακτήρα.[27] Σύμφωνα με τον Αμερικανό μεσαιωνολόγο Lynn White: «Επειδή όλα τα γραπτά και άλλα περίφημα μνημεία της αρχαιότητας δημιουργήθηκαν στις πόλεις, νομίζουμε γενικά ότι οι αρχαίες κοινωνίες ήσαν βασικά αστικές. Στην πραγματικότητα ήσαν αγροτικές σε βαθμό που δύσκολα μπορούμε να συλλάβουμε. Σύμφωνα μ’ έναν μέτριο υπολογισμό, ακόμα και σε αρκετά ευημερούσες περιοχές χρειάζονταν πάνω από δέκα άτομα στο χωράφι για να μπορεί ένα μόνο άτομο να ζει μακριά από το χωράφι…».  [28] Εύλογα, λοιπόν, υπήρχε η σαφής αντίληψη στην αρχαιότητα κατά την οποία μια πόλη πρέπει κανονικά να είναι ικανή να συντηρείται με την παραγωγή δημητριακών της δικής της άμεσης ενδοχώρας. Ο Βιτρούβιος (γράφοντας την εποχή του Αυγούστου) διηγείται κάτι σχετικό και χαρακτηριστικό αναφερόμενος σε μια συνομιλία μεταξύ του Μεγαλέξανδρου και του Δεινοκράτη του Ρόδιου, του αρχιτέκτονα που σχεδίασε για τον Αλέξανδρο την μεγάλη πόλη που έλαβε και εξακολουθεί και σήμερα ακόμα να φέρει το όνομά του, την Αλεξάνδρεια. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Δεινοκράτης προτείνει στον Αλέξανδρο την ίδρυση στο όρος Άθω μιας πόλεως. Ο Αλέξανδρος αμέσως ρωτάει «αν υπάρχουν εκεί γύρω χωράφια που να μπορούν να εφοδιάζουν την πόλη με τρόφιμα»· και όταν ο Δεινοκράτης παραδέχτηκε ότι η πόλη μπορούσε να ανεφοδιαστεί μόνο με θαλάσσιες μεταφορές, ο Αλέξανδρος απέρριψε κατηγορηματικά την ιδέα: όπως ένα παιδί έχει ανάγκη από γάλα -είπε- έτσι και μια πόλη δίχως χωράφια και άφθονη παραγωγή από αυτά δεν μπορεί να αναπτυχθεί, ή να συντηρήσει ένα μεγάλο πληθυσμό…».  [29] Κατά τον A.H.M. Jones «Οι πόλεις παρασιτούσαν οικονομικά στις πλάτες της υπαίθρου…Οι μεγιστάνες της πόλης έρχονταν σ’ επαφή με τους χωρικούς υπό τρείς μόνο ιδιότητες, ως φοροεισπράκτορες, ως αστυνομικοί και ως γαιοκτήμονες». Εν κατακλείδι: η βασική σχέση ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο έμενε πάντα η ίδια· ήταν ουσιαστικά μια σχέση εκμετάλλευσης, με λίγα οφέλη που δίνονταν σε αντάλλαγμα. Σε περιπτώσεις λιμών μόνον οι πόλεις ήσαν εκείνες που διέθεταν τρόφιμα και ΟΧΙ οι περιοχές της υπαίθρου όπου αυτά είχαν παραχθεί! Το καταφανώς παράδοξο τούτο γεγονός οφείλεται στην εξαιρετικά τελεσφόρα εκμετάλλευση και στον άκρως αποτελεσματικό έλεγχο της υπαίθρου από την αυτοκρατορική κυβέρνηση και τους δήμους. Απλοελληνιστί: στην κρατικά οργανωμένη καταλήστευση της υπαίθρου! Όσον αφορά τους δύστυχους αγρότες αναγκάζονταν να τρώνε κλωνάρια και βλαστούς δέντρων, βολβούς και ρίζες βλαβερών φυτών, να προσβάλλονται, συνεπεία τούτου, από μια σειρά θανατηφόρες ασθένειες κατά την συγκλονιστική περιγραφή του μεγάλου γιατρού της αρχαιότητας Γαληνού. [30] Αν παραβλέψουμε την οργανωμένη καταλήστευση της υπαίθρου, τότε είχε δίκιο ο Ἄμφις, κωμικός ποιητής του τέταρτου π.Χ. αιώνα όταν έλεγε: «Το χωράφι (αγρός) είναι ο ζωοδότης πατέρας για τον άνθρωπο· μόνο το χωράφι μπορεί να φυλάγει από την φτώχεια». [31] Πολύ-πολύ ενωρίτερα ο Ησίοδος έλεγε πως ο γεωργός πρέπει να συγκεντρώνει ένα γερό απόθεμα σιταριού. Χίλια (1000) χρόνια μετά τον Ησίοδο ο Αυσώνιος συνιστούσε με ζέση: συγκέντρωνε προΐόν για δύο χρόνια· διαφορετικά η πείνα είναι κοντά. Εννοείται πως οι γαιοκτήμονες είχαν μεγαλύτερη υλική ευεξία. [32] Η πρόκληση λιμού δεν οφείλονταν πάντα σε φυσικές αιτίες λ.χ. ανομβρίας, σιτοδείας κ.λ.π  αλλά και σε κοινωνικές αιτίες ιδιαίτερα στα εγωϊστικά ταξικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης ή σε καθαρά πολιτικές στοχεύσεις και σκοπιμότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος κατήγγειλε ότι οι πλούσιοι προτίμησαν να ρίχνουν σάκους με σιτάρι στο ποτάμι παρά να επιτρέψουν στους φτωχούς να το προμηθεύονται φθηνά. Οι λαϊκές, πεινασμένες μάζες διαμαρτύρονταν κραυγάζοντας το σύνθημα «πάντα γέμει, πάντα πολλού» που σημαίνει «αφθονία απ’ όλα, όλα ακριβά». Σαν να ακούς διαμαρτυρόμενους πελάτες σε σημερινά μεγάλα καταστήματα τροφίμων! [33] Ο μεγάλος ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος, αν και απ’ τους καλύτερους ιστορικούς που παρουσίασε ο αρχαίος κόσμος, όντας και ο ίδιος μέλος της άρχουσας τάξης της Αντιόχειας και συμμεριζόμενος τα ιδιοτελή ταξικά της συμφέροντα, μας λέει υποτιμητικά για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, ότι «δίχως σοβαρό λόγο και από δίψα δημοφιλίας, προσπάθησε να κατεβάσει τις τιμές- να ορίσει ανώτατες τιμές πώλησης- κάτι, που κάποτε, όταν δεν γίνεται με κατάλληλο τρόπο, είναι ικανό να δημιουργήσει σπάνιν και λιμό». Λόγια που θα επιδοκίμαζαν πολλοί σύγχρονοι δυτικοί οικονομολόγοι!  [34] Η πρόκληση λιμού χάριν πολιτικής σκοπιμότητας και στόχευσης, ειρήσθω εν παρόδω, δεν αποτελεί ίδιον χαρακτηριστικό μόνον της ύστερης αρχαιότητας αλλά συναντάται και στην σύγχρονη εποχή σε εφιαλτικότερες εκδοχές έκτασης και έντασης. Λ.χ. στην Σοβιετική Ένωση την εποχή της βίαιης «σοσιαλιστικής κολεκτιβοποίησης» της αγροτιάς συνεπεία του προκληθέντος λιμού η δημιουργηθείσα κατάσταση ήταν φρικτή: Μέχρι το 1929 ο αριθμός των αγροτικών νοικοκυριών συνεχώς αυξανόταν.

