Όπως τόνισε ο κ. Παπαχρήστος, «βρισκόμασταν πολύ κοντά στο να καταλήξουμε σε απεργιακή πρόταση για 24ωρη απεργία στις 17/5 και πενθήμερη επαναλαμβανόμενη από 20/5».

Ο ίδιος μίλησε για αντεγκλήσεις μεταξύ του ΠΑΜΕ και της ΔΑΚΕ ωστόσο εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι «αύριο πιο νηφάλιοι θα προχωρήσουμε».

Η τελική απόφαση – πρόταση θα πρέπει να επικυρωθεί από τις γενικές συνελεύσεις των καθηγητών και στη συνέχεια από τη γενική συνέλευση των προέδρων των τοπικών ενώσεων των καθηγητών που αναμένεται να συνέλθει στις 15 Μαΐου, δύο ημέρες πριν από την έναρξη των εξετάσεων

Τι μεταδίδει το «Βήμα»

Ενώ είχε ληφθεί η απόφαση ένα συνδικαλιστικό στέλεχος των δημοσίων υπαλλήλων –αποδίδεται από πηγές στο ΠΑΜΕ– μπήκε στην αίθουσα και ανακοίνωσε ότι επίκειται ψήφιση ρύθμισης στη Βουλή για το εργασιακό καθεστώς των καθηγητών από πλευράς του υπουργού Εργασίας κ. Γιάννη Βρούτση. Στο άκουσμα της είδησης αυτής, η ΔΑΚΕ υπαναχώρησε και απέσυρε τη στήριξη της απεργίας που μόλις είχε αποφασιστεί, αναμένοντας ενημέρωση και εξελίξεις επί της κίνησης Βρούτση.
 
Τελικά, η μαραθώνια συνεδρίαση που είχε αρχίσει στη 1.00 το μεσημέρι της Πέμπτης διακόπηκε και αποφασίστηκε να συνεχιστεί την Παρασκευή το πρωί όπου και θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις.
 
Η παράταξη της ΔΑΚΕ (ΝΔ) στην ΟΛΜΕ απέσυρε τελικά την πρότασή της για ψηφοφορία με κάλπες σχετικά με την απεργία των καθηγητών αλλά ταυτόχρονα άλλαξε στάση και το ΠΑΜΕ (στηρίζεται από το ΚΚΕ).
 
Η ΔΑΚΕ αρχικά ζήτησε να ψηφίσει τουλάχιστον το 30% των καθηγητών στις τοπικές ΕΛΜΕ κατά τη γενική συνέλευσή τους στις 15 Μαΐου, ενώ τελικά η παράταξη απέσυρε συνολικά την πρόταση για κάλπες ώστε να ξεπεραστεί το διαδικαστικό πρόβλημα που προέκυψε στη διάρκεια της συνεδρίασης των καθηγητών.
 
Παράλληλα το ΠΑΜΕ συμφώνησε μόνο σε μια 48ωρη απεργία στις 16 και 17 Μαΐου (εν τέλει αποφασίστηκε μόνο μία 24ωρη για τις 17 του μηνός, πρώτη ημέρα των εξετάσεων), αλλά διαφώνησε με τη συνέχιση των κινητοποιήσεων μέσα στην εξεταστική περίοδο.

Διαφωνία και για τα διαδικαστικά

Σύμφωνα με πληροφορίες, η αρχική συμφωνία στο ΔΣ της ΟΛΜΕ έχει επιτευχθεί και προβλέπει απεργία εν μέσω των Πανελλαδικών Εξετάσεων, ωστόσο οι συνδικαλιστές δεν τα… βρίσκουν στο διαδικαστικό της υπόθεσης. 
 
Πιο συγκεκριμένα, η πρόταση της ΔΑΚΕ για πραγματοποίηση απεργίας, με την προϋπόθεση ότι η συμμετοχή στις γενικές συνελεύσεις των ΕΛΜΕ θα ήταν τουλάχιστον 30%, φαινόταν αρχικά ως το επικρατέστερο σενάριο στη συνεδρίαση της ΟΛΜΕ.
 
