της Φραγκίσκας Μεγαλούδη
Η Σύνοδος έλαβε χώρα σχεδόν δύο δεκαετίες από τότε που η Τουρκία έθεσε υποψηφιότητα για ένταξη στην Ευρωπαική Ενωση, μια υποψηφιότητα που ενώ προχωρούσε με αργούς ρυθμούς, ουσιαστικά έχει παύσει από τον Ιούλιο του 2016, όταν μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα ακολούθησαν εκτεταμένες διώξεις πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων και ακτιβιστών. Έκτοτε η Ευρωπαική Ενωση κρατάει μια μάλλον αμήχανη στάση έναντι της Τουρκίας γεγονός που μαρτυρά και τις δυσκολίες που υπάρχουν στις διμερείς τους σχέσεις. Η αμήχανη στάση εξηγείται εν μέρει και από την αμοιβαία σχέση εξάρτησης μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, η οποία σε μεγάλο βαθμό καθορίζει και τις πολιτικές αποφάσεις.
Σε οικονομικό επίπεδο, το 52% των εξαγωγών της Τουρκίας κατευθύνεται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης με πρώτη την Γερμανία ενώ ακολουθούν η Μεγάλη Βρετανία και η Ιταλία. Οι εξαγωγές στην Κίνα, το Ιράν και τη Ρωσία είναι συνολικά λιγότερες από το 6% ενώ σχεδόν τα δύο τρίτα των ξένων επενδύσεων στη χώρα προέρχονται από ευρωπαϊκές εταιρείες. Και εδώ βέβαια η Γερμανία κατέχει τα πρωτεία καθώς αποτελεί τον 6ο μεγαλύτερο επενδυτή στην Τουρκία. Περισσότερες απο 7000 γερμανικές εταιρείες και οργανισμοί δραστηριοποιούνται στην Τουρκία μεταξύ των οποίων η Deutsche Bank, η Siemens και η MAN, η οποία αποτελεί θυγατρική της Volkswagen.
Η Γερμανία- η οποία σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Ειρήνη στη Στοκχόλμη (SIPRI) είναι ο 4ος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων παγκοσμίως κατέχοντας περίπου το 6% της παγκόσμιας αγοράς μετά τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Γαλλία– είναι ο 2ος εξαγωγέας όπλων στην Τουρκία. Μπορεί επισήμως η Ε.Ε. να διαμαρτύρεται για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Τούρκων εναντίον κουρδικών στόχων, όμως η γερμανική κυβέρνηση, μόνο τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο, ενέκρινε 31 άδειες σε γερμανικές εταιρείες όπλων για εξαγωγές προς την Τουρκία.
Όμως δεν είναι τα οικονομικά συμφέροντα και οι ιδιωτικές επενδύσεις που καθορίζουν την πολιτική της Γερμανίας και κατ΄επέκταση της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία. Το κομβικό σημείο αυτή τη στιγμή στις μεταξύ τους σχέσεις παραμένει η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό. Αν και οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν θα το παραδεχτούν δημοσίως ποτέ, τα ποσά που πληρώνουν στην Τουρκία για να κρατάει τους πρόσφυγες εκτός Ευρώπης, απάλλαξαν την ΕΕ από τον πολιτικό πονοκέφαλο της διαχείρισης των προσφυγικών ροών. Παράλληλα η Τουρκία αποκομίζει σημαντικά οικονομικά ωφέλη και μπορεί ο Ερντογάν κατά καιρούς να δηλώνει ότι θα την ακυρώσει, αποτελεί όμως μια σταθερή πηγή οικονομικής ενίσχυσης και ένα δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια του που δεν θα ήθελε με τίποτα να χάσει.
Ο ρόλος της Ελλάδας
Μέσα σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο, εντάσσονται και οι πολύπλοκες σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών είχαν βελτιωθεί αρκετά από το 1999, φαίνεται όμως πως η κατάσταση έχει πλέον αντιστραφεί. Σε αυτό συνέβαλαν και δυο σημαντικά περιστατικά, πρώτα ο εμβολισμός ελληνικού πλοίου από την τουρκική ακτοφυλακή τον περασμένο Φεβρουάριο στα Ίμια και η σύλληψη και κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στα ελληνοτουρκικά σύνορα στον ‘Εβρο. Και τα δύο περιστατικά συνέβησαν αφότου η Τουρκία έχει επανειλημμένα ζητήσει την έκδοση των 8 Τούρκων αξιωματικών που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016.
Ο Τούρκος πρόεδρος μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου έχει ξεκινήσει μια πολιτική εκκαθαρίσης των εχθρών του όχι μόνο στο εσωτερικό της Τουρκίας αλλά και πέρα από τα σύνορα. Δεν αρκέστηκε μόνο στην εξολόθρευση αντιπάλων του από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας, αλλά η πρόσφατη επιχείρηση στο Αφρίν της Συρίας -με τις ευλογίες της Ρωσίας- δείχνει ότι ο Ερντογάν είναι αποφασισμένος να τελειώνει με τους Κούρδους στη Συρία και το Ιράκ αλλά και να βγάλει τις ΗΠΑ εκτός παιχνιδιού στη Συρία. Η νίκη στο Αφρίν ανοίγει τον δρόμο για άλλες πολεμικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στην περιοχή, παράλληλα όμως ικανοποιεί τους εθνικιστές της Τουρκίας την στήριξη των οποίων χρειάζεται ο Ερντογαν για τις προεδρικές εκλογές του 2019.
Η στάση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα πρέπει λοιπόν να ερμηνευθεί στα πλαίσια της γενικότερης εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν και της σύμπραξής του με τους εθνικιστές, τους οποίους πρέπει να κραταέι ευχαριστημένους αυξάνοντας τις πιέσεις στους γείτονές του και κυρίως στην Ελλάδα.
Ο τρόπος με τον οποίο συνδιαλέγεται η Τουρκία με την Ελλάδα δεν είναι αποκλειστικά θέμα διμερών σχέσεων αλλά αντανακλά τον γενικότερο τρόπο με τον οποίο η Τουρκία ασκεί την εξωτερική της πολιτική με τη Δύση. Καθώς το καθεστώς της Τουρκίας γίνεται όλο και πιο εθνικιστικό χρειάζεται επιθετική ρητορική και σχέσεις αντιπαράθεσης με τους γείτονες και κυρίως με τη Δύση για να μπορέσει να διατηρήσει την εκλογική του βάση και την λαϊκή στήριξη. Οι σχέσεις με την Ελλάδα, με δεδομένο και την ιστορία των δύο χωρών, είναι μια καλή ευκαιρία να εξασκήσει αυτή την πολιτική η Τουρκία, και να ανεβάσει τους τόνους, έχοντας ως βάση σε κάθε διαπραγμάτευση τη συμφωνία ΕΕ –Τουρκίας και την ανάγκη των Ευρωπαίων ηγετών για τη φύλαξη των συνόρων τους.