Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Όμως, ένα μικρό παιδί που σέρνει το βήμα του ανάμεσα στα εκκλησάκια των ατυχημάτων στο εθνικό οδικό μας δίκτυο, είναι κάτι περισσότερο από μια «στημένη» -καθώς δείχνουν όλα- φωτογραφία, που προορίζεται να καταναλωθεί και αυτή, μαζί με χιλιάδες άλλες, μπας και χορτάσει κάπως το έλλειμμα των ακόρεστων λιπαρών στη ψυχοδομή των νεοελλήνων. Είναι στην πραγματικότητα ένα «στημένο», ένα σικέ, ένα «εικονικό» πρόβλημα και γι’ αυτό διεκπεραιώνεται ως τέτοιο από την κυρίαρχη βιομηχανία του θεάματος. Γιατί το μεταναστευτικό πρόβλημα, το ζήτημα των προσφυγικών «ροών» ή όποιο άλλον τίτλο αν δώσει κανείς, είναι ένα ολόγραμμα που προβάλλεται στον τοίχο της «συνείδησης» του δυτικού κόσμου, για να αποκρύψει την απανθρωπιά του.

Και εξηγούμαι:    
                                            
Την ίδια χρονιά που στην Ελλάδα η εξέγερση της 3ης Σεπτέμβρη οδηγούσε στο Σύνταγμα του 1844, περιορίζοντας την ελέω Θεού βασιλεία του Όθωνα-Φρειδερίκου-Λουδοβίκου σε συνταγματική μοναρχία, ένα 26χρονος, ο Κάρολος από το Τρίερ της Πρωσίας, γράφει τα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα»  και εισάγει ως βασική έννοια την αλλοτρίωση. Η αλλοτρίωση, ορίζει, έχει να κάνει με την «απώλεια της ανθρώπινης ουσίας, δηλαδή της ενσυνείδητης ζωτικής δραστηριότητας που διαφοροποιεί το ανθρώπινο είδος από όλα τα άλλα. Όταν υπάρχει αλλοτρίωση, το ανθρώπινο ον καταλήγει να υποταχτεί στα προϊόντα του: στο χρήμα, στην αγορά και στο κράτος.».

Θα χρειαστεί όμως να περάσει περίπου ένας αιώνας και να μεσολαβήσουν δύο  παγκόσμιοι πόλεμοι, για να γράψει ο Αλμπέρ Καμύ, στα 1942, τον «Ξένο» και να βιώσουμε στο «είναι» μας την εσωτερική μας ξενιτειά. Την αποξένωση μας από το ίδιο το πρόσωπο μας  και τη χαζοχαρούμενη υιοθέτηση ενός εύπλαστου προσωπείου, απόλυτα εξαρτημένου από την υλική πραγματικότητα.   Μάλλον είχε δίκιο ο νεαρός Κάρολος, αλλά έχουμε πια, μάλλον οι πιο πολλοί, βάσιμες αμφιβολίες για το αν η θεραπεία που πρότεινε, όταν ενηλικιώθηκε, ήταν κάτι περισσότερο από μια αυξημένη δόση από το μικρόβιο της ίδιας της ασθένειας που κατήγγειλε ως πιτσιρικάς. Το αντίσωμα δεν «έπιασε», Κάρολε. Δεν «δουλεύει» μάνα μου η συνταγή.

Αυτό που συμβαίνει στην «πραγματική» πραγματικότητα είναι ότι «είμαστε πια όλοι μετανάστες». Είμαστε ξένοι, αλλότριοι, πρόσφυγες, της όποιας αίσθησης κοινότητας με τον  απέναντι Άλλο και ως εκ τούτου απόκληροι και ξεριζωμένοι από την όποια αίσθηση σχέσης με τον αληθινό μας εαυτό. 

Δεν έχεις παρά να δεις, δίχως ωραιοποιήσεις, ακόμη και τις στενές διαπροσωπικές μας σχέσεις, που όλο και πιο πολύ, όλο και πιο συχνά, μοιάζει να μην προσφέρουν πια καμία σιγουριά, καμία εξασφάλιση, καμία μονιμότητα. Ακόμη και το να ερωτευτεί κανείς φαίνεται όλο και πιο επικίνδυνο. Είναι ρόλος κασκαντέρ σε μια ταινία που ο πρωταγωνιστής θέλει απλά να τη «βγάλει καθαρή» πάση θυσία. Οι προσωπικές μας σχέσεις μοιάζουν όλο και πιο high risk. Ίσως και γι’ αυτό, επειδή νιώθουμε ότι έχουμε πάρει όλα τα ρίσκα του κόσμου, όλοι μας καταθέτουμε στη σχέση μας τις πιο εξωφρενικές μας απαιτήσεις και είμαστε ικανοί να βιώνουμε τα πιο ακραία συναισθήματα οργής και μίσους, όταν ο Άλλος δεν καλύπτει τις απαιτήσεις μας αυτές.