1928: 24.500.000 νοικοκυριά

1929: 25.800.000 νοικοκυριά

Στο τέλος, όμως, της κολεκτιβοποίησης το 1936, δεν υπάρχουν πια παρά είκοσι εκατομμύρια εξακόσιες χιλιάδες (20.600.000) νοικοκυριά. Δηλαδή συνεπεία της “αναρχίας του σοσιαλιστικού πλάνου”, της “περίτεχνα οργανωμένης πείνας”, μέσα σε επτά χρόνια πέντε εκατομμύρια οικογένειες δηλαδή γύρω στα είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) άνθρωποι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ρώσου ερευνητή Προκόποβιτς που βασίστηκε σε επίσημες σοβιετικές στατιστικές, απλά εξαφανίστηκαν. [35]

Την σπουδαιότητα της υπαίθρου, των κατοίκων της και, εν γένει, του πρωτογενή τομέα την συναντούμε σ’ έναν λόγο με τον τίτλο «Περί των αγγαρειών» (De angariis στα λατινικά) του μεγάλου ρήτορα από την Αντιόχεια Λιβάνιου όπου διατυπώνεται με έμφαση ο ισχυρισμός ότι οι πόλεις είναι απόλυτα εξαρτημένες από την ύπαιθρο και τους κατοίκους της. Ο Λιβάνιος παραπονείται στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’, το 385, ότι οι αγρότες των περιχώρων ωθούνται σε απόγνωση καθώς οι ίδιοι και τα ζώα τους εξαναγκάζονται σε αγγαρείες επί ζημία της αγροτικής, επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Αγγαρεία -όρος περσικής ή αραμαϊκής προέλευσης- σήμαινε βίαιο εξαναγκασμό σε κάθε λογής δουλικές εργασίες. Ας ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτήν την τόσο εύγλωττη παράκληση του Λιβάνιου μεστή σπαρακτικής συμπόνιας προς τους αγρότες και σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών συνδηλώσεων: παρακαλεί τον φιλανθρωπότατο βασιλέα «Δείξε το ενδιαφέρον σου όχι μόνο για τις πόλεις, αλλά και για την ύπαιθρο, ή μάλλον για την ύπαιθρο κατά προτίμηση από τις πόλεις -διότι η ύπαιθρος είναι η βάση πάνω στην οποία εδράζονται οι πόλεις. Μπορεί να πει κανείς ότι οι πόλεις θεμελιώνονται πάνω στην ύπαιθρο και ότι αυτή είναι το στέρεο στήριγμά τους, μια και τις εφοδιάζει με σιτάρι, κριθάρι, σταφύλια, κρασί, λάδι και την τροφή του ανθρώπου και των άλλων ζωντανών. Αν δεν υπήρχαν βόδια, αλέτρια, σπορικά, φυτά και βοσκήματα, οι πόλεις δεν θα είχαν γεννηθεί. Και, μια και υπήρξαν, εξαρτήθηκαν από την μοίρα της υπαίθρου, και ό,τι καλό και κακό δοκιμάζουν από την ύπαιθρο έρχεται…αλλά τα πραγματικά μέσα ζωής προέρχονται από την γη. Κι εσύ ακόμα, Μεγαλειότατε, από εκεί παίρνεις τον φόρο…η πληρωμή του φόρου έρχεται από την γη. Έτσι, όποιος συμπαραστέκεται στην αγροτιά υποστηρίζει εσένα, και κάθε κακομεταχείρισή της είναι απιστία προς εσένα. Γι’ αυτό πρέπει να βάλεις τέρμα σε τούτη την κακομεταχείριση…»! [36]

Οι αιώνες πέρασαν από τότε αλλά στην προχθεσινή (20-2-2024) πανελλαδική συγκέντρωση των αγροτών στην πλατεία Συντάγματος τα συνθήματα που χαρακτήριζαν την αγωνιστική κινητοποίηση θαρρείς και ήσαν μεταγλωττισμένες σκέψεις του Λιβάνιου: «χωρίς εμάς (αγρότες) τι θα φας;», «NO FARMERS NO FOOD». Πρόκειται για συμπυκνωμένη διατράνωση της κοινωνικής και οικονομικής σπουδαιότητας του πρωτογενή τομέα: χωρίς διατροφική επάρκεια η ζωή, η κοινωνία αλλά και η κρατική συγκρότηση καθίστανται επισφαλείς, ενίοτε κινδυνεύουν με καταστροφή.

Λαμπρό ιστορικό παράδειγμα, θα λέγαμε σχολικού χαρακτήρα, μιας τέτοιας εξέλιξης αποτέλεσε η Αθήνα των κλασικών χρόνων. Ο πολύ μεγάλος αθηναϊκός πληθυσμός των πολιτών, των μετοίκων και των δούλων τρεφόταν με εισηγμένα σιτηρά σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη σημαντική ελληνική πόλη. Οι Αθηναίοι είχαν πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος. Για τον Δημοσθένη, σ’ ολόκληρο τον κόσμο δεν μπορούσαν να υπάρξουν μέρη που να έχουν μεγαλύτερη αξία για την Αθήνα «από τις Θερμοπύλες στην ξηρά και τον Ελλήσποντο στην θάλασσα». Γι’ αυτό και την Σηστό, την πόλη ακριβώς στο μέσο της βόρειας ακτής του Ελλησπόντου, την αποκαλούσαν «σιταποθήκη (τηλίαν) του Πειραιά». Ολόκληρη η βιοτροπία της Αθήνας εξαρτιόταν από την διασφάλιση της σιταγωγού θαλάσσιας οδού του Ελλησπόντου. Έτσι, όταν ο σπαρτιάτης Λύσανδρος απέκτησε πλήρη έλεγχο στην θάλασσα το 405, μετά την μάχη στους Αιγός Ποταμούς (στον Ελλήσποντο) η Αθήνα  λ ι μ ο κ τ ό ν η σ ε  και υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει με την Σπάρτη. Το αυτό επαναλήφθηκε το 387 όταν ο σπαρτιατικός στόλος υπό τον Ανταλκίδα απέκοψε τον δρόμο των σιτηρών στον Ελλήσποντο. Η Αθήνα για άλλη μια φορά γονάτισε και εξαναγκάστηκε να υπογράψει την «ειρήνη του Βασιλέως». [37]