Ωστόσο, οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ αντέτειναν ότι η συγκεκριμένη πρόταση ουσιαστικά αποτελεί προοίμιο συνολικότερης ρύθμισης του υπουργείου Εργασίας για τα εργασιακά. Αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει ένταση στο ΔΣ και, τελικώς, να αποσυρθεί η πρόταση από τη ΔΑΚΕ. 
 
Η πλειοψηφία, πάντως, των παρατάξεων στο ΔΣ της ΟΛΜΕ, φέρεται να επιμένει στην πρόταση για κήρυξη απεργιακών κινητοποιήσεων μέσα στην περίοδο των Πανελλαδικών Εξετάσεων, που αρχίζουν στις 17 Μαΐου.

Η εκδοχή των Παρεμβάσεων

«Είναι εξοργιστική η στάση της πλειοψηφίας του ΔΣ (τρεις της ΔΑΚΕ και τρεις της ΠΑΣΚ σε σύνολο 11 μελών), να βρίσκουν προσχήματα για να μη παρθεί απόφαση. Η ΔΑΚΕ αν και συμφωνεί στα λόγια με την σε απεργία στις εξετάσεις, από την άλλη τορπιλίζει αυτή τη θέση βάζοντας ως απαραίτητο όρο να στηθούν κάλπες από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αν και αυτό είναι αντικαταστατικό και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί το ΔΣ της ΟΛΜΕ να απαιτήσει κάτι τέτοιο από τις ΕΛΜΕ, η ΔΑΚΕ το χρησιμοποιεί σαν πρόσχημα ώστε να μη βγει απόφαση. Από κοντά και η ΠΑΣΚ που δήλωσε ότι δεν της αρκεί μια απλή πλειοψηφία από το ΔΣ της ΟΛΜΕ αλλά μόνο αν συμφωνήσει και η ΔΑΚΕ θα πάει σε συνελεύσεις, μη αρνούμενη κι αυτή στα λόγια την απεργία! Είναι εμφανής η πρόθεση και των δύο (που πρέπει κανείς να πάρει σοβαρά υπόψιν του ότι κατέχουν μια πλασματική πλειοψηφία πλέον στην ΟΛΜΕ, καθώς με τις εκλογές που ήδη διεξάγονται για το συνέδριο της ομοσπονδίας ο συσχετισμός έχει αλλάξει ριζικά. Οι δύο αυτές παρατάξεις διεκδικούν πλέον 3 ή 4 το πολύ έδρες στο νέο ΔΣ, αλλά έχουν πάρει απ’ ότι φαίνεται την απόφαση να προσφέρουν τις τελευταίες τους υπηρεσίες στους εργοδότες τους και να θάψουν τη δημόσια εκπαίδευση σαν κύκνειο άσμα τους).

Οι Παρεμβάσεις πρότειναν απεργία στις 17 του μήνα (πρώτη μέρα των Πανελλαδικών) και επαναλαμβανόμενα 5θήμερα από 20/5 που θα αποφασιστούν σε γενικές συνελεύσεις στις 14 του Μάη και θα επαναβεβαιώνονται κάθε Παρασκευή με νέες συνελεύσεις. Την ίδια πρόταση κατέθεσαν και οι Συνεργαζόμενες Αγωνιστικές Κινήσεις, ενώ το ΠΑΜΕ κάνοντας μια μικρή στροφή πρότεινε απεργία στις 16 και 17 του μήνα, με γενικές συνελεύσεις την επόμενη μέρα για εκτίμηση της κατάστασης. Δήλωσαν ότι δεν συμφωνούν με απεργία διαρκείας στις εξετάσεις και βλέπουν πιθανά μια 48ωρη σαν συνέχεια.