Κάπως έτσι, δεν είναι να απορεί κανείς που ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι λαχταρούν τη συναισθηματική απόσταση, την απόσυρση, ποθούν διακαώς να βγουν επιτέλους από τη συναισθηματική πρίζα, κάποιος να μας κόψει το καλώδιο να ησυχάσουμε. Κάποιος να πείσει τον Κιμ να πατήσει το κουμπί.

Κάπως έτσι, δεν ξέρω αν είναι κατάντια να απολαμβάνει κανείς το σεξ μόνο με κάποιον που δεν τον νοιάζει καθόλου, μόνο με κάποιον που μπορεί να υπάρχει έλεγχος της συναισθηματικής έντασης, επειδή τότε μόνον μπορεί να αφεθεί. Ακόμη και στο σεξ, καταναλώνουμε χαλκευμένες εικόνες πορνό, που παριστάνουν την υγεία, την καύλα και την επανάσταση. Συσκευασία τρία σε ένα!        

Ανεπίγνωστα μάλλον, αναπτύσσουμε όλοι μας στρατηγικές για τον έλεγχο και την από-φυγή του συναισθήματος. Μερικοί, προτιμούν τη φυγή των «ουσιών», διαλύοντας την οργή και τα «θέλω» τους μέσα σε μια ψευδαίσθηση έντονης εμπειρίας, αλλά χωρίς συναίσθημα. Άλλοι πάλι, κρύβονται στα καταφύγια των ιδεολογιών, κουκουλωμένοι ως το κεφάλι απ’ τις κουβέρτες της σωτηρίας του Κόσμου.  Και άλλοι, διεκπεραιώνουν, σαν καλοί μανατζαρέοι, την εσωτερική τους ξενιτειά, «σώζοντας» τον ορατό ξένο που βρέθηκε στον εθνικό δρόμο τους. Απαράλλαχτα σχεδόν όπως άλλοι τον καταγγέλλουν, για να εξορκίσουν τον δικό τους αβάσταχτο ξενιτεμό. Να αποδείξουν ότι αυτοί δεν είναι. Όπως οι χειρότεροι τον ορίζουν ως «λαθραίο», μπας και πεισθούν οι ίδιοι ότι εκείνοι είναι αληθινοί. Να μας δείξουν ότι δεν είναι ξένοι.

Κι’ όμως, όλοι το ξέρουν ότι είναι. Όλοι το ξέρουμε ότι είμαστε. Ξένοι στον τόπο μας, ξένοι στη γειτονιά, ξένοι στην πολυκατοικία, ξένοι στην οικογένεια, ξένοι με την γκόμενα ή τον γκόμενο. Ξένοι μέσα μας. Γι’ αυτό και η όποια ερώτηση περί του μεταναστευτικού μοιάζει αστεία. Ποιος ξένος ρε, ποιος μετανάστης, ποιος πρόσφυγας; Ξένος είσαι και φαίνεσαι!

Κι αν δεν το λύσεις, που δεν θα το λύσεις, θα έρχεται ο «ξένος», που εσύ με τον «ορθολογισμό» σου προκάλεσες, να σου τρίβει στο καλλωπισμένο δυτικό μουτράκι σου, ότι ο πραγματικός αυτοεξόριστος είσαι εσύ και τα παιδιά σου. Αυτοεξόριστος από τον παράδεισο του συναισθήματος, καταδικασμένος στην κόλαση της εργαλειακής λογικής σου που ηττάται πλέον πανηγυρικά.

Κι’ όπως γράφει ήδη από το 1985 ο Guy Debord, «στα πλαίσια του θεάματος, μια ταξική κοινωνία επιχείρησε συστηματικά να εξαφανίσει την ιστορία. Σήμερα, υποκρίνεται πως λυπάται για το αποτέλεσμα της παρουσίας τόσων μεταναστών, επειδή η Γαλλία “χάνεται”! Είναι για γέλια. Η Γαλλία χάνεται για πολύ διαφορετικούς λόγους, και μάλιστα ταχύτατα, σχεδόν σε κάθε τομέα».

Ε, λοιπόν ξέρεις τι; Χάθηκε! Η Ευρώπη χάθηκε! Και η Ελλάδα έγινε πολύ εφάμιλλη των καλυτέρων ευρωπαϊκών για να μπορέσει να αντισταθεί στο χαμό…