Ο πρώτος Πρόεδρος του Συμβουλίου και Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Λόρδος Hastings Lionel Ismay έδωσε έναν κλασικό στην επιγραμματικότητά του ορισμό του σκοπού του στρατιωτικού συνασπισμού: Είναι «να κρατά τους Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω». 70 χρόνια μετά την εκλογή του, ποτέ άλλοτε ο ορισμός αυτός δεν ήταν πιο επίκαιρος για τη νατοϊκή πολιτική από τον τελευταίο μήνα που σφραγίστηκε αφενός από την προσάρτηση τεσσάρων επαρχιών της Ουκρανίας από τη Ρωσία και αφετέρου από το κατά τα φαινόμενα σαμποτάζ στους αγωγούς Nord Stream 1 και 2 που συνέδεαν ενεργειακά τη Ρωσία με τη Γερμανία.
Αξιακός ο παγκόσμιος πόλεμος και κατά τον Βλαντιμίρ Πούτιν
Το τελευταίο διάγγελμα του Προέδρου της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, μετά την προσάρτηση των επαρχιών Ζαπορόζιε, Χερσώνας, Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ στη Ρωσία, κατέστησε σαφές ότι θεωρεί πως η χώρα του μετέχει σε έναν πόλεμο ουσιαστικά εναντίον της «συλλογικής Δύσης» (με έμφαση στους Αγγλοσάξονες), ο οποίος είναι και αξιακός. Η ρητορική του παραπέμπει πλέον στον «μεγάλο πατριωτικό πόλεμο» που είχε διεξαγάγει ο Stalin ενάντια στο ναζιστικό καθεστώς, ενώ η Ουκρανία δεν θεωρείται παρά ένα μόνο μέρος ενός μεγαλύτερου μετώπου.
Εντυπωσιακή είναι και η πρόσληψη της αντιαποικιακής ρητορικής της Σοβιετικής Ένωσης ως μπροστάρη του Τρίτου Κόσμου ενάντια στις παλιές δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις. Βεβαίως η ίδια η Ρωσία αποίκισε και εποίκισε μια τεράστια ενδοχώρα, η οποία έφτασε κάποτε μέχρι και την Αλάσκα. Είχε, όμως, περισσότερο έναν «μεσσιανικό» εθνικισμό, που, κατά τραγική ειρωνεία, ομοίαζε με αυτόν των ΗΠΑ. Οι δύο υπερδυνάμεις των μεταπολεμικών δεκαετιών είχαν το κοινό χαρακτηριστικό ότι δεν είχαν (μόνο και κυρίως) υπερπόντιες αποικίες, αλλά είχαν κατ’ εξοχήν εποικίσει την πλατιά ενδοχώρα τους, οπωσδήποτε με τη βία, αλλά και με το όπλο ενός «σωτηριολογικού» εθνικισμού με τον οποίο προσπάθησαν να δέσουν τα ετερόκλητα έθνη των επικρατειών τους. Κάπως έτσι έμειναν οι δύο τελευταίες μη μοναρχικές «αυτοκρατορίες», που δίνουν τώρα τον έως εσχάτων αγώνα. Παραμένει πάντως το γεγονός ότι ο αποκλεισμός από τα ουκρανικά σιτηρά αποξενώνει τη Ρωσία από τις χώρες που τα χρειάζονται, από την Αιθιοπία και τις χώρες του Σαχέλ και άλλες περιοχές της Αφρικής μέχρι κράτη της Ασίας.