Απ’ όσα προεκτέθησαν προκύπτει η σπουδαιότητα του πρωτογενή τομέα, των αγροτών και κτηνοτρόφων, για την ευημερία της ελληνικής κοινωνίας. Η πλήρης καταστροφή των μικρών και μεσαίων αγροτών (όσοι απέμειναν) θα σηματοδοτήσει δυσμενέστατες εξελίξεις για την σύνολη κοινωνία. Οι καπιταλιστές που θα ελέγχουν σύμπαντα τον πρωτογενή τομέα θα ενδιαφέρονται, αποκλειστικώς και μόνον, για την κερδοφορία των επιχειρήσεών τους και όχι για την διατροφική επάρκεια του πληθυσμού που θα καταναλώνει μεταλλαγμένα προϊόντα ακατάλληλα, ή ακόμη και επικίνδυνα, για την ανθρώπινη υγεία. Οι άνθρωποι, πλέον, θα στερηθούν την δυνατότητα να ελέγχουν την προμήθεια της τροφής τους. Θα πρόκειται για θεμελιώδη  οπισθοδρόμηση αν σκεφτούμε ότι η πρώτη επανάσταση του ανθρώπου, ήταν εκείνη που μετέβαλε την ανθρώπινη οικονομία, εξασφάλισε στον άνθρωπο την δυνατότητα να ελέγχει την προμήθεια της τροφής του. Ο άνθρωπος άρχισε να φυτεύει, να καλλιεργεί και να βελτιώνει με την επιλογή, φαγώσιμα χόρτα, ρίζες, βολβούς και δέντρα. [38] Τώρα τέτοια δυνατότητα επιλογής δεν θα υπάρχει όπως δεν θα υπάρχουν μικροί και μεσαίοι, ανεξάρτητοι αγρότες. Θα δημιουργηθούν νέου τύπου «τσιφλικάδες» οι οποίοι θα έχουν χαρακτηριστικά «αγροτικού καπιταλιστή», θα συναποτελούν την αστική τάξη του χωριού, η δε ύπαιθρος θα μετατραπεί σ’ έναν τόπο όχι τόσο πρωτογενούς παραγωγικής δραστηριότητας όσο σ’ ένα σκηνικό μιας vie rurale!

Ⅵ)  Τα της κοινωνικής και οικονομικής συνεισφοράς των μικρών και μεσαίων αγροτών και της διαχρονικής αξιολόγησής τους στην ιστορία, προεκτέθησαν, κατά το δυνατόν. Όσον αφορά, όμως, την πολιτική συμπεριφορά τους και την αξιολόγησή τους υπό το πρίσμα της πολιτικής δραστηριότητάς τους;

Η αστική τάξη γενικά και η ελληνική αστική τάξη ειδικότερα, πάντα περιφρονούσε και καταπίεζε αδίστακτα τους αγρότες. Ήσαν γι’ αυτήν τα συνήθη υποζύγια των ιδιοτελών ταξικών της συμφερόντων. Ούτε η Αριστερά επεφύλαξε καλύτερη αντιμετώπιση των αγροτών. Επεδείκνυε απέναντί τους περιφρόνηση και προκατάληψη όχι πάντα συγκεκαλυμμένη. Πίστευε, πώς η αγροτιά σαν τάξη ήταν κοινωνικό φαινόμενο χαρακτηριστικό του φεουδαλικού συστήματος, ότι δεν ανήκε ούτε στον κόσμο του καπιταλισμού, ούτε σ’ εκείνον του σοσιαλισμού. Μ’ άλλα λόγια οι αγρότες συνιστούσαν μια τάξη η οποία δεν αποτελούσε χαρακτηριστικό στοιχείο του καπιταλισμού αλλά επιβίωση μιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων που είχε ήδη ξεπεραστεί ή έτεινε προς την εξαφάνισή της. Βασικό στοιχείο αυτής της άποψης ήταν ότι η αγροτιά, φέρνοντας το στίγμα της προέλευσής της από το φεουδαρχικό σύστημα, αποτελούσε καθυστερημένο στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας, καθυστερημένο όχι μόνο σε σχέση με την αστική τάξη αλλά, πολλώ δε μάλλον, σε σχέση με το προλεταριάτο. [39]

Ας δούμε διαχρονικές όψεις της αγροτικής πολιτικής συμπεριφοράς.

