της Μίκας Αγραφιώτου

Το 2018, πριν ακόμα κρυώσει το διαλυμένο από το ξύλο σώμα του Ζακ, έγινε γκάλοπ σε μεσημεριανές εκπομπές. Γκάλοπ που ρωτούσαν αν ορθά έπραξε ο ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου και λίντσαρε τον Ζακ – το αστυνομικό δελτίο και οι δημοσιογράφοι φρόντισαν να «φυτέψουν», μάλιστα, στα χέρια του Ζακ και αυτό το περιβόητο μαχαίρι που δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά. Και αφού πρώτα του αφαίρεσαν τη ζωή, μετά του αφαιρέθηκε και η ανθρώπινη ιδιότητα. Έτσι, έγινε μόνο μια σειρά από επίθετα, όπου το κατάφορο ψέμα παλεύει με την πραγματικότητα ώστε να συγκροτηθεί και να ενισχυθεί μια εντελώς καινούρια ταυτότητα για τον Ζακ. Μια ταυτότητα που έφερε στην επιφάνεια τα πιο σάπια, ρατσιστικά και ομοφοβικά αισθήματα του πιο ακραίου συντηρητισμού των υποτιθέμενων «νοικοκυραίων».

Ο Ζακ έγινε «ο ληστής, ο μαχαιροβγάλτης, ο τοξικομανής, το πρεζάκι, ο αλκοολικός, ο οροθετικός, ο ομοφυλόφιλος, ο τραβεστί». Σύσσωμος ο συστημικός εθνικός κορμός, μέσω της πάγιας τακτικής της ηθικής αποδυνάμωσης του θύματος, επιδίδεται στο αγαπημένο του χόμπι, που δεν είναι άλλο από την ιεράρχηση ανθρώπινων ζωών. Οι ζωές των νοικοκυραίων οικογενειαρχών οφείλουν να τοποθετηθούν πάνω από τη ζωή ενός τοξικομανή, gay, οροθετικού, κλεφτρονιού. Δεν έχει καμία σημασία για τα «καθωσπρέπει» τμήματα της κοινωνίας, εάν τα μισά από όσα λέγονται για τον Ζακ είναι ψέματα. Δεν τους ενδιαφέρει αν οι τοξικολογικές εξετάσεις του Ζακ βγήκαν καθαρές, την ίδια στιγμή που εμείς οι υπόλοιποι έχουμε εκφράσει την απορία γιατί να χρειάζονται εξαρχής οι τοξικολογικές εξετάσεις.

Τι διαφορά έχει τι είναι και δεν είναι το οποιοδήποτε θύμα ενός δολοφονικού λιντσαρίσματος; Αν ήταν εξαρτημένος από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ, αν ήταν μετανάστης, ομοφυλόφιλος, τρανς, ακόμα και αν ήταν όντως ληστής; Από τη στιγμή που βρέθηκε εγκλωβισμένος σε ένα μαγαζί, από τη στιγμή που είχε πάψει να αποτελεί κίνδυνο και βρισκόταν πλέον σε άμυνα, ένας απέναντι σε πολλούς, ένας απέναντι σε δυνάμεις της αστυνομίας; Από πότε η ίδια η αστυνομία έχει το εφαλτήριο συνείδησης και πρακτικής να λιντσάρει στο ξύλο και όχι να συλλαμβάνει; Ειδικά όταν το θύμα βρίσκεται αναίσθητο στο έδαφος, πλήρως ακινητοποιημένο, χωρίς να αποτελεί καμία απειλή για κανέναν;

Πόσο μάλλον, όταν το κατηγορητήριο για τον Ζακ άρχισε να ξηλώνεται σχεδόν από την πρώτη στιγμή που βγήκαν τα βίντεο-ντοκουμέντα στη δημοσιότητα και διαψεύσθηκε, στη συνέχεια, ολοκληρωτικά από το ιατροδικαστικό πόρισμα. Οτιδήποτε αντίθετο από αυτά, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συστηματική προσπάθεια του κρατικού μηχανισμού να αποσιωπήσει τον φόνο ενός ατόμου που δεν ανήκει στην «κάστα» του, οπότε η ζωή του δεν μπορεί επ’ουδενί να έχει την ίδια αξία με των υπολοίπων.

Η δολοφονία χαρακτήρα του Ζακ, έτσι όπως συνεχίζεται και μέσα στις αίθουσες του δικαστηρίου από την δικηγορική υπεράσπιση των κατηγορουμένων, στοχεύει μόνο στην επίκληση ενός αισθήματος κοινωνικού αυτοματισμού αγανάκτησης που διαχωρίζει αυθαίρετα τους ανθρώπους σε «περιθωριακούς» και σε «νοικοκυραίους», σε ζωές ανάξιες ή άξιες να βιωθούν, σε ζωές ανώτερες και κατώτερες. Ένας απαράδεκτος κοινωνικός δαρβινισμός που φαίνεται να βρίσκει ευήκοα αυτιά σε μερίδα της κοινωνίας που διεκδικεί «αυστηρότερους νόμους» ή ακόμα και θανατική ποινή για τους δράστες εγκλημάτων, ανεξαρτήτως των εγκλημάτων που έχουν διαπραχθεί, ανεξαρτήτως αν είναι οι πραγματικοί δράστες. Κατά συνέπεια, διεκδικεί ένα επίπλαστο δικαίωμα στην αυτοπροστασία μέσω της γενικής νομιμοποίησης της οπλοκατοχής και της οπλοχρησίας.

