Με αφορμή την εκλογή του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη στην έδρα γλωσσολογίας-διαλεκτολογίας της Ακαδημίας Αθηνών επιθυμούμε να θίξουμε κάποια ζητήματα που αφορούν τη θέση και τις χρήσεις της γλωσσολογίας στη σημερινή Ελλάδα. Υπηρετώντας τη γλωσσολογία στην Ελλάδα και διεθνώς επί δεκαετίες, οι υπογράφουσες και οι υπογράφοντες έχουμε σαφή εικόνα του έργου και της συνεισφοράς και του εκλεγέντος και της συνυποψήφιάς του· συνεπώς είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε τεκμηριωμένες απόψεις για το θέμα.
Μεταξύ των μελών της Ακαδημίας Αθηνών δεν υπήρχε γλωσσολόγος από το 1941, όταν εξέλιπε ο Γεώργιος Χατζιδάκις. Η έδρα στη γλωσσολογία-διαλεκτολογία προκηρύχθηκε τον Απρίλιο του 2022. Υποψήφιοι για την έδρα ήταν η Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πατρών Αγγελική Ράλλη και ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χριστόφορος Χαραλαμπάκης.
Η μεν Α. Ράλλη είναι μορφολόγος (δηλαδή μελετάει τη δομή των λέξεων) και διαλεκτολόγος παγκόσμιας ακτινοβολίας με πλήθος επιστημονικών δημοσιεύσεων, διεθνών διακρίσεων και ερευνητικών προγραμμάτων, ενώ έχει ιδρύσει και διηύθυνε έως το 2020 το μοναδικό στην Ελλάδα Εργαστήριο Νεοελληνικών Διαλέκτων (ΕΝΕΔΙ)· ο δε Χ. Χαραλαμπάκης είναι καταξιωμένος λεξικογράφος και συντονιστής-επιμελητής του Χρηστικού Λεξικού της Ακαδημίας, με ερευνητικά ενδιαφέροντα που περιλαμβάνουν τη σχέση γλώσσας και λογοτεχνίας αλλά και τη γλώσσα της εκπαίδευσης, ενώ στο ευρύτερο κοινό είναι γνωστός από την αρθρογραφία και την επιφυλλιδογραφία του για γλωσσικά θέματα.
Μετά από ομόφωνη εισήγηση και πρόταση της Τάξης Γραμμάτων και Τεχνών, στην έδρα γλωσσολογίας-διαλεκτολογίας εκλέχτηκε ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης.
Η μέριμνα της Ακαδημίας να πληρωθεί η έδρα γλωσσολογίας-διαλεκτολογίας δεν είναι τυχαία, παρότι η έδρα χήρευε για πολλά χρόνια. Η διαλεκτολογία προκρίθηκε έναντι άλλων κλάδων της γλωσσολογίας αφενός λόγω της ιστορικής σχέσης μεταξύ της Ακαδημίας Αθηνών και της μελέτης των νεοελληνικών διαλέκτων και αφετέρου επειδή ακόμα και σήμερα η διαλεκτική ποικιλία της Νέας Ελληνικής έχει μελετηθεί εκτενώς αλλά όχι συστηματικά. Ο εντυπωσιακός πλούτος των ελληνικών διαλέκτων παραμένει, εν πολλοίς, αταξινόμητος και αποσπασματικά καταγεγραμμένος. Στις αρχές του αιώνα μας, το ενδιαφέρον για τις νεοελληνικές διαλέκτους αναζωπυρώθηκε χάρη στην πρωτοβουλία της Αγγελικής Ράλλη για διοργάνωση του Συνεδρίου Νεοελληνικών Διαλέκτων και Γλωσσολογικής Θεωρίας ανά διετία, με την ίδια από τότε σε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το γεγονός ότι η Κοινή Νέα Ελληνική πιέζει και σταδιακά εκτοπίζει τις ντόπιες ποικιλίες, καθιστά επείγουσα την αναγκαιότητα μιας συντονισμένης προσπάθειας να καταγραφεί και να μελετηθεί σε βάθος η διαλεκτική ποικιλότητα. Συν τοις άλλοις, η προσπάθεια αυτή θα συμπληρώσει και επεκτείνει τη γνώση που έχουμε για την ιστορική εξέλιξη της γλώσσας μας, ενώ τα δεδομένα των νεοελληνικών διαλέκτων μπορεί να προσφέρουν ασφαλή συμπεράσματα για την εγκυρότητα των διαφόρων γλωσσολογικών θεωριών.
Ωστόσο, η ανάγκη να ηγηθεί της προσπάθειας αυτής μια μορφή με κύρος στον χώρο της διαλεκτολογίας δεν έχει μόνον επιστημονικό χαρακτήρα: οι διάλεκτοι αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο των ντόπιων κοινωνιών, τόσο της υπαίθρου όσο και των πόλεων. Πανελληνίως, βρίσκονται στην καρδιά των κατά τόπους κοινοτήτων, της συλλογικής μνήμης τους και της πολιτιστικής τους κληρονομιάς.