Ποιά ήταν η στάση των αγροτών κατά την διάρκεια της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης; (Το “Μεγάλη Επανάσταση” δεν τίθεται με αυθαίρετη πρόθεση υπερθετικού εκθειασμού. Αποκαλείται «Μεγάλη» γιατί ήταν). Ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς  Κροπότκιν στο αξεπέραστο, εν πολλοίς μέχρι σήμερα, έργο του με τίτλο, «Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση 1789-1793» υπογραμμίζει πως χωρίς την εξέγερση των χωρικών που ξεκίνησε νωρίς και συνεχίστηκε, διαρκώς αυξανόμενη μέχρι το 1793, η ανατροπή της βασιλικής τυραννίας δεν θα είχε ποτέ επιτευχθεί τόσο απόλυτα, ούτε θα είχε συνοδευτεί από μία τόσο μεγάλη αλλαγή πολιτική, οικονομική και κοινωνική. Στην πραγματικότητα, η Γαλλία θα μπορούσε να έχει ένα διακοσμητικό κοινοβούλιο όπως η Πρωσία το 1848. [40]  Η εξέγερση των (Γάλλων) χωρικών αξιολογείται ως η πεμπτουσία, το θεμελίωμα της Μεγάλης Επανάστασης. Πάνω σ’ αυτήν την εξέγερση αναπτύχθηκε ο αγώνας των μεσαίων τάξεων για τα πολιτικά τους δικαιώματα. Χωρίς αυτήν η Επανάσταση δεν θα είχε προχωρήσει στην Γαλλία. Αυτός ο ξεσηκωμός ουσιαστικά είναι που προσδίδει στην Γαλλική Επανάσταση τον αληθινό της χαρακτήρα και την διακρίνει ριζικά από την αγγλική Επανάσταση του 1648-1657. Στην Αγγλία οι μεσαίες τάξεις δεν επωφελήθησαν από την Επανάσταση για να προσβάλουν τα προνόμια των ευγενών πάνω στην γη.  [41] Αν δεν είχε υπάρξει αυτή η εξέγερση των χωρικών που συνεχίστηκε μέχρι την ουσιαστική κατάργηση των φεουδαρχικών δικαιωμάτων τον Ιούλιο του 1793, αν δεν είχαν υπάρξει οι αναρίθμητες εξεγέρσεις στις επαρχιακές πόλεις που εμπόδισαν να εδραιωθεί η κυβέρνηση των μεσαίων τάξεων, τότε η αντίδραση που νίκησε το 1794 μπορεί να είχε νικήσει από το 1791 ή ακόμη και απ’ το 1790. [42]  Τελικά, καίτοι η αντίδραση μπόρεσε να καταστρέψει, μέχρις ενός σημείου, το πολιτικό έργο της Επανάστασης, το οικονομικό της έργο, όμως, επέζησε. Η έγγεια ιδιοκτησία τεμαχίστηκε με συνέπεια η χρόνια πείνα τον δέκατο ένατο αιώνα στην Γαλλία να εξαφανιστεί χάρις στους μικρούς και μεσαίους Γάλλους αγρότες που επιβίωσαν εν αντιθέσει μ’ ότι συνέβη αλλού. [43]  Η Επανάσταση στην Γαλλία αποβάλλοντας το φεουδαρχικό βάρος από την γεωργία και συντελώντας στην ευρεία αναδιανομή της γης, πρόσφερε την υλική βάση για την δημιουργία μιας από τις πιο αυτάρκεις αγροτικές τάξεις στην Δυτική Ευρώπη. Στην Βρετανία, όμως, η εξέλιξη ήταν τελείως διαφορετική αφού οι κυβερνήσεις της είχαν επιδοθεί στις λυσσαλέες περιφράξεις που ουσιαστικά οδήγησαν στην καταστροφή την βρετανική αγροτιά. Οι αγρότες εξαφανίστηκαν. Έτσι η αγγλική αστική τάξη είχε στην απόλυτη διάθεσή της πρώην αγρότες εντελώς κατεστραμμένους. [44]

Κατά την διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης η φτωχή και η μεσαία αγροτιά δεν στάθηκε παθητικός παρατηρητής των κοσμοϊστορικών εξελίξεων. Η κατάληψη της φεουδαρχικής γης έγινε με πρωτοβουλία των κατοίκων εκάστης περιοχής. Η κεντρική εξουσία δεν είχε παρά ελάχιστη ή καθόλου δυνατότητα να υπαγορεύσει αποφάσεις πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. «Το έργο της συντριβής της δύναμης των γαιοκτημόνων επιτελέστηκε από τις μάζες των αγροτών, από τα τοπικά όργανα», γράφει ο πρώτος λαϊκός επίτροπος για την Γεωργία· «αυτοί ήσαν τα πραγματικά όργανα του Λαϊκού Επιτροπάτου» καταλήγει. [45] Εκείνοι οι Ρώσοι αγρότες συγκρότησαν, στην μεγάλη του πλειοψηφία, τον «Ερυθρό Στρατό των Εργατών και Αγροτών» που τσάκισε την ξένη ένοπλη επέμβαση και την ένοπλη αντεπανάσταση. Επιπλέον, αποτέλεσαν τις αντάρτικες στρατιωτικές μονάδες λ.χ. τις αντάρτικες μεραρχίες του Νέστορα Ιβάνοβιτς Μάχνο που ρήμαξαν την ένοπλη αντεπανάσταση των τσαρικών στρατηγών και της ξένης επέμβασης. [46] Εάν επανέλθουμε και στα τεκταινόμενα της «καθ’  ημάς Ανατολής» τι θα παρατηρήσουμε; Η αγροτική κοινωνία δεν αποτελούσε και εξακολουθεί να μην αποτελεί ένα στατικό και «ακίνητο» κοινωνικό σχηματισμό που φυτοζωεί σαν ένα ιστορικό μνημείο στο περιθώριο και σε πείσμα των γενικότερων κοινωνικοοικονομικών αλλαγών, αποδεχόμενο παθητικά ή αντιδρώντας ουδέτερα σ’ όσα διαδραματίζονται στο κοινωνικό και οικονομικό της περιβάλλον. [47] Οι αγρότες επέδειξαν σημαντική κινητικότητα και εξωστρέφεια μέχρι του σημείου να υποστηριχθεί ότι υιοθέτησαν «στοχαστικές προσαρμογές» στην προώθηση και διασφάλιση των συμφερόντων τους.  [48] Οι αγώνες δεν τους ήσαν άγνωστοι. Στις 5-2-1925 στην πόλη των Τρικάλων και σε ημέρα «λαϊκού παζαριού», οργανώθηκε από το Εργατικό Κέντρο και την Ένωση Παλαιών Πολεμιστών το μαζικότερο συλλαλητήριο της Θεσσαλίας. Είχαμε σύγκρουση με δυνάμεις της χωροφυλακής και του στρατού με θύματα πάνω από 25 νεκρούς και τραυματίες διαδηλωτές. Σ’ αυτό στο συλλαλητήριο συμμετείχαν μαζικά οι αγρότες. Στις 10-7-1966 αγροτικές φάλαγγες με εκατοντάδες τρακτέρ εισήλθαν στην Θεσσαλονίκη μ’ αποτέλεσμα η αυλόδουλη κυβέρνηση να καλέσει τον στρατό να αντιμετωπίσει τον «εχθρό λαό». [49] Κατά την διάρκεια της ξενικής φασιστικής Κατοχής η μαζική υποστήριξη του Ε.Α.Μ και του Κ.Κ.Ε από τον αγροτικό πληθυσμό ήταν εντυπωσιακή. Ο Ε.Λ.Α.Σ συναποτελούνταν, στην συντριπτική πλειοψηφία του, άνω του ενενήντα τοις εκατό, από αγρότες. Το ίδιο και αργότερα ο Δ.Σ.Ε. Για πρώτη – και τελευταία σε παρόμοια έκταση – φορά ο αγροτικός πληθυσμός εμφανίστηκε να διεκδικεί πολύ περισσότερα απ’ όσα του υποσχόταν η εκάστοτε εξουσία. [50]

