Η φράση «OK, boomer» χρησιμοποιείται μετά το 2015 και εισέρχεται στην κοινή χρήση από το TikTok. Βεβαίως δεν στερείται συμβολισμού το γεγονός ότι η καταγωγική εμφάνιση του όρου συμβαίνει στο TikTok. Φτάνει όμως μέχρι μια απαξιωτική αναφορά Νεοζηλανδής βουτευτίνας κατά την ομιλία της στο κοινοβούλιο για την οποία έδωσε εξηγήσεις στη συνέχεια και περνάει στην κοινή χρήση, πιο χαλαρά σημασιολογικά, και στη χώρα μας. Για να είμαστε δίκαιοι, η φράση χρησιμοποιείται ως απάντηση στις επιθέσεις των γηραιοτέρων, οι οποίοι κατηγορούν τους νεότερους (Generation Z και millenials) ότι δεν θέλουν να μεγαλώσουν, δεν έχουν μάθει να στερούνται, νομίζουν ότι ο κόσμος είναι ιδέες, όλα αυτά με τα οποία ζαλίζουν οι μπαρμπάδες τους νέους. Τέλος, όπως αξίζει σε μια σύγχρονη ιδέα, η φράση αυτή συνοδεύεται από προϊόντα με το σχετικό λόγκο.
Πολύς κόσμος πιστεύει ότι πάντοτε οι μεγαλύτεροι θεωρούσαν τους νέους αναιδείς και αναπολούσαν μία εποχή κατά την οποία υπήρχε μεγαλύτερος σεβασμός κοκ. Αυτό είναι μόνο εν μέρει αληθές. Έχουμε πράγματι πολλά παραδείγματα που δείχνουν αυτό το παράπονο των μεγαλύτερων και όντως η λέξη «αρχαίος» χρησιμοποιούνταν και στα αρχαία ελληνικά υποτιμητικά, καθώς επίσης και η επίκληση του παλιού καλού καιρού υπάρχει π.χ. στις Εκκλησιάζουσες, όπου έχουμε τις σχετικές αναφορές, γιατί οι νέοι δεν σηκώνονται να δώσουν τη θέση τους στους γέρους στα αρχαία λεωφορεία κ.ο.κ. Η έννοια της νέας γενιάς όμως έχει μεταμορφωθεί ριζικά μέσα στον τελευταίο αιώνα και νομίζω ότι διαπράττει ιστορικό σφάλμα όποιος αγνοεί αυτές τις εξελίξεις.
Η θεμελιώδης εξέλιξη για την οποία έχω μιλήσει και στο παρελθόν με άλλες αφορμές είναι η εξής: οι παραδοσιακές κοινωνίες έχουν το βλέμμα στραμμένο στη σοφία του παρελθόντος και τιμούν τους γέροντες που διαφυλάττουν αυτή τη σοφία του παρελθόντος, η οποία συμπυκνώνεται στην εμπειρία της ζωής τους. Στις νεωτερικές κοινωνίες το βλέμμα είναι αποφασιστικά στραμμένο προς το μέλλον. Ήδη από τον μοντερνισμό και βεβαίως πάρα πολύ αποφασιστικά από τον φουτουρισμό, με τον συνδυασμό βίας, τεχνολογίας και νεότητας, έχουμε μία αποθέωση του μέλλοντος, η οποία βεβαίως συμπαρασύρει και τον τρόπο με τον οποίον αξιολογούνται οι ηλικίες. Οι νέοι είναι οι φορείς του μέλλοντος. Οι γέροι είναι απλώς οι αυριανοί νεκροί. Έτσι οι νέοι δεν πολυσκοτίζονται να σπουδάσουν κλασική φιλολογία, που αγωνιά να εξηγήσει σε τι χρησιμεύει, και προτιμούν τις επιστήμες αιχμής ή το χρηματιστήριο και το θέαμα, αν μπορούν να διαλέξουν.
Νεότης, νεότης, τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου
Ότι τα νιάτα σχετίζονται με τη σωματική ρώμη, την υγεία και την ομορφιά, είναι κάτι που μπορούμε να το θεωρήσουμε αν δεν κάνω λάθος ως διαχρονική σταθερά. Ξεκινάω από τις χαριτωμένες ιστορίες που διαβάζουμε για παράδειγμα σε φιλοσοφικά έργα ήπιας πορνογραφίας όπως το Συμπόσιο του Πλάτωνα, και φτάνω μέχρι την αφοπλιστική απάντηση του Oscar Wilde όταν τον ρωτούν στο δικαστήριο για τον ομοφυλόφιλο έρωτα και τον πανέμορφο νεαρό εραστή του, τον Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας, και εκείνος απαντά ότι το πρώτιστο πλεονέκτημα που διέθετε αυτός ο σύντροφος του ήταν πρωτίστως ένα, τα νιάτα.
