του Μαρουάν Εμιλ Τουμπασι*

Σε αντίθεση με την έκπληξη της πρώτης του ανόδου του στην Προεδρία των ΗΠΑ, το 2016, αυτή τη φορά η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ ήρθε ως αποφασιστική λαϊκή επιλογή. Γνωρίζοντας τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησής του, μπορούμε να προβλέψουμε σε μεγάλο βαθμό πως θα κυβερνήσει την επόμενη τετραετία, παρ’ ότι το παγκόσμιο τοπίο σήμερα είναι πιο περίπλοκο και επικίνδυνο.

Αν και παραμένει μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα -συχνά περιγράφεται ως τσαρλατάνος ​​και επίδοξος δικτάτορας- ο Τραμπ όχι μόνο κέρδισε το σώμα των εκλεκτόρων αλλά και τη λαϊκή ψήφο και θα κυβερνήσει με πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων (Κογκρέσο και Γερουσία). Πρόκειται για επίτευγμα που τόσο ο ίδιος όσο και ο Μπάιντεν δεν κατάφεραν, το 2016 και το 2020 αντίστοιχα. Κι έγινε δυνατό χάρη σε μια ομάδα ψηφοφόρων, αυτούς που Αμερικανός συγγραφέας πριν από δεκαετίες χαρακτήριζε ως ”ασυνείδητες μάζες” – σε συνδυασμό με την ενίσχυση άπληστων μεγιστάνων όπως ο Έλον Μασκ και τμήμα της Wall Street.

Ο Ντόναλντ Τραμπ πέτυχε να μετατρέψει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα από ένα παραδοσιακό συντηρητικό κίνημα σε ένα λαϊκιστικό κόμμα, με ευρεία υποστήριξη από διάφορες κοινωνικές ομάδες, ιδιαίτερα από μεγάλες ομάδες της εργατικής τάξης -λευκούς, μαύρους, λατίνους ή ακόμα και Άραβες- που απογοητεύτηκαν από τη στάση της Κάμαλα Χάρρις για τη γενοκτονία και άλλα εσωτερικά ζητήματα. Επίσης, έχει εξασφαλίσει  υποστήριξη και από κάποιους στο Δημοκρατικό Κόμμα.

Ακόμη, μεταξύ των ευαγγελικών υποστηρικτών του, υπάρχει η πεποίθηση ότι η άνοδός του είναι μέρος ενός θεϊκού σχεδίου για την απελευθέρωση των Χριστιανών (ιδιαίτερα των λευκών) από αυτό που θεωρούν ως τη «φυλακή» της σύγχρονης Αμερικής, μια άποψη που ο Τραμπ έθρεψε επιδέξια. Οι συγκεκριμένοι βλέπουν τον Τραμπ ως μια μεσσιανική φιγούρα που στάλθηκε για να αποκαταστήσει την Αμερική ως προπύργιο ευαγγελικών αξιών. Πολλοί από αυτή τη βάση, ειδικά οι λευκοί αγρότες και οι νέοι, φοβούνται τον ανταγωνισμό από τους μετανάστες για τις δουλειές τους και υποστηρίζουν τη ρατσιστική ρητορική του Τραμπ.

Παρά τις προφανείς αυτές παρατηρήσεις, οι πραγματικοί λόγοι για τη νίκη του μπορεί να βρίσκονται σε βαθύτερα στρώματα. Σχολιαστής ανέφερε εύστοχα ότι μεγάλο μέρος της βάσης του Τραμπ λαχταρά να δει την καταστροφή των αμερικανικών θεσμών για διάφορους λόγους, δηλώνοντας: «Αντί να φοβούνται τον Τραμπ ως δικτάτορα που απειλεί τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, τον βλέπουν ως τον καταστροφέα που περίμεναν». Είναι φράση χαρακτηριστική της έντασης των εθνοτικών, ταξικών και κοινωνικών αντιθέσεων στις ΗΠΑ.

Παράλληλα, ο Τραμπ επιστρέφει με ένα όραμα που ευνοεί την «εσωτερική αλλαγή», δίνοντας έμφαση στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η προσέγγισή του πιθανότατα θα αναδιαμορφώσει την εξωτερική πολιτική, επηρεάζοντας πολλά ζητήματα όπως η Ρωσία και η Ουκρανία, η Βόρεια Κορέα, η Κίνα, η Μέση Ανατολή, η Λατινική Αμερική αλλά θα ενισχύσει και την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού στην Ευρώπη.