Η υποχώρηση, ωστόσο, της Ρωσίας είναι έκδηλη στην ίδια τη ρητορική του Ρώσου Προέδρου: Μετά την απομάκρυνση των ρωσικών δυνάμεων από το Κίεβο, αλλά και την πρόσφατη προέλαση του ουκρανικού στρατού στο Ιζιούμ και στις περιοχές κοντά στη Χερσώνα, ο σκοπός της «αποναζιστικοποίησης» έδωσε τη θέση του στη θεωρούμενη ως «προστασία» των ρωσόφωνων από τα ουκρανικά αντίποινα, από τη στιγμή που οι τέσσερις επαρχίες Ζαπορόζιε, Χερσώνα, Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ θα θεωρούνται ως ρωσικό έδαφος από τους Ρώσους. Πρόκειται βεβαίως για μια θεαματική απομάκρυνση από τη μεταπολεμική διεθνή πρακτική, η οποία απομάκρυνση ακολουθεί εν πολλοίς την ανάλογη πράξη της συλλογικής Δύσης στο Κοσσυφοπέδιο, αλλά και την κλιμακώνει. Βασικός άξονας πάντως της ρωσικής πολιτικής είναι η προστασία των ρωσόφωνων πληθυσμών, όπως είχε φανεί και από την περίπτωση του πολέμου της Γεωργίας το 2008. Η ουκρανική προέλαση στο Ιζιούμ έθεσε σοβαρό ζήτημα μαζικών αντιποίνων στους ρωσόφωνους και η Ρωσία προσπάθησε με αυτόν τον τρόπο να κάνει μία οιονεί «αποθήκευση» των προηγούμενων κατακτήσεών της, προτού η κατάσταση χειροτερεύσει. Είναι ζωτικής σημασίας για τη Ρωσία το να δώσει την εντύπωση ότι είναι σε θέση να προστατεύσει όσους πληθυσμούς βασίζονται σε αυτήν και αυτή η αυτοεικόνα είχε πληγεί βάναυσα κατά την ουκρανική αντεπίθεση.
Westplaining προς την Ασία;
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει κι άλλη μια αξιακή διάσταση που προσπάθησε να προσδώσει ο Ρώσος Πρόεδρος στην προσάρτηση των επαρχιών. Αναφέρθηκε στη «συλλογική Δύση» ως έναν πολιτισμό που έχει απομακρυνθεί από το έρεισμα στην πραγματικότητα και αν μελετήσει κανείς το σύνολο του λόγου, αυτό θεωρείται ότι συμβαίνει με δύο τρόπους. Αφενός με την υπερβολική έμφαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα εις βάρος της βιομηχανίας και της παραγωγής προϊόντων, αλλά και με την έμφαση θα τολμούσε να πει κανείς σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντί για τους απαραίτητους ορυκτούς πόρους. Αφετέρου με την ανάδειξη ως ταυτοτικού στοιχείου της Δύσης του δικαιωματισμού κατ’ εξοχήν με αναφορά στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, το οποίο προσλαμβάνεται από τον Ρώσο Πρόεδρο ως μια υποτίμηση των παραδοσιακών οικογενειακών αξιών. Πρόκειται, κατά τον Βλαντιμίρ Πούτιν, για μια «επίθεση» της Δύσης στην οιονεί «φυσική» ή, έστω, παραδοσιακή πραγματικότητα, η οποία περιλαμβάνει στο οικονομικό επίπεδο την προτεραιότητα της βασιζόμενης σε ορυκτούς πόρους βιομηχανικής οικονομίας και στο οικογενειακό την ετεροκανονική σεξουαλικότητα με έμφαση στην οικογένεια ως πυρήνα εθνικών αξιών. Με τη σύνδεση αυτή, που χαρακτηρίζει εντόνως τη σκέψη του Ρώσου Προέδρου (αξίζει να θυμηθεί εν προκειμένω κανείς τους σχετικούς «αστεϊσμούς» του στις συνεντεύξεις με τον Oliver Stone), μπορεί η Ρωσία να αποξενώνεται από ένα αριστερό κοινό στη Δύση, δηλαδή από θιασώτες της αντιουσιοκρατίας και κριτικούς της κάθε «κανονικότητας», -(μάλλον σε ένα δεξιό συντηρητικό κοινό απευθύνεται αυτού του είδους η επιχειρημαλογία)-, όμως προσπαθεί να πλασαριστεί ως η μπροστάρισσα της Ασίας, με την τελευταία να εννοείται ως ο τόπος των πραγματικών παραγωγικών δυνάμεων του παγκόσμιου καπιταλισμού καθώς και ως ήπειρος με συνολικά νεαρότερους και πιο δυναμικούς πληθυσμούς και με καλύτερη δημογραφία.
Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί ότι η Ρωσία δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά που στερεοτυπικά αποδίδονται σε ασιατικές χώρες. Πρόκειται για μια χώρα χωρίς καλή δημογραφία και όχι και τόσο παραδοσιακή: Ο θεσμός του γάμου διέρχεται μεγάλη κρίση και οι πολυμελείς οικογένειες φθίνουν δραματικά. Στην πραγματικότητα, οι επικλήσεις του Πούτιν στη βιομηχανία και στην οικογένεια προσπαθούν να δράσουν επιτελεστικά, για μια ταυτότητα που τα ρωσικά κέντρα θα επιθυμούσαν χωρίς να διαθέτουν. Αλλά κυρίως για να εμφανιστεί η Ρωσία ως πρόμαχος των ασιατικών δυνάμεων. Με τη διαφορά ότι η Ρωσία ήταν παραδοσιακά κυρίως μια ευρωπαϊκή μεγάλη δύναμη με χαρακτηριστικά όπως μια δικού της τύπου αποικιοκρατία, μία εμπλοκή σε συντηρητικές ιεροσυμμαχιτικές πολιτικές, και, βεβαίως, έναν κορυφαίο πολιτισμό που εγγράφεται μάλλον στο ευρωπαϊκό πολιτισμικό γίγνεσθαι. Αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι ο Πρόεδρος της Ρωσίας προσπαθεί να «αντλήσει μια αρετή από μια αναγκαιότητα»: Αφού η συλλογική Δύση τον έχει εξοβελίσει δυναμικά από τους κόλπους της ως «παρία», προκειμένου να συγκροτηθεί μία επικαιροποιημένη συνοχή του ΝΑΤΟ, προσπαθεί ο ίδιος να αναπλαισιώσει τη χώρα του ως τη σημαντικότερη στρατιωτική δύναμη της Ευρασίας που δίνει μάχες για ό,τι θα μπορούσε να οριστεί ως αξίες των «παραδοσιακών» πολιτισμών (το αντίστοιχο που ο φιλελεύθερος λόγος στη Δύση αποκαλεί «αυταρχισμούς»). Για αυτό είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ρώσος Πρόεδρος στρέφεται στο διάγγελμά του κυρίως ενάντια στους Αγγλοσάξονες, και λιγότερο απέναντι στην ηπειρωτική Ευρώπη και μάλιστα τη Γερμανία, την οποία θεωρεί περισσότερο ως παγιδευμένη.
Σημειωτέον, πάντως, ότι αν το διάγγελμα του Ρώσου Προέδρου προσπαθεί να οριοθετήσει έναν ανατολικό χώρο παραδοσιακών αξιών, τη στιγμή που η Ρωσία ανήκει στην πραγματικότητα περισσότερο σε έναν δυτικό ή έστω μεταιχμιακό τρόπο ζωής, θα μπορούσαμε να πούμε ότι λαμβάνει χώρα ένα westplaining προς την Ασία: Ο Πρόεδρος μιας κατά βάση ευρωπαϊκής και ήκιστα παραδοσιακής χώρας προσπαθεί να εξηγήσει στους θεωρούμενους ως παραδοσιακούς πολιτισμούς στην Ασία και αλλού τις αξίες για τις οποίες μάχεται. Βεβαίως από την άλλη, στο διάγγελμα αναφέρεται εξίσου η αντιαποικιακή κληρονομιά της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία ασφαλώς αποτελεί ένα υβρίδιο νεωτερικότητας, δεδομένου ότι ο αντιαποικιακός σοσιαλισμός είναι νεωτερικό γεγονός, και παράδοσης, καθώς οι αντιαποικιακοί αγώνες έχουν συχνά και χαρακτήρα προστασίας παραδοσιακών πολιτισμών. Πρόκειται βεβαίως για ενδιαφέρουσες υβριδικές ιδεολογίες που φαίνεται ότι έχουν έρθει για να μείνουν και θα μας απασχολήσουν και στο μέλλον.