Οι Παρεμβάσεις στην προσπάθεια τους να βγει απόφαση από το ΔΣ (γιατί εκτιμούν ότι αυτό είναι μοναδική αναγκαιότητα για σήμερα) δέχονται πρώτα απ’ όλα να μη βγει απόφαση αν αυτή δεν έχει τη νομιμοποίηση μαζικών γενικών συνελεύσεων σε όλη τη χώρα, αφαιρώντας έτσι το επιχείρημα της ΔΑΚΕ για αυξημένη πλειοψηφία της απόφασης. Παράλληλα δέχονται την πρόταση του ΠΑΜΕ για 48ωρη 16 και 17, με την προϋπόθεση να υπάρξουν γενικές συνελεύσεις στις 14 του Μάη, από τη μια για να νομιμοποιήσει τη 48ωρη και από την άλλη για να υπάρξει η πρόταση για κλιμάκωση από 20 του Μάη καθώς ως γνωστόν απαιτούνται από το νόμο 4 μέρες περιθώριο για να εκδηλωθεί απεργία από την ψήφιση της, πράγμα που παραβλέπει σκόπιμα η πρόταση του ΠΑΜΕ».

Επιστράτευση σχεδιάζει η κυβέρνηση

Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, φέρεται να έχει ήδη έτοιμο το σχέδιο επιστράτευσης των καθηγητών, σε περίπτωση που αποφασίσουν να προχωρήσουν σε απεργία εν μέσω των Πανελλαδικών. 
 
Κύριο αίτημα των καθηγητών είναι να μην αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας των εκπαιδευτικών, αλλά και να μην μειωθούν οι προσλήψεις αναπληρωτών την επόμενη χρονιά. 
 
Ζητούν επίσης από το υπουργείο Παιδείας να πάρει πίσω το προεδρικό διάταγμα για τις αναγκαστικές μεταθέσεις καθηγητών.
 
Την ίδια ώρα, πάντως, το υπουργείο Παιδείας επιχειρεί να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή για τα ψέματα, όπως λέει, της ΟΛΜΕ, με «non paper» που διέρρευσε το απόγευμα της Πέμπτης και κάνει λόγο για «συντεχνιακές στρεβλώσεις της πραγματικότητας».
– Για το ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών οδηγεί σε απολύσεις: «Στις σχετικές διατάξεις της αξιολόγησης πουθενά δεν τεκμηριώνεται, άμεσα ή έμμεσα, διαδικασία απόλυσης ή διαθεσιμότητας εκπαιδευτικού. Αυτό που διασφαλίζεται είναι μη  εξέλιξη στις διευθυντικές θέσεις ή στις θέσεις  στελεχών εκπαίδευσης  των “αδιάβαστων” ή των “αμελών” δασκάλων και καθηγητών».
 
Όπως τονίζουν οι ίδιες πηγές, «η ΟΛΜΕ αρνείται την αξιολόγηση γιατί  θέλει, πρώτον, να διασφαλίσει την ανεμπόδιστη υπηρεσιακή και κατά συνέπεια μισθολογική εξέλιξη όλων, συμπεριλαμβανομένων όσων δεν μπαίνουν στις τάξεις ή ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντά τους και, δεύτερον, να μην επιτρέψει στους “ικανούς” και “επιμελείς” που  έχουν μεταπτυχιακές σπουδές, που έχουν επιτεύγματα αριστείας, που διακρίνονται στο εκπαιδευτικό τους έργο να εξελίσσονται σε μια “ισοπεδωτική λογική”. Αντίθετα, το υπουργείο Παιδείας μετά από 30 χρόνια εφαρμόζει ένα σύστημα για την αξιολόγηση δομών, διαδικασιών και ανθρώπινου δυναμικού στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση».
 