Ζητήματα που προκύπτουν από την εκλογή στην έδρα γλωσσολογίας-διαλεκτολογίας
Γίνεται αντιληπτό ότι αυτό το κείμενο δεν θα είχε κανένα λόγο ύπαρξης εάν το γνωστικό πεδίο που θα καλούνταν να θεραπεύει ο νέος κάτοχος της έδρας γλωσσολογίας στην Ακαδημία ήταν η λεξικογραφία ή και η γενική γλωσσολογία. Αφενός είναι γνωστή η εμπιστοσύνη με την οποία έχει επανειλημμένα περιβάλει η Ακαδημία τον Χριστόφορο Χαραλαμπάκη ως λεξικολόγο και λεξικογράφο, αφετέρου ο κύριος Χαραλαμπάκης έχει διακριθεί στην αρθρογραφία και την επιφυλλιδογραφική του δραστηριότητα (αν και σαφώς λιγότερο στην αντίστοιχη ερευνητική) με πλήθος θεμάτων από τη σημασιολογία, την υφολογία, την ετυμολογία, την κοινωνιογλωσσολογία, τη γραμματική́ κ.ο.κ.
Ωστόσο η έδρα γλωσσολογίας στην Ακαδημία προκηρύχθηκε με ειδίκευση στη διαλεκτολογία. Η συνυποψήφια του Χ. Χαραλαμπάκη είναι διαλεκτολόγος και μάλιστα από τις πρωτοπόρους της επιστημονικής διαλεκτολογίας στην Ελλάδα, ενώ παραμένει ηγετική μορφή στη διαλεκτολογία στην Ελλάδα και παγκοσμίως.
Λέγοντας «επιστημονικής» εννοούμε ότι στο σημαντικό και εκτενές ερευνητικό έργο της η Αγγελική Ράλλη άφησε πίσω της τη λαογραφικού χαρακτήρα διαλεκτολογία ως εράνισμα τοπωνυμίων και καταγραφή ντόπιων λέξεων, κάτι που ήταν η νόρμα των διαλεκτολογικών μελετών μέχρι πριν λίγες δεκαετίες. Τόσο η ίδια όσο και το Εργαστήριο Νεοελληνικών Διαλέκτων έχουν αφοσιωθεί στη μελέτη των φωνητικών (όσον αφορά την προφορά), των φωνολογικών (όσον αφορά την κωδικοποίηση της προφοράς), των μορφολογικών (όσον αφορά τον σχηματισμό λέξεων) και των συντακτικών (όσον αφορά τη δόμηση φράσεων και προτάσεων) γνωρισμάτων των διαλέκτων, ταξινομώντας τες και αναλύοντάς τες ως γλωσσικά συστήματα.
Ας περάσουμε τώρα στην ουσία της εκλογής Χαραλαμπάκη στην έδρα γλωσσολογίας-διαλεκτολογίας. Η εισηγητική επιτροπή είχε να συγκρίνει μία μορφολόγο-διαλεκτολόγο (τη Ράλλη) με έναν γενικό γλωσσολόγο (τον Χαραλαμπάκη).
Η εν λόγω επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τη συστηματική́ ενασχόληση της Ράλλη με τη διαλεκτολογία όπως τεκμηριώνεται τα τελευταία 22 χρόνια από δεκάδες δημοσιεύσεων στην Ελλάδα και διεθνώς, από επιτόπιες έρευνες με 200 και άνω ώρες συλλογής διαλεκτικού́ υλικού́, από τα πολλά́ ερευνητικά́ προγράμματα αλλά και (όπως ήδη αναφέρθηκε) από την ίδρυση και λειτουργία του ΕΝΕΔΙ στο Πανεπιστήμιο Πατρών και τη διοργάνωση διετούς διεθνούς συνέδριου διαλεκτολογίας.
Όσον αφορά τη διεθνή αναγνώριση, η σύγκριση για την επιτροπή μεταξύ των δύο υποψηφίων θα ήταν πολύ εύκολη και η γνωμάτευση προφανής. Η Α. Ράλλη αποτελεί μία από τις κομβικές μορφές στη μορφολογία παγκοσμίως, με το έργο της εδώ και 30 χρόνια να διαμορφώνει κατευθύνσεις στις οποίες κινείται η έρευνα στη δομή των λέξεων. Η συμβολή της και η επιρροή της επιτελούνται μέσα από δημοσιεύσεις της σε ξένους εκδοτικούς οίκους, σε διεθνούς κύρους περιοδικά και συλλογικούς τόμους, ενώ το έργο της και στα ελληνικά είναι εκτενές, με πιο γνωστή την πρόσφατα επανεκδοθείσα εισαγωγή της στη Μορφολογία (Πατάκης 2022). Τέλος, η Α. Ράλλη έχει διεξαγάγει έρευνα και ατομικά και σε συνεργασία με λαμπρούς συναδέλφους, αλλά και ως συντονίστρια προγραμμάτων και επόπτρια επιστημόνων και ερευνητών. Τίποτε αντίστοιχο δεν ισχύει για τον Χ. Χαραλαμπάκη.