Η ρητορική του «Πουτογκάν»
Για τα καθ’ ημάς είναι εντυπωσιακό το πώς ο Τούρκος Πρόεδρος Recep Tayyip Erdoğan αντιγράφει τη ρητορική του Ρώσου ομολόγου του. Όπως ο Πούτιν μιλά για τις ΗΠΑ που ουσιαστικά κατέχουν την Ουκρανία, αποτελώντας απειλή για τη χώρα του, παρομοίως ο Erdoğan αναφέρει συνεχώς στους λόγους του την αμερικανική παρουσία στην Ελλάδα (Αλεξανδρούπολη, Κρήτη, Αιγαίο) ως απειλή και ως κατοχή, η οποία, όμως, δεν μπορεί να τη σώσει από την Τουρκία. Καθώς πλησιάζουν οι τουρκικές εκλογές και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα μπορούσε ο Τούρκος Πρόεδρος να ακολουθήσει μια δημοκρατική εναλλαγή στην εξουσία, ο αυξούμενος τόνος των τουρκικών απειλών συνιστά ένα εκρηκτικό μίγμα, ιδίως καθώς η διεθνής μεταπολεμική πρακτική έχει ραγίσει. Σε κάθε περίπτωση, ο Τούρκος Πρόεδρος φαίνεται να δικαιώνει εν προκειμένω την πορτ-μαντώ λεξιπλασία «Putogan» που χρησιμοποιεί ο Σλοβένος φιλόσοφος Slavoj Žižek, για να τον χαρακτηρίσει.
«Οι Γερμανοί κάτω»
Το κατά τα φαινόμενα σαμποτάζ στους αγωγούς φυσικού αερίου Nord Stream 1 και 2 αποτελεί ένα επεισόδιο του οιονεί παγκόσμιου αυτού πολέμου, ο οποίος είναι πλέον υβριδικός και περιλαμβάνει και «ορφανά» τρομοκρατικά χτυπήματα. Με την απώλεια των αγωγών, η Γερμανία εξανδραποδίζεται οριστικά από τις ΗΠΑ, που τις εντάσσουν στο άρμα το ΝΑΤΟ, ιδρυτικό σλόγκαν του οποίου ήταν, ας μην το ξεχνάμε, το «οι Αμερικανοί μέσα, οι Ρώσοι έξω, οι Γερμανοί κάτω» (εννοείται στην Ευρώπη). Αυτό είναι που επιτυγχάνεται ακριβώς με την καταστροφή των αγωγών, που σημαίνει ότι η γερμανική βιομηχανία δέχεται σημαντικότατο πλήγμα, η ευρωπαϊκή οικονομία παραπαίει και οδηγείται σε ασφυκτική οικονομική εξάρτηση από τις ΗΠΑ, ενώ η Ρωσία χάνει τη δυνατότητα αυτού που τα δυτικά μίντια πληθωριστικά αποκαλούσαν δυνατότητα «εκβιασμού» των Ευρωπαίων. Ο σκοπός, λοιπόν, του χτυπήματος ήταν να αποτρέψει τελεσίδικα τη Γερμανία από οποιονδήποτε «πειρασμό» να υπαναχωρήσει ως προς τις κυρώσεις προς τη Ρωσία, λόγω είτε λαϊκών πιέσεων και διαδηλώσεων για τον βαρύ επερχόμενο χειμώνα (ανάλογες με αυτές που είδαμε πρόσφατα στην Τσεχία), είτε λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η γερμανική βιομηχανία. Τα χτυπήματα αυτά πλήττουν με καίριο τρόπο την οποιαδήποτε ευρασιατική ολοκλήρωση, καθώς η Γερμανία δεν μπορεί πλέον να είναι ένας ανεξάρτητος γεωπολιτικός και οικονομικός παίκτης που θα έχει τα χαρακτηριστικά ότι προστατεύεται από το ΝΑΤΟ την ίδια στιγμή που κάνει χρήση φτηνού ρωσικού αερίου και έχει και προνομιακές εμπορικές σχέσεις με την Κίνα. Το ένα σκέλος της αλλαγής είναι η επαναστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας, το δεύτερο είναι η οριστική αδυναμία να προμηθεύεται ρωσικό φυσικό αέριο (θάβοντας την πολιτική όχι μόνο του Gerhard Schroeder, αλλά και της Angela Merkel), ενώ μένει να φανεί το τρίτο σκέλος, αν δηλαδή θα είναι δυνατή η συνέχιση των εμπορικών δεσμών με την Κίνα, η οποία είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της με πάνω από 245 δισεκατομμύρια ευρώ όγκο εμπορικών συναλλαγών το 2021. Από την άλλη, η επαναστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας σημαίνει 100 δισεκατομμύρια ευρώ για τον γερμανικό στρατό και άλλα 200 δισεκατομμύρια ευρώ για στρατιωτικές δαπάνες.