Ⅶ)  Παρ’ όλα αυτά το Κ.Κ.Ε αντιμετώπισε τους αγρότες-μέλη του Κόμματος ως «μη καθαρές επαναστατικές ομάδες», τους θεωρούσε ως «δεύτερης ταξικής ποιότητας» γεγονός που δυσαρέστησε και απομάκρυνε πολλούς. Κάποιες εισηγητικές εκθέσεις του δεύτερου Συνεδρίου του Κ.Κ.Ε (1920) ανέφεραν ότι «…η κατατριβή εις τους αγρούς και η κατανομή των δυνάμεών μας εις την ύπαιθρον χώραν  όπου αι αγροτικαί μάζαι ζουν την αποβλακωτικήν ζωήν του αγρότου και ανθίστανται εις το πνεύμα της ομαδικής οργανώσεως, θα επιφέρουν την οπισθοδρόμησιν  εις τον αγώνα ημών». [51] Το 1927 ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ όπως ο Παντελής Πουλιόπουλος χαρακτήριζαν την αγροτιά ως αντεπαναστατική δύναμη. [52]

Το πρώτο σοβιετικό, λενινιστικό Σύνταγμα του 1918 εκτιμώντας την «περισσότερο ανεπτυγμένη ταξική συνείδηση των εργατών της πόλης» και την, κατά συνέπεια, μεγαλύτερη προσφορά τους στον αγώνα κατά της αστικής τάξης τους επέτρεπε να κατέχουν προνομιακή θέση στο επαναστατικό κράτος από άποψη δικαιώματος ψήφου: για τις πόλεις προβλεπόταν ένας αντιπρόσωπος για το Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ για κάθε 25.000 εκλογείς, ενώ για την ύπαιθρο ένας αντιπρόσωπος για κάθε 125.000 κατοίκους. Ο Λένιν μίλησε και δικαιολόγησε «την ανισότητα εργατών και αγροτών» από συνταγματική άποψη, το δε πρόγραμμα του κόμματος που εγκρίθηκε το 1919 τόνιζε συγκεκριμένα ότι «το σοβιετικό μας σύνταγμα αντανακλά τον ηγετικό ρόλο του προλεταριάτου των πόλεων στην επανάσταση δείχνοντας μια κάποια προτίμηση για το βιομηχανικό προλεταριάτο σε σύγκριση με τις πιο διάσπαρτες μικροαστικές μάζες της υπαίθρου». [53]

Σύμφωνα με την λενινιστική αντίληψη εκθειάζεται η παιδαγωγική λειτουργία του καπιταλιστικού εργοστασίου δημιουργώντας κλίμα συλλογικότητας και πειθαρχίας απαραίτητα στοιχεία για την επαναστατικότητα του προλεταριάτου. Η πειθαρχία όμως του εργοστασίου, του στρατοπέδου και του συγκεντρωτικού αστικού κράτους διακρίνεται από απουσία σκέψης και θέλησης ενός σώματος με χίλια χέρια και πόδια που εκτελεί αυτόματες κινήσεις, ενώ η σοσιαλιστική πειθαρχία πρέπει να χαρακτηρίζεται από τον αυθόρμητο συντονισμό των συνειδητών πολιτικών πράξεων μιας συλλογικότητας. Πρόκειται για εντελώς διαφοροποιημένες καταστάσεις κατά την Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η εργοστασιακή πειθαρχία και υπακοή, τις οποίες εξυμνούσε ο Λένιν, δεν ενθαρρύνουν κατά την Ρόζα Λούξεμπουργκ, [54] την επαναστατική δράση, αλλά την σακατεύουν. Πρέπει να τις καταργήσουμε λοιπόν και ΟΧΙ να τις συστήσουμε ως πρότυπο! [55] Η εξυμνηθείσα διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής δεν χρησίμευσε μόνο για να ενώσει, να πειθαρχήσει και να συγκεντρώσει το προλεταριάτο, αλλά και για να νοθεύσει τις επαναστατικές του τάσεις. Όσο περισσότερο οι εργάτες εθίζονταν στην ρουτίνα του εργοστασίου και υπέκυπταν στις απαιτήσεις των προϊσταμένων τους, τόσο έτειναν να αποδέχονται την ιεραρχία, την εξουσία και την υπακοή σαν μια αναπόφευκτη μοίρα. Και όσο περισσότερο η θέση της εργατικής τάξης στην κοινωνία γινόταν κληρονομική, η ίδια- μη γνωρίζοντας άλλο τρόπο ζωής πέρα από τη βιομηχανική ρουτίνα- τόσο λιγότερο επαναστατικές τάσεις κληροδοτούσε στους απογόνους της. [56] Η ιστορική εμπειρία δικαίωσε τις πιο πάνω θέσεις. Οι κοινωνικές τάξεις που αποτέλεσαν το σημείο αιχμής στην επανάσταση του 1848 δεν ήσαν οι εργάτες των εργοστασίων, αλλά κυρίως οι τεχνίτες και οι εργαζόμενοι σε μικρές βιοτεχνίες, εκείνα ακριβώς τα εξαθλιωμένα, προβιομηχανικά στρώματα τα οποία ο Μαρξ αντιμετώπιζε με περιφρόνηση σαν «déclassés» (ξεπεσμένους). Οι εργάτες των εργοστασίων του Βερολίνου, συγκεντρωμένοι κυρίως στην νέα ατμοκίνητη βιομηχανία, έπαιξαν αντιδραστικό ρόλο στο επαναστατικό κίνημα της περιόδου ακόμα και σε σύγκριση με τους μικροαστούς δημοκράτες. Το 1871 ήσαν εκείνοι ακριβώς, οι déclassés της Μονμάρτης, οι τεχνίτες και οι εργαζόμενοι στις μικρές βιομηχανίες (Οι «εργάτες πολυτελείας», όπως τους αποκαλούσε περιφρονητικά ο Μαρξ) που ύψωσαν κόκκινες σημαίες και πέθαναν κατά χιλιάδες στα οδοφράγματα υπερασπίζοντας την Παρισινή Κομμούνα. Και εξήντα περίπου χρόνια αργότερα δεν ήταν το εξελιγμένο, εξαιρετικά συγκεντρωτικό και πειθαρχημένο εργατικό κίνημα της Γερμανίας που θα έπαιρνε τα όπλα ενάντια στον φασισμό, αλλά οι εργάτες και οι  α γ ρ ό τ ε ς  της Ισπανίας, που αμφότεροι υπήρξαν οι μοναδικοί στην Δυτική Ευρώπη, καθώς είχαν διατηρήσει τις προβιομηχανικές αντιλήψεις και νοοτροπία. [57]