– Σχετικά με το ότι το υπουργείο Παιδείας «καταργεί διαμέσου συγχωνεύσεων σχολεία διαλύοντας τη δημόσια εκπαίδευση», από το κτίριο του Αμαρουσίου τονίζουν: «Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το 2011 καταργήθηκαν δια των συγχωνεύσεων περίπου 800 σχολικές μονάδες, το 2012 περίπου 120 και το 2013 το υπουργείο Παιδείας προχωρά στην κατάργηση περίπου 60 σχολικών μονάδων μετά από εισήγηση των Διευθυντών Εκπαίδευσης και των Περιφερειακών Διευθυντών και στις περισσότερες περιπτώσεις με σύμφωνη γνώμη των ΟΤΑ που εδρεύουν. Συγχωνεύσεις δηλαδή που κρίνονται από την υπηρεσία απαραίτητες για λόγους μη βιωσιμότητας των σχολικών μονάδων (δηλαδή που δεν συμπληρώνουν τον απαραίτητο αριθμό μαθητών την ώρα που λειτουργούν όμορες σχολικές μονάδες που μπορούν να φιλοξενήσουν τον μαθητικό πληθυσμό)».
 
– Για την άποψη ότι το υπουργείο Παιδείας «διαμορφώνει τάξεις με 30 και πλέον μαθητές» σημειώνεται: «Είναι επισήμως γνωστό στη διοίκηση της ΟΛΜΕ ότι έχει υπογραφεί ΚΥΑ που ορίζει τη δυναμικότητα των τάξεων σε 27 μαθητές.  Άλλωστε η καταστρατήγηση έως σήμερα στην πλειονότητα των περιπτώσεων ήταν να υπάρχουν τάξεις με 18 ή 20 μαθητές ώστε να διασφαλίζουν οι Διευθυντές περισσότερο διδακτικό προσωπικό το οποίο χρησιμοποιούσαν εκ των υστέρων ως διοικητικό προσωπικό. Γι' αυτό και προκύπτει ένας αριθμός περίπου 1.500 εκπαιδευτικών την τρέχουσα σχολική χρονιά που δεν έχουν ούτε μία ώρα διδακτικού έργου».
 
– Αναφορικά με το ότι η κυβέρνηση «απολύει» 10.000 αναπληρωτές καθηγητές, οι πηγές του υπουργείου Παιδείας αναφέρουν: «Κατ' αρχάς οι αναπληρωτές καθηγητές είναι συμβασιούχοι και η μη πρόσληψή τους δεν σημαίνει “απόλυση”. Η μόνιμη χρησιμοποίηση συμβασιούχων αναπληρωτών αλλά και η παράλληλη διαπίστωση κενών είναι μοναδικό φαινόμενο και αποδεικνύει την παθογένεια του συστήματος διαχείρισης προσωπικού που ακολουθήθηκε τα τελευταία 20 χρόνια».
 
«Στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση εργάζονται περίπου 83.000 μόνιμοι εκπαιδευτικοί και αντιστοιχούν σε 640.000 μαθητές, δηλαδή η αναλογία είναι ένας καθηγητής για οκτώ μαθητές. Ακόμη και αν συνυπολογίσει κανείς την ιδιαιτερότητα της Νησιωτικότητας και της Ορεινότητας που συναντάμε στη χώρα μας, ο λόγος αυτός  είναι πολύ χαμηλότερος σε σχέση από τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών του ΟΑΣΑ. Έχουμε λοιπόν πολύ περισσότερους μονίμους εκπαιδευτικούς ανά μαθητή και αυτό σε συνδυασμό με την προβληματική κατανομή τους ανά Περιφέρεια και Διεύθυνση Εκπαίδευσης. Γιατί οι αναπληρωτές  προσλαμβάνονται για να καλύψουν κενά που δημιουργεί η προβληματική κατανομή μονίμων καθηγητών ανά Περιφέρεια. Αλλού υπάρχει έλλειψη, άλλου υπεράριθμοι. Πέραν αυτού το κόστος των αναπληρωτών καθηγητών ξεπερνά ετησίως τα 300 εκατ. ευρώ, ενώ για τη σχολική χρονιά 2012-2013 προσελήφθησαν 8.500 αναπληρωτές για 10μηνη απασχόληση» ανέφεραν σήμερα άτυπα πηγές από το υπουργείο Παιδείας.   
 