Κατά τους τρόπους αυτούς, τα χτυπήματα στους αγωγούς Nord Stream 1 και δύο συμπληρώνουν τους σκοπούς του πολέμου στην Ουκρανία, που είναι η ρήξη στους ευρασιατικούς δεσμούς. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν στον λόγο του μεταξύ των εγκλημάτων των Αγγλοσαξόνων αναφέρθηκε στον βομβαρδισμό της Δρέσδης, για να δείξει ότι λανθάνει πάντα ο βασικός ανταγωνισμός ανάμεσα στη Γερμανία και τους Αγγλοσάξονες. Ούτε πάλι είναι τυχαίο ότι στις 27/9, όταν γνωστοποιήθηκαν ευρέως οι διαρροές στους αγωγούς Nord Stream έλαβαν χώρα τα εγκαίνια του «Βαλτικού Αγωγού» που θα φέρει νορβηγικά κοιτάσματα φυσικού αερίου στη Δανία και την Πολωνία. Τελικά, η πάγια γερμανική πολιτική επί Schroeder και Merkel κατέληξε κυριολεκτικά σε μια «τρύπα στο νερό», όπως αισθητοποίησε η περίφημη φωτογραφία, για την οποία ο Πολωνός ευρωβουλευτής Radosław Sikorski έσπευσε να ευχαριστήσει τις ΗΠΑ.
H δυναμική απάντηση του Olaf Scholtz είναι ένα γιγαντιαίο πακέτο 200 δισεκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να αμβλυνθούν οι συνέπειες της ενεργειακής κρίσης στη Γερμανία, την ίδια στιγμή που για άλλη μια φορά λέει ένα μεγαλοπρεπές «Nein» στη θέσπιση πανευρωπαϊκού πλαφόν για την τιμολόγηση της ενέργειας. Η ειρωνεία έγκειται στο ότι η Γερμανία κάνει τώρα όλα όσα αποτελούσαν αντικείμενο κατηγοριών της εναντίον του Νότου κατά την προηγούμενη δεκαετία. Οδηγείται σε εκτροχιασμό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι «ζούσε πάνω από τις δυνάμεις της» χάρη στο φτηνό ρωσικό αέριο, χωρίς να μπορεί να έχει τη γεωπολιτική δύναμη, που θα δικαιολογούσε μια παρόμοια ευρασιατική στροφή, ενώ ακόμη και οι Σλοβάκοι στρέφονται εναντίον της για τα δύο μέτρα και δύο σταθμά (θα θυμάστε ασφαλώς το μοτίβο του «Σλοβάκου φορολογούμενου» που κατά τις διαπραγματεύσεις του 2015 επισειόταν ως σκιάχτρο, προκειμένου να μη διευθετηθεί το ελληνικό χρέος, όταν η Σλοβακία ήταν ο πιο πιστός σύμμαχος του Δρος Schauble). Η πολιτική Scholz εγκαθιδρύει έναν γερμανικό εξαιρετισμό εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης που σίγουρα θα διχάσει και θα προκαλέσει την απορία των άλλοτε συμμάχων της Γερμανίας στη δημοσιονομική πειθαρχία. Το διακύβευμα είναι βέβαια το αν θα αντικατασταθεί η Γερμανία από άλλες βιομηχανικές χώρες εκτός Ευρώπης, ακολουθώντας εντέλει κι αυτή την αποβιομηχάνιση της Δύσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Volkswagen προανήγγειλε ότι τα εργοστάσια παραγωγής θα μεταφερθούν έξω από τη χώρα, αλλά και από την ανατολική Ευρώπη λόγω της ενεργειακής κρίσης. Το σπιράλ της γερμανικής κρίσης δεν αποκλείεται να οδηγήσει και σε εκτίναξη της ανεργίας, η οποία με τη σειρά της θα απειλήσει μια κατάρρευση του κοινωνικού κράτους.