Αυτή συνειδησιακή και πρακτική νομιμοποίηση της βίας απέναντι στον οποιονδήποτε Άλλο, φαίνεται να αγγίζει και επίσημα ένα μεγάλο τμήμα του δεξιού και ακροδεξιού ακροατηρίου, αφού οι παραπάνω κουβέντες έχουν ειπωθεί από εκπροσώπους της ΝΔ και της Ελληνικής Λύσης ακόμα και μέσα στη Βουλή. Βέβαια, τα γεγονότα δείχνουν ότι ποτέ αυτός ο υπερβολικός ζήλος για επιτήρηση και τιμωρία, ακόμα και για αυτοδικία, δεν στρέφεται εναντίον των «δικών τους» ατόμων. Πέραν της μόνιμης κάλυψης των φασιστών της Χρυσής Αυγής ακόμα και μετά την καταδίκη της ως εγκληματική οργάνωση, καθώς και την αποφυλάκιση στελεχών της με γελοίες δικαιολογίες, οι ίδιοι άνθρωποι αμφισβήτησαν με πάθος το ελληνικό #metoo, χλευάζοντας κατά κόρον τα θύματα και συγκαλύπτοντας συστηματικά τα ηχηρά ονόματα βιαστών και κακοποιητών που βγήκαν στην επιφάνεια. Οι ίδιοι άνθρωποι εξαπολύουν μόνιμα αδιανόητες αισχρότητες εναντίον των αλλοδαπών, χωρίς να κουνιέται φύλλο, χωρίς καμία απολύτως παρέμβαση από πουθενά. Εν τέλει, το μόνο δικαίωμα που υπερασπίζονται οι συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, είναι το δικαίωμα σε ένα άσβεστο μίσος σε οποιαδήποτε διαφορετικότητα.

Έτσι, λαμβάνει χώρα μια σταθερή προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, όταν τα ερωτήματα για τη δολοφονία του Ζακ δεν επικεντρώνονται στα γεγονότα τα ίδια, αλλά σε γενικευμένες ηθικολογικές ερωτήσεις προσωπικού επιπέδου. Το πως θα έπραττε ο καθένας μας προσωπικά εάν δεχόταν μια επίθεση για ληστεία ή οτιδήποτε άλλο, δεν έχει απολύτως καμία σημασία για την περίπτωση του Ζακ Κωστόπουλου. Οι οικογένειες των δολοφόνων του Ζακ δεν θα έπρεπε να επικαλούνται για κανένα λόγο, πόσο μάλλον ως βασικό χαρτί υπεράσπισης των θυτών. Οι αδιανόητες πρακτικές της αστυνομίας, το απρόκλητο λιντσάρισμα, τα ψευδή δελτία τύπου, οι ελάχιστες προσπάθειες διαλεύκανσης της υπόθεσης και η εξαφάνιση και απόκρυψη στοιχείων στον τόπο του εγκλήματος, αυτά θα έπρεπε να αποτελούν σημεία συζήτησης της «κοινής γνώμης». Οποιαδήποτε διαφορετική οπτική, απλά συγκαλύπτει αυτό το στυγερό έγκλημα και ψάχνει να βρει ηθικούς συνενόχους.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να σταθώ στην σπαρακτική απορία που εξέφρασε η μητέρα του Ζακ Κωστόπουλου μέσα στο δικαστήριο: «Γιατί τόσο μίσος για το παιδί μου;» . Πώς θα μπορούσαμε να απαντήσουμε σε αυτή την συγκλονιστική ερώτηση, για έναν άνθρωπο που δεν αρκούν όλες οι καταδίκες και οι συγγνώμες του κόσμου ώστε να ανακαλέσουν έστω και λίγο το κακό που του έγινε, τόσο εν ζωή όσο και στον θάνατο;

Ίσως αυτό το μίσος στο πρόσωπο του Ζακ να προέρχεται από το γεγονός ότι ο ίδιος έζησε ολόκληρη τη ζωή του μη απολογητικά, με θάρρος για αυτό που ήταν και για τις επιλογές του, χωρίς να κρύβεται και χωρίς να λουφάζει μπροστά στον υποκριτικό καθωσπρεπισμό του αναμοχλευμένου αστικού απόπατου. Γιατί όλα τα υπόλοιπα -αληθινά και ψεύτικα- επίθετα που αποδόθηκαν στο πρόσωπο το Ζακ, αποτελούν απλά κοινότυπες δικαιολογίες που προσπαθούν να αποκρύψουν αυτή την απέχθεια που νιώθουν αρκετοί άνθρωποι προς τον διαφορετικό, τον οποιονδήποτε «Άλλο» και τον «ξένο», εκείνον που δεν λογαριάζει τις μικρόψυχες και μίζερες απόψεις τους. Εκείνον που επιλέγει να ζήσει τη ζωή του ελεύθερα, χωρίς τον μόνιμο φόβο της έκθεσης, και το ίδιο επιδιώκει για τους υπόλοιπους συνανθρώπους του.

Ο Ζακ είχε επιλέξει να μην μείνει σιωπηλός απέναντι στην αδικία, να μην είναι κλεισμένος στη ντουλάπα της κοινωνικής απομόνωσης, αλλά να παλεύει για όλους και για όλα. Υπήρξε πάντα παρών και πάντα μάχιμος, και το ίδιο έχει καταφέρει να κάνει και μετά τον θάνατό του, ενώνοντας όλες αυτές τις διαφορετικές και πολύχρωμες φωνές μας. Γι’ αυτόν τον λόγο εκείνοι μισούν τον Ζακ, και εμείς τον αγαπάμε. Για αυτό και θα παλέψουμε ολόψυχα μέχρι ο Ζακ να δικαιωθεί.