Παράλληλα, σημείωναν από το υπουργείο, «έχει ήδη εξασφαλίσει την απασχόληση 8.500 αναπληρωτών στη νέα σχολική χρονιά σε καινοτόμες και χρηματοδοτούμενες δράσεις από το ΕΣΠΑ (όπως η εφαρμογή του θεσμού του Μέντορα, της ενισχυτικής διδασκαλίας κτλ.). Με δράσεις καινοτομίας είναι εφικτό να δημιουργηθεί ένα εργασιακό περιβάλλον και στη νέα προγραμματική περίοδο 2015-2022 που θα μειώνει στο ελάχιστο το κοινωνικό αποτύπωμα του νοικοκυρέματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» αναφέρεται στο κείμενο.
 
– Για τη θέση της ΟΛΜΕ ότι δεν δέχεται την αύξηση δύο ωρών την εβδομάδα: «Από τον Ιούλιο του 2012 διαπιστώσαμε ότι ουσιαστικά το υπουργείο δεν γνώριζε ούτε πόσους ακριβώς εκπαιδευτικούς διέθετε, ούτε πού βρίσκονταν όλοι, ούτε πόσες ώρες δίδασκε ο καθένας» αναφέρεται στην άτυπη ενημέρωση του υπουργείου Παιδείας.
 
«Γι' αυτό προχωρήσαμε σε πλήρη χαρτογράφηση της εκπαίδευσης: σχολεία, τμήματα, εκπαιδευτικοί εντός και εκτός σχολείου, ώρες απασχόλησης. Αυτό και μόνον αυτό θα επέτρεπε έναν ουσιαστικό προγραμματισμό. Αλλά και λήψη των αναγκαίων μέτρων που έπρεπε να ληφθούν για σωστές τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις αλλά και διορισμούς -έστω και αυτούς τους περιορισμένους που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια- και εν τέλει για την αξιοποίηση του υπάρχοντος εκπαιδευτικού προσωπικού κατά τον καλύτερο δυνατόν τρόπο. Με την ολοκλήρωση της παραπάνω χαρτογράφησης διαπιστώσαμε στρεβλώσεις δεκαετιών που οδήγησαν στη δημιουργία πλεονασμάτων σε κάποιες ειδικότητες με ταυτόχρονη έλλειψη σε άλλες.  Και φυσικά το μοναδικό φαινόμενο των “κενών” και η πρόσληψη κατά μέσο όρο 10.000 συμβασιούχων αναπληρωτών. Και κενά και 300 εκατ. ευρώ σπατάλη» τονίζουν οι ίδιες πηγές.
 
«Στόχος μας, μετά την έγκαιρη διανομή των βιβλίων τον Σεπτέμβριο του 2012, δηλαδή του αυτονόητου, η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, των εκπαιδευτικών μας, ώστε πριν από την έναρξη των μαθημάτων της επόμενης σχολικής χρονιάς όλα τα σχολεία να έχουν όλους τους αναγκαίους δασκάλους και καθηγητές» ανέφεραν.
 
«Με βάση, λοιπόν, πλήρως ελεγμένα και επιβεβαιωμένα στοιχεία, αποφύγαμε την αύξηση των ωρών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση όπου το ωράριο του πρωτοδιόριστου δασκάλου είναι 24 ώρες. Από την άλλη πλευρά, προχωρούμε στην οριζόντια αύξηση του ωραρίου όλων των καθηγητών κατά δύο ώρες, ώστε ο πρωτοδιόριστος από την επόμενη χρονιά να διδάσκει 23 ώρες την εβδομάδα, από 21 που δίδασκε μέχρι και φέτος, και βεβαίως ανάλογα με τα χρόνια οι ώρες αυτές μειώνονται μέχρι και τις 18 από 16 που ήταν μέχρι σήμερα για όσους είχαν 20 και πάνω χρόνια υπηρεσίας.
 
»Και μετά την αύξηση αυτή η Ελλάδα θα βρίσκεται ως προς τις ώρες που διδάσκουν οι εκπαιδευτικοί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση περίπου στο μέσο όρο των χωρών της ΕΕ που είναι 19,1  (γυμνάσιο) και 18,4 (λύκειο), όταν ο μέσος όρος (γυμνάσιο-λύκειο) στην Ελλάδα είναι 18,5 (σύμφωνα με τα στοιχεία και της ΟΛΜΕ), ενώ εξακολουθεί η αναλογία εκπαιδευτικών-μαθητών στη χώρα μας να παραμένει η μικρότερη στις χώρες του ΟΟΣΑ  αλλά και στην Ευρώπη.
 
