συνέντευξη στους Κωνσταντινο Πουλή και Θάνο Καμήλαλη

Η δίκη για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου είναι προγραμματισμένη να ξεκινήσει ουσιαστικά στις 20 Οκτωβρίου. Κατηγορούμενα είναι 6 άτομα, για θανατηφόρα σωματική βλάβη, με την πλευρά του θύματος να ζητάει την πολύ βαρύτερη κατηγορία της ανθρωποκτονίας από δόλο.

Παράλληλα όμως με τους βασικούς κατηγορούμενους, σε μία υπόθεση στην οποία η Δικαιοσύνη αναζητείται επί τρία χρόνια, εξελίσσεται με πολύ βραδείς ρυθμούς, όπως καταγγέλλεται, η διαδικασία για την παραπομπή ή όχι ακόμα 5 ατόμων, 4 αστυνομικών και του διασώστη του ΕΚΑΒ που βρέθηκε στο σημείο, για την κατηγορία της συνέργειας σε θανατηφόρο σωματική βλάβη. Μία διαδικασία που μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην εξέλιξη της δίκης, καθώς είναι πιθανό τα συγκεκριμένα άτομα να κληθούν να καταθέσουν χωρίς να είναι σαφές αν πρόκειται για μάρτυρες η κατηγορούμενους.

«Τρία χρόνια μετά το θάνατο του Ζακ, μετά την άγρια αυτή ανθρωποκτονία στο κέντρο της Αθήνας και είχαμε και μία παράλληλη εξέλιξη, η οποία εξελίχθηκε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η δικαιοσύνη αρχικά μεταχειρίστηκε την υπόθεση αυτή. Βλέπουμε δηλαδή μερικά χαρακτηριστικά τα οποία είναι σταθερά. Άρνηση ενασχόλησης… ουσιαστικής ενασχόλησης με την υπόθεση» σχολίασε αρχικά η Άννυ Παπαρρούσου, εκ των δικηγόρων της οικογένειας Κωστόπουλου και στη συνέχεια αναφέρθηκε στο ιστορικό της υπόθεσης.

«Είχαμε καταθέσει μία μήνυση κατά των υπολοίπων αστυνομικών, οι οποίοι παρίσταντο στο σημείο και συνήργησαν και αυτοί στην ανθρωποκτονία, και του ΕΚΑΒίτη, ο οποίος δεν έδωσε τη συνδρομή που έπρεπε στο Ζακ, την ώρα που πέθαινε. Δηλαδή δεν έκανε τα στοιχειώδη που απαιτούσε και το δικό του το πρωτόκολλο. Δεν έκανε ανάνηψη. Και επίσης τον παρέδωσε με τα χέρια δεμένα πίσω με δεματικά από τους αστυνομικούς. Τον παρέδωσε έτσι στο ασθενοφόρο, έτσι, ώστε ούτε μέσα στο ασθενοφόρο ήτανε δυνατόν να του γίνει ανάνηψη. Λοιπόν, δεν τήρησε αυτές τις βασικές του υποχρεώσεις. Αυτά προκύπτουν και από το δικό του πειθαρχικό. Το οποίο έχει γίνει και έχει βγει πόρισμα. Το πόρισμα τον μέμφεται.

Κάναμε λοιπόν αυτή τη μήνυση. Η μήνυση απορρίπτεται με ένα ανύπαρκτο σε νομικό επίπεδο σκεπτικό. Κάνουμε προσφυγή κατά της απορριπτικής αυτής διάταξης και η Εισαγγελέας Εφετών αποκαθιστά την κατάσταση αυτή, η οποία ήταν στρεβλή εντελώς σε νομικό επίπεδο αλλά και σε πραγματικό, τέλος πάντων, εκδίδοντας μία διάταξη η οποία δέχεται την προσφυγή μας και διατάσσει περαιτέρω διερεύνηση σε ποινικό επίπεδο των ευθυνών των αστυνομικών και του ΕΚΑΒίτη και ζητά περαιτέρω αποδείξεις»

Όπως καταγγέλλει η δικηγόρος, η επανεξέταση της υπόθεσης ανατέθηκε, «αντικανονικά και ανήθικα», στον ίδιο ανακριτή. «Δηλαδή έγινε ένας κύκλος. Στον ίδιο ανακριτή ο οποίος έχει ήδη κρίνει σε νομικό και πραγματικό επίπεδο, ότι θέλει να παραπέμψει μόνο αυτούς που παρέπεμψε. Τέσσερις αστυνομικούς και τους δύο πολίτες. Τον κοσμηματοπώλη και τον μεσίτη. Για τους άλλους εξ αρχής είχε κρίνει ότι δεν πρέπει να τους παραπέμψει. Στον ίδιο λοιπόν ανακριτή πάει η υπόθεση αυτή, ενώ έχει ήδη τοποθετηθεί επί του θέματος με την κρίση του, ενώ έπρεπε να πάει σε έναν άλλον ανακριτή».

Ενώ παραλληλα, «δεν καλείται η οικογένεια σ’ αυτήν την διαδικασία σε κανένα επίπεδο. Γιατί αν είχαμε κληθεί θα κάναμε μία αίτηση εξαίρεσης κατά του δικαστικού αυτού προσώπου, το οποίο έχει κρίνει για την υπόθεση. Δεν μας δίνουν λοιπόν αυτήν την δυνατότητα. Αυτή η ανάκριση ήταν κρυφή. Έγινε ερήμην μας».