Μέση Ανατολή και Παλαιστινιακή υπόθεση: Επανεκκίνηση της «Συμφωνίας του Αιώνα» και Ενίσχυση της Συμμαχίας με τον Νετανιάχου: Ο Τραμπ πιθανότατα θα επιδιώξει να αναβιώσει τη «Συμφωνία του Αιώνα», η οποία απορρίφθηκε από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Η συμφωνία, που αποσκοπεί στην επίλυση αυτού που λανθασμένα χαρακτηρίζεται ως «ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση» (πρόκειται για εν εξελίξει αποικιοκρατία), πιθανότατα θα επανεξεταστεί κατά τη δεύτερη θητεία του Τραμπ. Παρά τις πιέσεις της Σαουδικής Αραβίας, στενού συμμάχου των ΗΠΑ, που ζητούν την αναγνώριση και τη θεμελίωση ενός παλαιστινιακού κράτους, ως προϋπόθεση για την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, ο Τραμπ πιθανότατα θα συνεχίσει την στρατηγική που εδραιώνει την περιφερειακή κυριαρχία του Ισραήλ ενώ θα εμβαθύνει τη σχέση του με τις ΗΠΑ, πιθανότατα ενισχύοντας την κυβέρνηση του Νετανιάχου και εντείνοντας την πίεση σε κάθε αντίπαλη οντότητα εντός του Ισραήλ.

Βόρεια Κορέα: Επιστροφή στην άμεση διαπραγμάτευση: Η Βόρεια Κορέα παραμένει ένα ευαίσθητο γεωπολιτικό ζήτημα και ο Τραμπ αναμένεται να συνεχίσει την προηγούμενη προσέγγισή του, επιδιώκοντας άμεση επαφή με τον Κιμ Γιονγκ Ουν. Είναι πιθανό να επιχειρήσει να εξασφαλίσει συμφωνίες που προσφέρουν σχετική σταθερότητα στην περιοχή, χωρίς απαραίτητα να επιτύχει τελικές λύσεις για τον πυρηνικό αφοπλισμό της Βόρειας Κορέας.

Ρωσία και Ουκρανία: Δυνατότητα ειρηνευτικών συνομιλιών για τον τερματισμό της σύγκρουσης: ο Τραμπ έχει εξαγγείλει ότι θα ακολουθήσει λιγότερο συγκρουσιακή πολιτική, σε σχέση με τη Ρωσία, θεωρώντας ότι λαμβάνοντας η εμπλοκή των ΗΠΑ στη σύγκρουση της Ουκρανίας, με στόχο η οποία την αποδυνάμωση της Μόσχας και την επέκταση του ΝΑΤΟ, δεν είναι προς μακροχρόνιο συμφέρον της Αμερικής. Λογικά, θα πιέσει για νέες συμφωνίες με τη Μόσχα (συναλλαγές), δεδομένου του θαυμασμού του για τον Πούτιν και του στόχου του να μειώσει τις εντάσεις στην Ευρώπη. Οι διαπραγματεύσεις θα αφορούν στην ασφάλεια, τον έλεγχο των εξοπλισμών και πιθανώς στην αποδοχή δικαιωμάτων της Ρωσίας στα υπό κατοχή εδάφη της Ουκρανίας.

Κίνα: Εντεινόμενος οικονομικός ανταγωνισμός και τεχνολογική κυριαρχία: Η Κίνα παραμένει ο μεγαλύτερος οικονομικός ανταγωνιστής των Ηνωμένων Πολιτειών, ειδικά στον τομέα της τεχνολογίας. Ο Τραμπ πιθανότατα θα εντείνει την οικονομική πίεση προς την Κίνα μέσω νέων δασμών και περιορισμών στις κινεζικές εταιρείες, κάτι που, ωστόσο, μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που εκείνος επιδιώκει, επιταχύνοντας την ανάπτυξη εναλλακτικών παγκόσμιων οικονομικών συμμαχιών όπως οι BRICS και ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, καθώς και τη δημιουργία εναλλακτικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όπως η Τράπεζα Ανάπτυξης BRICS..

Λατινική Αμερική: Προκλήσεις για τις προοδευτικές αριστερές κυβερνήσεις: Η δεύτερη θητεία του Τραμπ πιθανότατα θα επικεντρωθεί σε μια πιο σκληρή στάση απέναντι στις αριστερές και προοδευτικές κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική, ειδικά σε χώρες όπως η Βενεζουέλα, η Κούβα και η Νικαράγουα. Ο Τραμπ αναμένεται να επιβάλει νέες κυρώσεις και να υποστηρίξει τα κινήματα της αντιπολίτευσης σε αυτές τις χώρες, περιπλέκοντας περαιτέρω τα πολιτικά τους τοπία.

Ευρώπη: Υποστήριξη του δεξιού λαϊκισμού και των προκλήσεων για την ΕΕ και το ΝΑΤΟ: Η νίκη του Τραμπ αναμφίβολα θα ενισχύσει την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού στην Ευρώπη, αφού ήδη από καιρό ευθυγραμμίζεται με πολλά εθνικιστικά και λαϊκιστικά κόμματα που συμμερίζονται την πολιτική του για τη μετανάστευση και ευνοούν την εθνική κυριαρχία έναντι της ενότητας της ΕΕ. Αυτό πιθανότατα θα αποδυναμώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα εμβαθύνει τις πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις, ειδικά όσον αφορά την ευρωπαϊκή συνεργασία σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση και η εξωτερική πολιτική.