Ως απέδειξε ο E.P. Thompson στο προαναφερόμενο μείζον έργο αναφοράς για την συγκρότηση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, οι εργάτες της «φάμπρικας» όχι απλώς δεν ήσαν οι «πρωτότοκοι γιοι της βιομηχανικής επανάστασης», αλλά, αντιθέτως, θα λέγαμε ότι ήσαν οι «Βενιαμίν» της. Πολλές από τις ιδέες και τις μορφές οργάνωσής τους τις είχαν επινοήσει παλαιότερα οι εργάτες οικοτεχνίας όπως οι εριουργοί του Νόριτς. Είναι δε αμφίβολο κατά πόσον οι εργάτες της φάμπρικας «σχημάτισαν τον πυρήνα του εργατικού κινήματος». Ο πραγματικός πυρήνας από τον οποίο άντλησε ιδέες, οργανωτικότητα αλλά και  ηγεσία το εργατικό κίνημα ήσαν οι εργάτες οικοτεχνίας. Η συγκρότηση της εργατικής τάξης αποτελεί γεγονός της πολιτικής, πολιτισμικής και οικονομικής ιστορίας. Δεν επρόκειτο για αυθόρμητο γέννημα του εργοστασιακού κινήματος! [58] Εκείνοι οι εργάτες οικοτεχνίας και πριν ακόμα από την έλευση της μηχανικής ενέργειας, απεχθάνονταν τα εργοστάσια με χειροκίνητους εργαλειούς. Προεχόντως, απεχθάνονταν την πειθαρχία· την καμπάνα ή την σειρήνα της «φάμπρικας»· την αυστηρότητα του ωραρίου εργασίας που αδιαφορούσε πλήρως για την υγεία τους. Το εργοστάσιο θεωρούνταν κάτι σαν πτωχοκομείο για τα παιδιά των απόρων. Το να πηγαίνεις στο εργοστάσιο ισοδυναμούσε με υποβιβασμό της θέσης σου: ο άνθρωπος που ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι ήθελε, όσο φτωχός και αν ήταν, γινόταν έτσι υπηρέτης ή εργατικό χέρι. [59] Συνακόλουθα, το χάσμα που χώριζε έναν «υπηρέτη», έναν μισθωτό εργάτη υποταγμένο στις διαταγές και στην πειθαρχία του αφεντικού, και έναν τεχνίτη, που είχε την δυνατότητα να «πηγαινοέρχεται» κατά βούληση, ήταν τόσο μεγάλο ώστε οι άνθρωποι αισθάνονταν διατεθειμένοι να χύσουν το αίμα τους παρά να αναγκαστούν να περάσουν από την μια πλευρά στην άλλη! [60] Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, mutatis mutandis, για την διάκριση μεταξύ μισθωτή και μισθωτού της αρχαίας Αθήνας. Μισθωτός, κατά τον Πλάτωνα, είναι ο «πωλών την της ισχύος χρείαν» δηλαδή αυτός που πουλάει την χρήση της εργασιακής του δύναμης, που εκμισθώνει τον εαυτό του με έναν γενικό τρόπο προκειμένου να λάβει κάποιον μισθό. Πρόκειται για μια παθητική μορφή που εκμισθώνει την εργασιακή δύναμή του για ανειδίκευτη ή το πολύ για μερικώς ειδικευμένη εργασία, εν γένει. Ο μισθωτής αναλαμβάνει ένα συγκεκριμένο έργο, το οποίο πάντοτε (ή ουσιαστικά πάντοτε) προϋποθέτει είτε δεξιοτεχνία, είτε τουλάχιστον την κατοχή ενός κάποιου είδους τεχνικού εξοπλισμού, μιας κάποιας υποδομής. Κατά τον Αριστοτέλη το βασικό γεγονός που κάνει τον μισθωτό πρόσωπο μικρότερης αξίας, κατώτερης κοινωνικής κατάστασης σε σχέση με τον μισθωτή, δεν είναι τόσο η συγκριτική φτώχεια του (καθώς πολλοί ανεξάρτητοι τεχνίτες μπορεί να είναι και αυτοί φτωχοί), όσο η «δ ο υ λ ι κ ή» εξάρτησή του από τον εργοδότη του! [61] Παρόλο που ολόκληροι είκοσι τρείς αιώνες χωρίζουν τον εργάτη οικοτεχνίας της Βρετανίας της Βιομηχανικής Επανάστασης από τον μισθωτή της αρχαίας Αθήνας, οι ομοιότητες είναι κάτι πιο κει από εντυπωσιακές.

Ο αγρότης που εργάζεται στα χωράφια του, μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του, δεν είναι υποταγμένος στις ορατές διαταγές και στην άμεση πειθαρχία κάποιου αφεντικού. Δεν έχει καμπάνα ούτε σειρήνα να του προσδιορίζει εξουσιαστικά κάποιο συγκεκριμένο ωράριο εργασίας του, ανελαστικό, άτεγκτο, αυστηρό. Μπορεί να σταματάει την εργασία του και να την συνεχίζει κατά βούληση, χωρίς την προηγούμενη συναίνεση ή άδεια κάποιου εργοδότη. Αυτές οι επαγγελματικές ιδιαιτερότητές του μήπως τον καθιστούν άτομο μειωμένης ταξικής συνείδησης σε σχέση με τον  εργοστασιακό εργάτη; Δεν είναι απαραίτητο, ούτε, πολλώ δε μάλλον, προκαθορισμένο. Το να εξηγούμε με «μονοδρομική οπτική» την ύπαρξη ή απουσία πολιτικής, ταξικής συνείδησης διατρέχουμε τον κίνδυνο να ξεπέσουμε σε οικονομικό  αναγωγισμό. Πρέπει να ξανασκεφτούμε τις οικονομικές και εξω-οικονομικές πηγές της ταξικής συνείδησης. Η έλλειψη ταξικής συνείδησης δεν μπορεί, παντού και πάντοτε, να εξηγηθεί απλώς με την ψευδή συνείδηση ή τον υψηλότερο μισθό. [62]