Η στάση της Κίνας
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον βεβαίως έγκειται στην αντιμετώπιση του πολέμου στην Ουκρανία από την Κίνα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η σημαντικότερη σε παγκόσμιο επίπεδο διάσταση δεν είναι το γιατί εισέβαλε η Ρωσία στην Ουκρανία, αλλά το γιατί η Κίνα στηρίζει εμμέσως πλην σαφώς αυτήν την εισβολή, καθώς χωρίς την κινεζική υποστήριξη της ρωσικής οικονομίας θα ήταν απολύτως αδύνατο για τη Ρωσία να αντέξει τον δυτικό οικονομικό αποκλεισμό. Από αυτήν την άποψη η νατοϊκή αμερικανική πολιτική έκανε έναν τζόγο: κατάφερε να αποκόψει πιθανόν οριστικά τη Γερμανία από τη Ρωσία, που ήταν ο μεγάλος στόχος, με τίμημα, όμως, να ρίξει τη Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας και να επιτευχθεί μια άλλου είδους ευρασιατική ολοκλήρωση.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι δηλώσεις της σινικής ηγεσίας περί ανησυχίας για τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία από τα δυτικά μίντια εξελήφθησαν ως σημάδια ότι η Κίνα απαγκιστρώνεται από τη ντε φάκτο συμμαχία της με τη Ρωσία. Στην πραγματικότητα, όμως, η σινική ηγεσία μάλλον ανησυχούσε για το γεγονός ότι η ρωσική επίθεση ήταν υπερβολικά βραδεία και χωρίς πυγμή, καθώς βασιζόταν στη λανθασμένη εκτίμηση ότι ένα μεγάλο μέρος του ουκρανικού λαού θα ήταν παθητικό, δεν θα αντιστεκόταν και θα μπορούσε η Ρωσία να το προσεταιριστεί, πράγμα που εν πολλοίς διαψεύστηκε. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η ρωσική ηγεσία μάλλον ανταποκρίθηκε στις επιθυμίες της σινικής με το να κλιμακώσει τον πόλεμο με μερική επιστράτευση και με το να χαράξει τη βούλησή της στο ουκρανικό έδαφος υπό τη μορφή προσάρτησης μετά από δημοψηφίσματα.
Η Κίνα βεβαίως έχει εύλογες αμφιθυμίες σε σχέση με τον πόλεμο. Αφενός έχει επωφεληθεί από την εισαγωγή φθηνής ρωσικής ενέργειας. Αφετέρου η απειλή ενός μακροχρόνιου πολέμου, καθώς καμία πλευρά δεν μπορεί να υποχωρήσει, θα σημάνει την αποδιοργάνωση των ευρασιατικών εμπορικών δρόμων, λ.χ. μέσω Καζακστάν και άλλων χωρών της Κεντρικής Ασίας, Κασπίας, Ευξείνου Πόντου κ.ο.κ. Επιπλέον, ήδη φαίνονται τα αποτελέσματα του πληθωρισμού και της επαπειλούμενης ύφεσης, που πλήττουν κυρίως την Ευρώπη, όμως ο διεθνής τους αντίκτυπος φτάνει και στην Κίνα. Η τελευταία μπορεί να επιθυμεί μια «λύση» του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά όχι μία ολοκληρωτική καταστροφή ενός από τους εμπλεκόμενους, είτε της Ρωσίας, είτε της Ευρώπης, καθώς αυτό θα συγκλόνιζε μια παγκοσμιοποιημένη διεθνή τάξη, στην οποία αυτή αναπτύσσεται. Αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψη και τις κομφουκιανικές αρχές που διέπουν την πολιτική της Κίνας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια αναζήτηση περισσότερο της συμπληρωματικότητας αντίθετων πόλων σε μία διεθνή ισορροπία παρά την επικράτηση μιας μονοπολικής ειρήνης τύπου pax Romana ή pax Americana. Μπορεί, λοιπόν, η βορειοατλαντική αγγλοσαξονική πολιτική να σημείωσε μια εντυπωσιακή επιτυχία στον πρώτο στόχο της, που είναι η ρήξη της γερμανορωσικής οικονομικής συνεργασίας, αλλά το πραγματικό διακύβευμα είναι η επικράτηση του αμερικανικού ή του σινικού τρόπου διαρρύθμισης της παγκόσμιας τάξης. Και αυτή η αναμέτρηση αναμένεται μακρά, αν δεν υπάρξει ένας σαφής νικητής στο ουκρανικό μέτωπο.