Αυτό που αλλάζει είναι ότι σταδιακά τα τεχνολογικά εργαλεία βρίσκονται πια στο επίκεντρο της ζωής. Μπορεί να εξακολουθεί να κυριαρχεί η γέννηση, ο γάμος και ο θάνατος στη σκέψη μας για το τι θα μπορούσε να είναι σταθμός στον τρόπο με τον οποίον καταλαβαίνουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους και τον διπλανό τους, αλλά η καθημερινότητα διαμεσολαβείται πια ριζικά από αμέτρητες συσκευές και εφαρμογές.
Η αδεξιότητα των γέρων στη χρήση της τεχνολογίας υπάρχει από παλιά. Εγώ θυμάμαι έναν παππού στο λεωφορείο να φωνάζει στον οδηγό ΣΤΑΣΗ, ΣΤΑΣΗ!, αντί να πατήσει το κουμπί, και να γελάει μαζί του όλο το λεωφορείο. Μπορεί να εξακολουθεί το ίδιο φαινόμενο αλλά γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο τι χρειάζεται να χρησιμοποιήσουν οι ηλικιωμένοι προκειμένου να συμβαδίζουν με την εποχή τους.
Η (αντ)επίθεση που συμπυκνώνεται στη φράση «OK Boomer» μπορεί να αφορμάται από την ενόχληση για την αδυναμία των μεγαλύτερων να κατανοήσουν π.χ. την κλιματική αλλαγή, ή από την οικονομική ανισότητα. Όμως εδώ το θέμα δεν είναι να διαλέξουμε στρατόπεδα, είναι να κατανοήσουμε.
Ο συντονισμός των ηλικιωμένων με την εποχή και η εξοικείωσή τους με την κουλτούρα των νέων είναι από τις πιο θλιβερές όψεις των γηρατειών που αυτομαστιγώνονται. Τα αστεία για τον θείο που «κάθεται με τους νέους» στο τραπέζι επεκτείνονται στην προσπάθεια των ηλικιωμένων να παρακολουθήσουν και πολύ συχνά να κολακεύσουν το μουσικό γούστο των νέων, σε αντίθεση με τον Μέγα Βασίλειο που απέτρεπε ηθικοπλαστικά τους νέους από το να ακούν Sex Pistols («διεφθαρμένην μελωδίαν» την ονομάζει). Ηλικιωμένοι γονείς επιχειρούν να παρακολουθήσουν και ακόμη ίσως να κολακεύσουν την αργκό των νέων και πρόσφατα να ενημερωθούν για την αργκό των νέων στο διαδίκτυο. Η χρήση όμως αυτών των εκφράσεων είναι πάντοτε παράταιρη στο στόμα τους, σαν να μιλάει κανείς ξένη γλώσσα με βαριά προφορά. Η απόπειρα να ενημερωθεί κανείς για το τι σημαίνει KEKW έρχεται πάντα αργοπορημένη, διότι με κάποια άλλη λέξη θα έχει αντικατασταθεί ή θα λέγεται σε κάποιο άλλο πλαίσιο, και ο παρείσακτος που τη χρησιμοποιεί θα ακούγεται σαν τον Κωνσταντίνου στις βιντεοταινίες του ’80, όταν έλεγε «δικέ μου μη μου τη σπας», που το άκουγες μόνο εκεί.
Όλες αυτές οι προσπάθειες είναι καταδικασμένες και θλιβερές. Οι άνθρωποι μέσης ηλικίας χρησιμοποιούν το Facebook αλλά μαθαίνουν ότι οι νέοι δεν χρησιμοποιούν πια το Facebook αλλά περισσότερο το Instagram και μπορεί ήδη τώρα καθώς τα γράφω αυτά να μην είναι το Instagram αλλά κάτι άλλο που εγώ δεν το ξέρω. Όλες αυτές οι προσπάθειες θυμίζουν τους θείους που προσπαθούν να χορέψουν όπως οι νέοι, στα πάρτι, διότι εμφορούνται από μια επιθυμία δουλικής μίμησης μιας ζωής που θα είναι πάντα ξένη και απόμακρη, όσο τη ζυγίζουμε με τόσο ευτελή κριτήρια.