Εν κατακλείδι: αν τασσόμαστε υπέρ των μεγάλων, πλήρως εκσυγχρονισμένων γεωργικών εκμεταλλεύσεων και κατά των μικρών των φτωχών και μεσαίων αγροτών, αν, μ’ άλλα λόγια, διαβάζουμε την καπιταλιστική, τεχνολογική πρόοδο του πρωτογενή τομέα σαν πρόοδο προς τον (επικείμενο) σοσιαλισμό, τότε, μήπως η κριτική του καπιταλισμού στην οποία επιδιδόμαστε ως Αριστεροί (“χειροτονημένοι” ή μη, αδιάφορο) διαβρώνεται από την επιδοκιμασία των επιτευγμάτων του; Αν «περισσότερος» καπιταλισμός ήταν και είναι προτιμότερος από «λιγότερο», μήπως έτσι ακυρώνουμε την κριτική του καπιταλισμού; Τέτοιες στάσεις και πεποιθήσεις δεν διαβρώνουν άραγε την θεωρητική και ψυχολογική ενόρμηση για ανατροπή του καπιταλισμού; Αν εξυμνούμε την φαινομενική ορθολογικότητα και αποτελεσματικότητα της καπιταλιστικά οργανωμένης παραγωγικής διαδικασίας (στα εργοστάσια ή στους αγρούς), δεν συνθηκολογούμε έτσι απέναντι στο μυστικιστικό περιεχόμενο της τεχνολογίας; Και τούτο δεν γίνεται επί ζημία των ταξικών μας στόχων; Η «μονοδρομική οπτική», η πρόσδεση στο καπίστρι της θεωρητικής μας μονολιθικότητας, δεν βοηθάει στις εύστοχες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα. Σε κάθε περίπτωση θάτανε καταστροφικό να κρατάμε σβησμένη την «δάδα της ιστορικής εμπειρίας».

Όσον αφορά δε τους αγρότες δεν τους θεωρούμε οντότητες επιδεκτικές αγιογραφικής έξαρσης· όπως ακριβώς και τους εργάτες. Υπήρχαν και υπάρχουν προοδευτικοί, επαναστάτες, συντηρητικοί και φασίστες. Η επαγγελματική ιδιότητα δεν αποτελεί, εν ουδεμιά περιπτώσει, ούτε rite de passage ούτε «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για κανένα. Η συνείδηση και η συμπεριφορά του ατόμου γενικά, του εργαζόμενου της πόλης και της υπαίθρου ειδικότερα, είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων.

Επιβεβλημένο είναι να μην το λησμονούμε αυτό ιδιαίτερα τώρα που τείνουν να μας επιβληθούν πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες κατάπνιξης κάθε ελευθερίας και δημοκρατικής εκδήλωσης στο όνομα της εδραίωσης της ελευθερίας και της δημοκρατίας!

 

Αλμωπία  23 του Φλεβάρη  2024

Πέτρος  Πέτκας

 

 

[1] Βλ. Κ. Δ. Καραβίδα, Αγροτικά, Μελέτη Συγκριτική, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, τέλος της δεκαετίας του 1970.

[2]Βλ. Δημήτρης Γ. Παναγιωτόπουλος, Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος-Όψεις του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα, Πλέθρον-Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2010, σελ. 12, 60.

[3] Βλ. ό.π. σελ. 76.

[4] Βλ. Πέτρος Πέτκας, SALUS PATRIAE SUPREMA LEX ESTO (Υπέρτατος Νόμος ας είναι η σωτηρία της Πατρίδας). Μια αναδρομή και μια..υπόμνηση! στην Παρέμβαση, τεύχος 159-160, Φθινόπωρο 2011, σελ. 76-96 και ήδη στο Πέτρος Πέτκας, Ανεπίκαιροι Στοχασμοί, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2023, σελ. 13-45 και ιδία σελ. 25-26 όπου περαιτέρω βιβιλιογραφικές παραπομπές.

[5] Βλ. Δημήτρη Γ. Παναγιωτόπουλου, ό.π. σελ. 68, 69, 70, 81, 99, 102, 103, 108.

[6] Βλ. ό.π. σελ. 115-116.

[7] Βλ. το αξιόλογο βιβλίο του Αντώνη Μωυσίδη, Η αγροτική κοινωνία στην σύγχρονη Ελλάδα, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα, 1986, σελ. 56,60.

[8] Βλ. ό.π. σελ. 57.

[9] Βλ. ό.π. σελ. 62, 63.

[10] Βλ. Δημήτρη Γ. Παναγιωτόπουλου, ό.π. σελ. 37.

[11] Βλ. ό.π. σελ. 141,142.

[12] Βλ. Δημήτρη Δεσύλλα, Πού οφείλεται ο πανευρωπαϊκός ξεσηκωμός των αγροτών, εφημερίδα  ΠΡΙΝ 10,11/2/2024, σελ. 7.

[13] Βλ. Αντώνη Μωυσίδη, ό.π. σελ. 58.

[14] Βλ.. G.E.M. de Ste. CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική κατάκτηση, σε μτφρ. Γιάννη Κρητικού, εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1998, σελ. 41,42,272 και Πέτρος Πέτκας, Οι αγρότες, οι νόμοι και ο ΣΥΡΙΖΑ, στην Νέα Προοπτική της 20-2-2016, και ήδη στο Πέτρος Πέτκας, Ανεπίκαιροι Στοχασμοί, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2023, σελ. 267-273 όπου και περαιτέρω βιβλιογραφικές παραπομπές.

[15] Βλ. Δημήτρη Γ. Παναγιωτόπουλου, ό.π. σελ. 143, όπου και παρατίθεται.

[16] Βλ. Αντώνη Μωυσίδη, ό. π. σελ. 205,280.

[17] Βλ. ό.π. σελ. 92.

[18] Βλ. G.E.M. de Ste. Croix, ό.π. σελ. 332-336.

[19] Βλ. Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, Ιώσηπος Μοισιόδαξ -Οι συντεταγμένες της βαλκανικής σκέψης τον δέκατο όγδοο αιώνα, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1985, σελ. 23 όπου περαιτέρω παραπομπή στον E.P. Thompson.

[20] Πρβλ. Γρηγόρης Βλάστος, Σωκράτης: ειρωνευτής και ηθικός φιλόσοφος, σε μτφρ. Παύλου Καλλιγά, με πρόλογο Αλέξανδρου Νεχαμά, πέμπτη έκδοση, βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2008, σελ. 33.

[21] Πρβλ. E.P. Thompson, Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, σε μτφρ. Γιάννη Παπαδημητρίου, Πολιτιστικό ΄Ιδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα, 2018, σελ. 544, 547.

[22] Βλ. ό.π. σελ. 539.

[23] Βλ. ό.π. σελ. 543, 544.

