Για την ακρίβεια σε περιόδους κανονικότητας, ο καπιταλισμός τείνει να οξύνει παρά να αμβλύνει τις ανισότητες όπως και θα αποδειχθεί στη συνέχεια.
του Θάνου Καραμπουρνιώτη
Εάν ο μέσος άνθρωπος ερωτούνταν ποιο σύγχρονο κράτος έρχεται πρώτο στο μυαλό του όταν σκέφτεται τη λέξη «καπιταλισμός» η στιγμιαία απάντηση που θα έδινε κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Αντιστοίχως εάν καλούνταν να δώσει ένα οικονομικό μοντέλο-αντιπαράδειγμα στο σημερινό, τότε αρκετά σίγουρα θα έκανε αναφορά στον υπαρκτό σοσιαλισμό και τη Σοβιετική Ένωση. Το παρόν άρθρο λοιπόν θα χρησιμοποιήσει όσα εργαλεία έχει στη διάθεσή του για να συγκρίνει με όσο πιο αποτελεσματικό και ειλικρινή τρόπο μπορεί τις ανισότητες ανάμεσα σε δυο κυρίαρχα ιστορικά οικονομικά μοντέλα.
Τον Ιανουάριο του 2011 δημιουργήθηκε από περισσοτέρους των 30 ερευνητών, περιλαμβανομένου του Thomas Piketty ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους οικονομολόγους, το World Wealth and Income Database. Αποτελεί μια εξαιρετικά μεγάλη βάση δεδομένων στην οποία έχουν ομαδοποιηθεί στοιχεία που αφορούν τις κοινωνικές ανισότητες από δεκάδες χώρες σε ένα εύρος δεκαετιών, ανάλογα με τα διαθέσιμα στοιχεία για κάθε μια ξεχωριστά.
Βασική παράμετρο μέτρησης στη βάση δεδομένων αποτελεί το εθνικό εισόδημα. Το εθνικό εισόδημα επί της ουσίας είναι η αξία του ΑΕΠ μιας χώρας εάν αφαιρεθεί η απόσβεση του κεφαλαίου, δηλαδή η αξία της φθοράς των μέσων παραγωγής και προστεθούν τα καθαρά εισοδήματα που αντλούνται από το εξωτερικό. Στα σύγχρονα δυτικά κράτη το εθνικό εισόδημα αντιστοιχεί περίπου στο 90% του ΑΕΠ. Επίσης εξαιρετικά σημαντική είναι και η κοινωνική διαστρωμάτωση που η βάση δεδομένων θέτει ώστε να είναι πλήρως κατανοητά τα αποτελέσματα που θα παρουσιαστούν.
Μία άνιση μάχη για ισότητα
Για να καταφέρει να χαρακτηριστεί μια κοινωνία ως προς το επίπεδο ανισότητας είναι αναγκαίο να αναφερθεί αρχικά η οικονομική κατάσταση των πιο αδύναμων στρωμάτων, στην προκειμένη περίπτωση του Bottom 50% για τη Σοβιετική Ρωσία και τις Η.Π.Α. (τα διαγράμματα για την εισοδηματική ανισότητα βρίσκονται αντίστοιχα εδώ και εδώ). Όπως φαίνεται στη Σοβιετική Ρωσία το φτωχότερο μισό του πληθυσμού από το 1917 έως το 1991 και την πτώση του σοσιαλιστικού συστήματος, κατείχε από το (κατώτατο που εμφανίζεται στα 74 χρόνια το 1956) 24.5% του εθνικού εισοδήματος προ φόρων έως το 31.3% (ανώτατο που εμφανίζεται το 1968).
Στις Η.Π.Α. από την άλλη για τα διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν φαίνεται πως το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος προ φόρων που αναλογεί στα φτωχότερα στρώματα συναντά το ανώτατό του όριο το 1969 με 21.2% και το κατώτατο το 2014 με 12.6% με συνεχή μείωση από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα. Πρακτικά λοιπόν ο μέσος φτωχός πολίτης της Σοβιετικής Ρωσίας κατείχε από 2 έως 2.5 φορές το εισόδημα του μέσου φτωχού πολίτη των Η.Π.Α. το 2014 ΠΑΝΤΑ ανάλογα με το ύψος του εθνικού εισοδήματος σε κάθε κράτος, με αυτό των Η.Π.Α. ανέκαθεν πολλαπλάσιο αυτού της Σοβιετικής Ρωσίας.
Κάποιος σχετικά εύλογα θα μπορούσε να υποστηρίξει πως τα παραπάνω αποτελέσματα είναι λογικά μιας και στη Σοβιετική Ρωσία κυριαρχούσε εργατικό καθεστώς οπότε ήταν και αναμενόμενο η εργατική τάξη της χώρας να είναι αναλογικά πλουσιότερη από αυτή των Η.Π.Α. Πηγαίνοντας πιο πέρα το συλλογισμό αυτό, θα μπορούσε να θεωρήσει πως τα αποτελέσματα για τη μεσαία τάξη θα ήταν αντεστραμμένα μιας και οι Η.Π.Α. είναι ένα μικροαστικό-μεσοαστικό κράτος που προωθεί την ύπαρξη επιχειρήσεων, καινοτομιών κλπ. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Στη Σοβιετική Ρωσία το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος προ φόρων που αναλογούσε στη λεγόμενη μεσαία τάξη ανερχόταν από περίπου 43% το 1917 έως 49.8% το 1956. Στις Η.Π.Α από την άλλη το κατώτερο όριο προσδιορίζεται στο 40.4% το 2014 ενώ το ανώτερο στο 46.3% το 1983. Γίνεται πλέον κατανοητό πως όχι μόνο η μεσαία τάξη της Σοβιετικής Ρωσίας ήταν αναλογικά πλουσιότερη από αυτήν των Η.Π.Α. καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής της, αλλά η δεύτερη με την πάροδο του χρόνου συνεχίζει να φτωχοποιείται σχεδόν γραμμικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αρχίζει μάλλον να γίνεται εμφανές πως όταν τόσο η φτωχότερη όσο και η μεσαία τάξη χάνουν εισοδήματα, τότε αυτά κάπου αλλού πηγαίνουν και αυτό το αλλού είναι τα ανώτερα οικονομικά στρώματα.
