του Μιχάλη Γιαννεσκή
Η κρίση του 2008 αποκάλυψε τη φούσκα της παγκόσμιας οικονομίας. Το μέγεθος της πλασματικής οικονομίας δεν ήταν γνωστό, και ήταν αδύνατο να υπολογιστεί, κυρίως διότι η ανακατανομή χρέους μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αποτελούσε ένα χάρτινο πύργο αγνώστων διαστάσεων.
Το G20 γκρουπ των μεγαλύτερων οικονομιών στον κόσμο ζήτησε το 2009 από το ΔΝΤ και την Επιτροπή Οικονομικής Σταθερότητας να βελτιώσουν τη διαθεσιμότητα και τη συγκρισιμότητα των σχετικών στατιστικών στοιχείων, και λανσάρισε ένα πρόγραμμα (το Data Gaps Initiative) για να καλυφθεί η προφανής έλλειψη αξιόπιστων δεδομένων.
Ωστόσο η λιγότερο κατανοητή και μετρήσιμη συνιστώσα της παγκόσμιας οικονομίας είναι ταυτόχρονα η μεγαλύτερη: τα παράγωγα, χρηματοπιστωτικά προϊόντα αμφίβολης αξίας που προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από την ανακατανομή χρέους. Ο Αμερικανός μεγιστάνας Γουόρεν Μπάφετ τα έχει χαρακτηρίσει «οικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής». Οι πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις υπολογίζουν την συνολική αξία των παραγώγων σε 542 τρις. δολάρια· οι πιο απαισιόδοξες εκτιμούν ότι ανέρχεται σε 1.200 τρις. δολάρια. Τα παράγωγα επισκιάζουν κάθε άλλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας και τα διεθνή χρέη, κρατικά και μη, τα οποία ανέρχονται σε 217 τρις. δολάρια.
Η πλασματική οικονομία των παραγώγων δεν αντισταθμίζεται από τον πλούτο της υφηλίου και την προοπτική μελλοντικών εσόδων μέσω «ανάπτυξης». Ο παγκόσμιος πλούτος έχει υπολογιστεί ποικιλοτρόπως από 250 μέχρι 380 τρις. δολάρια. Οι αριθμοί αυτοί συμπεριλαμβάνουν, εκτός από εμφανή περιουσιακά στοιχεία (όπως μετρητά, χρυσάφι, και ακίνητα), μετοχές και άλλα χρηματιστηριακά προϊόντα μεταβαλλόμενης αξίας, και αντιστοιχούν στο 46% και 70% της αξίας των παραγώγων. Όσο αφορά τα μελλοντικά έσοδα, ας σημειωθεί μόνο ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ είναι περίπου 75 τρισ. δολάρια, δηλαδή οι πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις των παραγώγων ισοδυναμούν με το ΑΕΠ που παράγεται ανά τον κόσμο σε 7 χρόνια.
Διάφορες προσπάθειες έχουν γίνει από το 2009 για να καλυφθεί η έλλειψη αξιόπιστων δεδομένων. Όμως, όπως σημειώνει η «Τράπεζα των Τραπεζιτών» (Bank for International Settlements – BIS) που έχει πρωταρχικό ρόλο στη συλλογή των δεδομένων, «κάθε σύνολο στατιστικών στοιχείων σχετικά με τα παράγωγα που συλλέχθηκαν από την Τράπεζα έχει σχεδιαστεί για μια συγκεκριμένη αναλυτική χρήση και τα στοιχεία δεν είναι ενσωματωμένα, ούτε συνδυάζονται εύκολα».
Όμως η ονομαστική αξία των παραγώγων μπορεί εύκολα να μειωθεί, κάτι που το G20 είχε επίσης ζητήσει το 2009. Μια δημοφιλής διαδικασία που εφαρμόζεται για να επιτευχθεί αυτή η μείωση είναι η «συμπίεση». Μέσω αυτής, τα συμβόλαια αγοραπωλησίας παραγώγων συμψηφίζονται και η συνολική αξία τους μειώνεται, ενώ ταυτόχρονα οι κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών ελαττώνονται και οι τράπεζες φαίνονται οικονομικά υγιέστερες.
Τέτοιες «συμπιέσεις» μπορεί να μειώσουν την ονομαστική αξία των παραγώγων μέχρι και 75%. Οι Financial Times εξηγούν με σχετικά απλά λόγια την εν λόγω διαδικασία και μερικές από τις μειώσεις που έχουν επιτευχθεί. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της BIS, η ονομαστική αξία των παραγώγων ήταν 693 τρις. δολάρια το 2013, ενώ φέτος έχει μειωθεί κατά 23% στα 542 τρισ. δολάρια. Παρόλα αυτά, το ΔΝΤ συμπέρανε τον περασμένο μήνα ότι οι συναλλαγές παραγώγων αυξάνονται και η διαφάνεια των σχετικών στοιχείων δεν είναι επαρκής (εδώ, σελ. 31).
Συνεπώς η ουσία του θέματος δεν είναι κατά πόσο μειώνεται η ονομαστική αξία των παραγώγων, αλλά εάν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν συνετιστεί μετά την κρίση του 2008 και έχουν περιορίσει τη φούσκα των παραγώγων, ή η μαθηματική αλχημεία των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων θα αποδειχθεί, για άλλη μια φορά, καταστροφική.