[24] Βλ. ό.π. σελ. 547, 548.

[25] Βλ. ό.π. σελ. 591, 592, 812.

[26] Βλ. ό.π. σελ. 584, 546.

[27] Βλ. G.E.M. de Ste. Croix, ό.π. σελ. 31

[28] Βλ. ό.π., όπου και παρατίθεται επιδοκιμαστικώς.

[29] Βλ. ό.π. σελ. 34-35.

[30] Βλ. ό.π. σελ. 32, 34, 35, 36, 284.

[31] Βλ. ό.π. σελ. 165.

[32] Βλ. ό.π.σελ. 285.

[33] Βλ. ό.π σελ. 403.

[34] Βλ. ό.π.σελ. 403 σε συνδ. 285.

[35] Βλ. το πολύτιμο και αποκαλυπτικό Βικτόρ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, σε μτφρ. της Ρεβέκκας Πέσσαχ, Scripta, Αθήνα, 2008, σελ. 357 και 645.

[36] Βλ. G.E.M. de Ste Croix, ό.π. σελ. 37, 38 και ιδία 39.

[37] Βλ. G.E.M. de Ste Croix, Τα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου, σε μτφρ. Ελένης Αστερίου, Οδυσσέας, Αθήνα, 2005, σελ, 83, 84 και 88.

[38] Bλ. Βηρ Γκόρντον Τσάιλντ, Ο άνθρωπος πλάθει τον εαυτό του, σε μτφρ. Λουκά Θεοδωρακόπουλου -στο εξώφυλλο ως μεταφραστής φέρεται ο Γιάννης Κρητικός, Κέδρος, Αθήνα, 2008, σελ. 113-114.

[39] Βλ. E.X. Kαρρ, Ιστορία της σοβιετικής ένωσης, 1917-1923, τόμος 2, σε μτφρ. Παύλου Γκαργκάνα, Φοίβου Αρβανίτη, εκδόσεις Υποδομή, Αθήνα, 1978, σελ. 481 επ . όπου Παράρτημα Γ’ με τίτλο «Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και οι Αγρότες».

[40] Βλ. Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς Κροπότκιν,  Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση 1789-1793, σε μτφρ. Γιάννη Καστανάρα, εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα, 2015, σελ. 96.

[41] Βλ. ό.π. σελ.150, 151.

[42] Βλ. ό.π. σελ. 220.

[43] Βλ. ό.π. σελ. 509, 514, 515.

[44] Βλ. Murray Bookchin, Η Τρίτη Επανάσταση, λαϊκά κινήματα στην επαναστατική εποχή, τόμος δεύτερος, σε μτφρ. Δανάης Γαβριηλίδου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ. 19, 20.

[45] Βλ. E. X. Kαρρ, ό.π. σελ. 60 με περαιτέρω παραπομπές σε ρωσικές πρωτογενείς πηγές.

[46] Βλ. Πέτρου Αρσίνωφ, Ιστορία του μαχνοβίτικου κινήματος 1918-1921, σε μτφρ. Σοφίας Σαμπάνη, Ελεύθερος τύπος, Αθήνα, χ.χ.ε, Αλεξάντερ Μπέρκμαν, Ο μπολσεβίκικος μύθος, σε μτφρ. Γιάννη Δ. Ιωαννίδη, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2016, Βολίν, Η άγνωστη επανάσταση 1917-1921, τόμος Γ’, σε μτφρ. Φώτη Τερζάκη, Γιώργου Σ. Τερζάκη, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2017.

[47] Βλ. Αντώνη Μωυσίδη, ό.π. σελ. 277.

[48] Βλ. Δημήτρη Γ. Παναγιωτόπουλου, ό.π. σελ. 18.

[49] Βλ. ό.π. σελ. 150, 151.

[50] Βλ. ό.π. σελ. 141.

[51] Βλ. Δημήτρη Γ. Παναγιωτόπουλου, ό.π. σελ. 143, 155 όπου και παρατίθενται.

[52] Βλ. ό.π. σελ. 156.

[53] Βλ. E.X. Kαρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, 1917-1923, τόμος πρώτος, σε μτφρ. Ανδρέα Παππά, εκδόσεις Υποδομή, Αθήνα, 1977, σελ. 195-196.

[54] Βλ. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία, Κοροντζής, σελ. 43-44.

[55] Βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, Διαλεκτική της ήττας-Περιγράμματα του Δυτικού μαρξισμού, σε μτφρ. Βασίλη Τομανά, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 77-78 όπου περαιτέρω παραπομπές σε έργα του Λένιν και της Λούξεμπουργκ και Πέτρος Πέτκας, «Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός»: έννοια ασφυκτικής πληρότητας και αναλλοίωτης ταυτότητας!, στο Πανοπτικόν, τεύχος 23, Απρίλης 2018, σελ. 91-107 και ήδη στο Πέτρος Πέτκας, Ανεπίκαιροι Στοχασμοί, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2023, σελ. 354-367 και ιδία σελ. 356 και 360.

[56] Βλ. Μάρεϋ Μπούκτσιν, Οι Ισπανοί αναρχικοί, τα ηρωϊκά χρόνια, 1868-1936, σε μτφρ. Γιάννη Καστανάρα, Ροζίνας Μπέρκνερ, Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα, 2011, σελ. 135.

[57] Βλ. ό.π. σελ. 135. Επίσης στο Πέτρος Πέτκας, «Δικτατορία του Προλεταριάτου» και «Εργατικά Συμβούλια»: Ασύμβατες έννοιες!, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2014, σελ. 40-41.

[58] Βλ. E.P. Thompson, ό.π. σελ. 201, 202.

[59] Βλ. ό.π. σελ. 310, 311.

[60] Βλ. ό.π. σελ. 543.

[61] Βλ. G.E.M. de Ste Croix, Ο ταξικός αγώνας κ.λ.π, σελ. 241, 242, 243, 247, 248, 249. Βλ. επίσης Fritz Gschnitzer ,  Iστορία της Αρχαίας Ελληνικής Κοινωνίας, σε μτφρ. Άγγελου Χανιώτη, ΜΙΕΤ, α’ ανατύπωση, Αθήνα, 2016, σελ. 89 εν αντιπαραβολή με την σελ. 308.

[62] Βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, ό.π. σελ. 129, 131.

[63] Βλ. επ’ αυτού, Πέτρος Πέτκας, «Τα παιδιά του λαού» στην Νέα Προοπτική της 12-9-2015 και ήδη στο Πέτρος Πέτκας, Ανεπίκαιροι Στοχασμοί, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2023, σελ. 219-223.