Στη Σοβιετική Ρωσία το πλουσιότερο 10% κατείχε το ανώτατό του ποσοστό του εθνικού εισοδήματος προ φόρων το 1917, περί του 30% με το κατώτατο στο 21% το 1980. Στις Η.Π.Α. τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 48% το 1928 και 33.8% το 1970, ενώ το 2014 είχε αγγίξει το 47%, λίγο μειωμένο από το ανώτατο δηλαδή όριο της εκατονταετίας, ενώ η περιουσία του 10% ανερχόταν στο 73%(!) της συνολικής περιουσίας της χώρας.
Μια γνωστή φράση που αναπαράγεται ανά καιρούς ενδεχομένως λίγο τροποποιημένη κάθε φορά και σε σχέση με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται είναι η «Στο σοσιαλισμό όλοι είναι ίσοι, ίσοι ως προς τη φτώχεια» προσπαθώντας να πείσει πως η μοναδική λύση απέναντι στις ανισότητες είναι ο καπιταλισμός. Από όσα παρουσιάστηκαν βέβαια η λογική αυτή ποσώς έχει σχέση με την αλήθεια αναδεικνύοντας είτε αμάθεια, είτε στοχευμένη προπαγάνδα από όσους την αναπαράγουν. Κατά τη διάρκεια του υπαρκτού σοσιαλισμού τα φτωχά και μεσαία στρώματα κατείχαν τα μεγαλύτερα εισοδήματα που έχουν εμφανιστεί κατά τον 20ο και τις αρχές του 21ου αιώνα σε σχέση με το εκάστοτε εθνικό εισόδημα, σε αντιδιαστολή με την τάση συσσώρευσης που παρουσιάζουν τα δυτικά κράτη σήμερα στα ανώτερα στρώματα.
Κοινωνική κινητικότητα
Υποστηρίζεται από τους υπερμάχους του συστήματος που αναγνωρίζουν το ζήτημα των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων πως αυτό εξισορροπείται από τη δυνατότητα που προσφέρεται στα χαμηλά στρώματα για κοινωνική ανέλιξη.
Μάλιστα δεν είναι νέος ο χαρακτηρισμός των Η.Π.Α. ως «η χώρα των ευκαιριών» αποτελώντας τον καρπό του παραδείσου για κάθε λογής φιλελεύθερο που σέβεται τον εαυτό και τις ιδέες του. Πόσο εύκολο βέβαια είναι να επιτευχθεί η πολυπόθητη ανέλιξη;
Στην έρευνα των Michael D. Carr και Emily E.Wiemers που δημοσιεύθηκε το 2016 και πραγματευόταν την κινητικότητα των πολιτών των Η.Π.Α. όσον αφορά τα εισοδήματά τους, μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι οι πιθανότητες για κάποιον πολίτη που το 1981 άνηκε στο φτωχότερο 40% του πληθυσμού (πάντα βάσει εισοδημάτων) να φτάσει στο πλουσιότερο 20% ήταν περίπου στο 6%, ενώ το 1993 έπεσε στο 5%. Ακόμη και αν γίνει η παραδοχή πως το ίδιο ποσοστό ισχύει και σήμερα (βέβαια οι πιθανότητες είναι να έχει δεχτεί περαιτέρω μείωση) μιλάμε για απειροελάχιστους ανθρώπους που καταφέρνουν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια. Το σύστημα με λίγα λόγια πουλάει μια απίθανη δυνατότητα για τη μεγάλη μάζα του κόσμου, ταΐζοντας με φρούδες ελπίδες τους υποτακτικούς του.
Το ζήτημα των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων αναμένεται μέσα στα επόμενα χρόνια να αποκτήσει κυρίαρχη θέση στο δημόσιο λόγο εάν κάποιος αναλογιστεί την παγκόσμια αύξηση του πληθυσμού συνεπικουρούμενη από την ολοένα αυξανόμενη συσσώρευση κεφαλαίων από πλευράς των πλουσίων τάξεων. Καλώς ή κακώς η ανθρωπότητα δεν έχει καταφέρει να δώσει ακόμη λύση στο πρόβλημα της ισότητας σε οποιοδήποτε οργανωμένο κοινωνικοοικονομικό σύστημα έχει μέχρι σήμερα υπάρξει. Παρ' όλα αυτά εάν υπάρχει μια περίοδος που έγινε ένα βήμα κοντύτερα σε αυτήν, αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από την περίοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού. Είναι γεγονός πως το κομμουνιστικό ιδεώδες της πλήρους ισότητας των ανθρώπων ήταν πολύ μακριά από το να γίνει πραγματικότητα μιας και οι κοινωνικές τάξεις ποτέ δεν εξαλείφθηκαν, αλλά έμεινε μια παρακαταθήκη πολύτιμη τόσο για ιδεολογικούς όσο και για ακαδημαϊκούς λόγους. Ακόμη και αν η ισότητα στην πράξη δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ουτοπία, τα όνειρα και οι σκέψεις για να την αγγίξουμε πάντα θα μας οδηγούν να προχωρήσουμε.