Κρυφό επίσης, τρία χρόνια μετά, παραμένει το πόρισμα της ΕΛ.ΑΣ, παρά τις διαρροές που είχαν δει το φως της δημοσιότητας κατά καιρούς. «Δεν ξέρω πραγματικά τι γίνεται μ’ αυτή την υπόθεση. Είναι προφανές ότι αν υπήρχε πόρισμα με κάποιον τρόπο θα το είχαμε πληροφορηθεί και εμείς» σχολίασε σχετικά

Συνέχισε εξηγώντας πως «αυτή η διαδικασία έγινε μυστικά, έγινε κρυφά, χωρίς ποτέ να κληθούμε. Την πληροφορηθήκαμε εκ των υστέρων και η υπόθεση αυτή την στιγμή βρίσκεται στο συμβούλιο Πλημμελειοδικών το οποίο τελικά θα αποφασίσει για το τι θα γίνει».

Ενώ αναφέρθηκε επίσης στις διαχρονικές καθυστερήσεις γύρω από τη διερεύνηση της υπόθεσης. «Ένα άλλο ζήτημα το οποίο προκύπτει και είναι πάρα πολύ σημαντικό είναι ο χρόνος μέσα στον οποίο εξελίσσονται αυτές οι διαδικασίες. Θέλω να σας πω ότι είχαμε την διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών. Είχε εκδοθεί ήδη από τον Ιούλιο του 2020. Δείτε τι χρόνος έχει διαδράμει. Θα μπορούσαν όλες αυτές οι διαδικασίες να έχουν γίνει, να έχουν περαιωθεί και να φτάνουμε στην δίκη χωρίς κανένα ζήτημα»

Απαντώντας σε ερώτηση για το πώς αυτή η υπόθεση επηρεάζει τη δίκη, η κ.Παπαρρούσου σχολίασε πως «μπορεί να την επηρεάσει αλλά μπορεί και να μην την επηρεάσει, αλλά εν πάση περιπτώσει ότι ακόμα και σε αυτό το παράπλευρο επίπεδο, ο χρόνος δεν είναι εύλογος, δεν είναι ο συνήθης. Μας κάνει να διαπιστώνουμε συνέχεια και συνέχεια ότι έχουμε να κάνουμε με μία άρνηση της δικαιοσύνης να επιλύσει το ζήτημα αυτό». Ενώ εξήγησε στη συνέχεια το ζήτημα λέγοντας πως «Αυτοί καλούνται ως μάρτυρες στην δίκη. Δεν είναι κατηγορούμενοι. Θα γίνουν κατηγορούμενοι; Υπό ποία ιδιότητα θα παρίστανται στην δίκη αυτή; Και αν γίνουν κατηγορούμενοι θα πρέπει να συνενωθούν σχετικές δικογραφίες, να εισαχθούν και αυτοί στην δίκη.»

Η υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου έχει σημαδευτεί εξαρχής από μία επίμονη άρνηση των αρχών να διερευνήσουν ενδελεχώς το τι έχει συμβεί, με τις διαδικασίες να φαίνεται ότι προχωρούν μόνο υπό το βάρος των αντιδράσεων και τη δημοσιοποίηση εγγράφων και βίντεο. «Παλεύουμε με το ίδιο φαινόμενο από την αρχή, το οποίο παίρνει διαφορετικές μορφές σε κάθε στάδιο. Είναι το ίδιο φαινόμενο. Η άρνηση του κράτους στην πραγματικότητα, έτσι όπως αυτό εκφράζεται και από τις αστυνομικές αρχές και από τις δικαστικές να λύσει αυτό το θέμα» σχολίασε σχετικά η δικηγόρος, που έχει μάλιστα την εμπειρία να έχει βρεθεί πολλές στην απέναντι πλευρά, υπερασπιζόμενη κατηγορούμενους, συλληφθέντες διαδηλώσεων ή χαρακτηριζόμενους αβάσιμα ως «τρομοκράτες».

«Αυτοί οι κατηγορούμενοι, οι κατηγορούμενοι στην δίκη του Ζακ και όσοι μέλλουν να γίνουν ή να μη γίνουν κατηγορούμενοι είναι οι πιο ευνοημένοι κατηγορούμενοι που έχω δει ποτέ. Στις περιπτώσεις που έχω χειριστεί εγώ και φυσικά και στον Τάσο Θεοφίλου εννοείται, η αντιμετώπιση ήταν εντελώς διαφορετική. Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις. Δεν υπάρχει καμία σύγκριση» τόνισε και συνέχεια. «Εδώ κάνουμε λόγο για ένα φαινόμενο το οποίο τείνει στην συγκάλυψη. Τείνει στην προστασία των κατηγορουμένων. Ε, αυτά δεν είναι μέσα στους σκοπούς της δικαιοσύνης, έτσι; Εδώ μιλάμε δηλαδή, έχουμε την αίσθηση η οποία επικυρώνεται από την πραγματικότητα ότι βρισκόμαστε σε μία άρνηση της δικαιοσύνης να ασχοληθεί με την υπόθεση να τιμωρήσει τους ενόχους. Δεν θέλει να τους ενοχλήσει στην πραγματικότητα. Δεν θέλει να ταράξει αυτό το status»