Η άνοδος ενός πολυπολικού κόσμου: Εν κατακλείδι, η επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία θα επηρεάσει βαθιά τη διεθνή πολιτική, επιταχύνοντας αλλαγές στη διαμόρφωση της διεθνούς δυναμικής. Οι πολιτικές του «Πρώτα η Αμερική» θα οδηγήσουν σε μια αναμόρφωση συμμαχιών και στρατηγικών παγκοσμίως, επηρεάζοντας περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, η Ευρώπη και η Λατινική Αμερική, ενώ θα επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο της Αμερικής στο διεθνές σύστημα.

Στο πλαίσιο των πολιτικών αλλαγών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μπέρνι Σάντερς, ο ηγέτης της προοδευτικής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος, ξεκαθάρισε σε δηλώσεις του, μετά την ήττα της Καμάλα Χάρρις ότι «το Δημοκρατικό Κόμμα έχει εγκαταλείψει την εργατική τάξη, τους φτωχούς και μειονότητες, συμβάλλοντας στη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ του κόμματος και των παραδοσιακών ψηφοφόρων του». Ο Σάντερς επέκρινε επίσης τη συνεχιζόμενη αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη προς την κυβέρνηση του Νετανιάχου, κατηγορώντας την ηγεσία του κόμματος για τη στάση της έναντι των Παλαιστινίων, η οποία ήταν ένας από τους πρόσθετους λόγους για την απώλεια.

Όπως δείχνουν και οι αναλύσεις που βλέπουν κατά δεκάδες το φως τις τελευταίες ημέρες, η πλειονότητα των λευκών Αμερικανών έχει χάσει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς που συνθέτουν την πολιτική δομή της χώρας τους και αντιδρά στην εκμετάλλευση των πόρων της από τις ελίτ. Κάτι που θα ανοίξει την πόρτα για τη δημιουργία διαφόρων και διαφορετικών κινημάτων, προς όλες τις κατευθύνσεις. Μπορεί ακόμη να δούμε και ορισμένες πολιτείες να καταφύγουν σε απόσχιση και ανεξαρτησία, κάτι που θα απειλήσει τα θεμέλια στα οποία στηρίζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες (θρησκεία, καταπίεση μειονοτήτων, κεφαλαιοκρατία, νεοαποικιακή σκέψη).

Παράλληλα, αυξάνονται διαρκώς οι φωνές που υποστηρίζουν τα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού μας στους αμερικανικούς δρόμους, ειδικά μεταξύ της νεολαίας, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες. Αυτό έγινε εμφανές και στα εκλογικά αποτελέσματα, όπου, το Κόμμα των Πρασίνων, που στράφηκε σαφώς κατά της γενοκτονίας, που έλαβε κάτι λιγότερο από ένα εκατομμύριο ψήφους. Υπήρξαν και ψηφόφόροι, από όσους στηρίζουν τα δίκαια των Παλαιστινίων, που στήριξαν τον Τραμπ, λόγω της απογοήτευσής τους από τις θέσεις του Δημοκρατικού Κόμματος και τον ρόλο του στη συνεχιζόμενη γενοκτονία υπό το πρόσχημα του «δικαιώματος του Ισραήλ να υπερασπιστεί τον εαυτό του». Το γεγονός υποδηλώνει μια απτή αλλαγή στην αμερικανική πολιτική σκηνή, όπου οι απαρχές ενός τρίτου πολιτικού κινήματος αναδεικνύονται ως μια δύναμη με αυξανόμενη επιρροή στη διαμόρφωση των μελλοντικών επιλογών των Αμερικανών ψηφοφόρων, αν και προς το παρόν μετριασμένη. Με την πάροδο του χρόνου, θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε αλλαγές στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα, ένα θέμα που θα αναφερθώ σε άλλο άρθρο σχετικά με τη σημασία του για την παλαιστινιακή εθνική μας υπόθεση και τις επιπτώσεις από την άνοδο ενός τέτοιου κινήματος παγκοσμίως, ειδικά στην Ευρώπη, όπως ήδη παρατηρείται στη Γαλλία και, σε κάποιο βαθμό, στη Βρετανία. Η παλαιστινιακή υπόθεση έχει γίνει ένα από τα κριτήρια που σήμερα συμβάλλουν στην ανάπτυξη προοδευτικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο απέναντι στις λαϊκιστικές δεξιές και συντηρητικές δυνάμεις που συμμαχούν με το Ισραήλ.

 

* Ο Μαρουάν Τουμπασι είναι πρ. πρέσβης της Παλαιστίνης στην Ελλάδα και συνιδρυτής του Προοδευτικού Φόρουμ για την Ελληνοπαλαιστινιακή Αλληλεγγύη.