Όμως, από την άλλη, τι είναι αυτό που θα είχαν να μεταφέρουν οι γηραιότεροι στους νέους σήμερα; Αν κάνεις τυχαίνει να ενδιαφέρεται για την προφορική ιστορία κι αν τυχαίνει ο πατέρας του ή η γιαγιά του να έχει ζήσει μία ενδιαφέρουσα ζωή, μπορεί να κάνει τον κόπο να τον ρωτήσει και η απάντηση να έχει ενδιαφέρον. Αλλά τίποτε από αυτά δεν είναι βέβαιο. Έχουμε αλλαγές τόσο ραγδαίες που από τη μία πλευρά το να μας πουν πώς γνωρίζονταν και πώς φλέρταραν οι άνθρωποι πριν από 60 χρόνια είναι ενδιαφέρον, αλλά το ενδιαφέρον αυτό προκύπτει από την εξωτική φύση των αφηγήσεων, εφόσον έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που δεν είχαν καν πάει διακοπές στην Αντίπαρο πριν να παντρευτούν. Έχει μεσολαβήσει στο μεταξύ μία σεξουαλική επανάσταση και το διαδίκτυο. Και αν οι ίδιοι οι γηραιότεροι δεν μεταφέρουν καμία μνήμη από τον χαμένο κόσμο που αφήσαμε πίσω μας, τότε συμμετέχουν στον ίδιο κόσμο με τους νέους, αλλά τον κατανοούν λιγότερο.
Οι νέοι θεωρούνται πολιτικά προοδευτικότεροι, εκτός αν δεν είναι. Αν συγκρίνουμε τον Κόρμπιν και τον Σάντερς με τον Τσίπρα και τον Ιγκλέσιας, τα αποτελέσματα είναι μάλλον αποκαρδιωτικά. Αυτό που αλλάζει όμως είναι ότι η δεκαετία των 20 με 30 είναι η δεκαετία των ανοιχτών οριζόντων, η ζωή πριν το καραβοτσάκισμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ταλαιπωρούνται βάναυσα οι άνθρωποι αυτών των ηλικιών. Σημαίνει όμως ότι άλλο είναι το «-Είμαι ηθοποιός. -Σε ποιο μπαράκι δουλεύεις;» στα 22 και άλλο στα 42. Στα 42 ή στα 52 μοιάζει πολύ πιο απειλητική η υποψία ότι μπορεί να μην είμαι ηθοποιός, αν εργάζομαι περισσότερο σε μπαρ παρά στο θέατρο και το χιούμορ ενός τέτοιου αστείου γίνεται πιο πικρό.
Η φράση με την οποίαν ξεκίνησα είναι προφανώς μία φράση αναιδής. Δίνει μία συγκαταβατική συγχώρεση στον ηλικιωμένο, διότι είναι ηλικιωμένος. Είναι ουσιαστικά το ανεστραμμένο είδωλο της θλιβερής κολακείας των ηλικιωμένων προς τους νέους. Το χαρακτηριστικό της αυθάδειας είναι ότι αναφέρεται υποτιμητικά σε κάποιους ανθρώπους για κάτι που κάνεις νέος δεν κατέκτησε. Του χαρίζεται χάρη στη χρονολογία γέννησής του και βεβαίως η ζωή τον περιμένει στη γωνία για να του ανταποδώσει τα ίσα την επόμενη. Αν αφήσουμε στην άκρη τα ζητήματα συμπεριφοράς, προκειμένου να αποφύγουμε την ηθικολογία, μένει νομίζω το πιο ουσιαστικό κομμάτι που είναι πώς αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν και το μέλλον της ζωής και της κοινωνίας μας.
Εις ό,τι με αφορά προσωπικά, ήμουν πάντοτε γέρος. Κυκλοφορούσα με δερμάτινη τσάντα με χερούλι στο πανεπιστήμιο (χωρίς να είμαι ΔΑΠίτης, έλεγα πολιτικά αυτά που λέω και σήμερα), σαν επαρχιακός δικηγόρος, ή υδραυλικός, ή και τα δύο, και δεν έχω κάνει ποτέ κάτι από αυτά που κάνουν οι νέοι, όπως να κουρευτώ σαν να ανήκω σε κάποιο μουσικό φαν κλαμπ ή να βάλω φωτιά σε ένα αυτοκίνητο. Καθώς λοιπόν το κορμί μου παραδίδεται στη φθορά μήνα τον μήνα, με μόνη ανάσχεση τις έξι ώρες γυμναστικής που κάνω κάθε μέρα, με νοιάζει μόνο να σκεφτώ τι μπορούμε να μάθουμε ο ένας από τον άλλον, αν γίνει μια σύντομη ανακωχή στον πόλεμο των γενεών. Και κάπου μεταξύ κολακείας και αυθάδειας να υπάρξει το περιθώριο οι γηραιότεροι να αντιμετωπίσουν τις αγωνίες των νεότερων χωρις απαξίωση, και οι νεότεροι να σηκώσουν τα μάτια από την οθόνη τους. Όπως έλεγε σχετικά ένας αρθρογράφος του Guardian στηλιτεύοντας τη φράση OK Boomer ως προμετωπίδα του ηλικιακού ρατσισμού, «δεν φταίνε οι γέροι, ο συμμαθητής σου που δουλεύει στη Wall Street φταίει».