Σχετικά με το πλήθος των δημοσιεύσεων του Χαραλαμπάκη, πρέπει να γίνει εδώ μια απαραίτητη διευκρίνιση. Ασχέτως με το ποια είναι τα πανεπιστημιακά ήθη περασμένων εποχών, δεν είναι όλες οι δημοσιεύσεις ίδιες. Στην επιστημονική έρευνα γενικώς και στη γλωσσολογία ειδικότερα, κύρος και βαρύτητα διαθέτουν πρωτίστως οι δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά και δευτερευόντως σε συλλογικούς τόμους. Οπωσδήποτε, για να θεωρήσει κανείς μια δημοσίευση ως αξιόπιστο καρπό έρευνας αυτή πρέπει να έχει περάσει από διαδικασία κρίσης.
Πιο συγκεκριμένα, οι όποιες επιφυλλίδες ή εκλαϊκευτικά άρθρα που λ.χ. εξ ημών γράφει ο Παναγιωτίδης ούτε κατά διάνοια δεν επέχουν θέση ερευνητικής δημοσίευσης. Η ερευνητική δημοσίευση κατά κανόνα υποβάλλεται στη συντακτική επιτροπή επιστημονικού περιοδικού ή συλλογικού τόμου· η επιτροπή στέλνει την υποβληθείσα δημοσίευση για σχολιασμό, διορθώσεις και έγκριση σε τουλάχιστον έναν ανεξάρτητο κριτή, συνήθως δύο ή τρεις, ώστε να καταλήξει να θεωρηθεί έγκυρη για να δημοσιευθεί.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η πλούσια επιφυλλιδογραφία και αρθρογραφία του Χ. Χαραλαμπάκη σαφώς και συμβάλλει στον σκοπό της διάδοσης και εκλαΐκευσης της γλωσσολογικής ματιάς στη γλώσσα, κάτι που όλοι επικροτούμε. Σε καμία όμως περίπτωση τα κείμενα αυτά, που άπτονται πλήθους ζητημάτων, δεν συνιστούν ερευνητικές δημοσιεύσεις. Όλα αυτά βεβαίως τα γνωρίζει η επιτροπή που αξιολόγησε τους δύο υποψηφίους.
Στο «διά ταύτα»
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραπάνω ελλείψεις στη διαδικασία, φρονούμε ότι η εκλογή ενός γενικού γλωσσολόγου στην Ακαδημία ενώ η ανθυποψήφιά του είναι διαλεκτολόγος με πλούσιο και (ιδίως) επιδραστικό έργο συνιστά αφενός μείζονα αστοχία εις βάρος της διαλεκτολογίας και αφετέρου αδικία για μία από τις πιο καταξιωμένες εν ζωή γλωσσολόγους αλλά και την πλέον κατάλληλη για τη θέση.
Το σαθρό αντεπιχείρημα ότι τελικά η Ακαδημία δεν συνιστά παρά ένα αδρανές πάνθεον με περιορισμένο ρόλο στην έρευνα και με ισχνή απήχηση στην κοινωνία δεν απαλύνει την αδικία που υπέστη η συνάδελφός μας. Και εν πάση περιπτώσει, εάν το ζητούμενο ήταν να επιβραβευθεί ο Χ. Χαραλαμπάκης για την έως τώρα προσφορά του στο Χρηστικό Λεξικό της, θα μπορούσε η Ακαδημία να προκηρύξει θέση γλωσσολογίας-λεξικογραφίας και όχι γλωσσολογίας-διαλεκτολογίας.
Άννα Αναστασιάδη, Ομότιμη Καθηγήτρια Γλωσσολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ρέα Δελβερούδη, Καθηγήτρια Γενικής Γλωσσολογίας και Ιστορίας των Γλωσσικών Ιδεών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Άννα Ιορδανίδου, Ομότιμη Καθηγήτρια Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών
Στέλλα Μαρκαντωνάτου, Διευθύντρια Ερευνών με αντικείμενο την Υπολογιστική Γλωσσολογία στο Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου / Ε.Κ. Αθηνά
Δημήτρης Μιχελιουδάκης, Επίκουρος Καθηγητής Γλωσσολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Φοίβος Παναγιωτίδης, Καθηγητής Θεωρητικής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου
Σταύρος Σκοπετέας, Καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν
Brian D. Joseph, Διακεκριμένος Καθηγητής Γλωσσολογίας και κάτοχος της Έδρας Kenneth E. Naylor στη Γλωσσολογία των Νότιων Σλαβικών Γλωσσών του Πανεπιστημίου της Πολιτείας του Οχάιο (The Ohio State University)