»Με την αύξηση αυτή των ωρών, και σε συνδυασμό με τον αυστηρό περιορισμό των αποσπάσεων εκπαιδευτικών σε φορείς εντός και εκτός του υπουργείου Παιδείας, την εξάντληση του υπάρχοντος ωραρίου, την αξιοποίηση των δεύτερων πτυχίων των εκπαιδευτικών, την επέκταση πρώτης και δεύτερης ανάθεσης διδασκαλίας και την πρόσληψη 2.500 συμβασιούχων αναπληρωτών για τη νησιωτική και ορεινή χώρα,  εξασφαλίζονται οι αναγκαίες διδακτικές ώρες, κατά ειδικότητα, που θα επιτρέψουν όλα τα παιδιά σε όλα τα σχολεία να έχουν -και μάλιστα έγκαιρα- τον καθηγητή τους τον Σεπτέμβριο του 2012» καταλήγει το κείμενο το οποίο αναφερόταν επί του βασικού αιτήματος των καθηγητών.
 
– Σχετικά με την άποψη ότι το υπουργείο Παιδείας μετατρέπει «τους καθηγητές σε περιφερόμενο θίασο με τις  υποχρεωτικές μεταθέσεις» τονίζεται: «Αρχικά η “διαφωνία” της ΟΛΜΕ είναι όψιμη, εφόσον η νομοθετική  ρύθμιση για τις αναγκαστικές μετακινήσεις των εκπαιδευτικών είναι νομοθετημένες από τον περασμένο Νοέμβριο. Το Προεδρικό Διάταγμα ορίζει μόνον τη διαδικασία και τα κριτήρια υποχρεωτικής μετάθεσης και εφόσον ένας καθηγητής είναι υπεράριθμος, δηλαδή διδάσκει λιγότερο από 12 ώρες και δεν έχει συμπληρώσει δώδεκα χρόνια προϋπηρεσίας. Πέραν αυτού εκτός των υποχρεωτικών μεταθέσεων από το 2010 έχει ψηφιστεί -από την τότε μονοκομματική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ- στο Ν. 3848/2010 η δυνατότητα υποχρεωτικής απόσπασης των εκπαιδευτικών και μάλιστα χωρίς κριτήρια.  
 
»Όμως είναι τόσο εύλογη και δίκαιη η απόφαση της πολιτείας να μεταθέσει υπεράριθμους εκπαιδευτικούς σε κενές θέσεις, αρκεί να αναλογιστούμε ότι  τη σχολική χρονιά 2012-2013 5.500 εκπαιδευτικοί διδάσκουν λιγότερο από 12 ώρες την εβδομάδα, ενώ τα προηγούμενα χρόνια ήταν ακόμα περισσότεροι οι υποαπασχολούμενοι».

Συνάντηση Αρβανιτόπουλου – ΟΙΕΛΕ

Την Παρασκευή ο υπουργός Παιδείας Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος θα συναντηθεί και με τους εκπροσώπους των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, που επίσης έχουν απειλήσει με κινητοποιήσεις.

Συγκεκριμένα, η ΟΙΕΛΕ έχει ήδη εκφράσει την άποψη ότι «η επιβολή της αύξησης του ωραρίου στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς με οριζόντιο τρόπο αποτελεί τεράστιο ηθικό και πολιτικό ζήτημα για τη συγκυβέρνηση» και υποστηρίζει ότι κερδισμένοι είναι μόνο οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων.

Μετά την αυριανή συνάντηση θα γίνει νέα συνεδρίαση του δ.σ. της Ομοσπονδίας ώστε να επανεκτιμηθεί η κατάσταση και να συγκροτηθεί η πρόταση που θα κατατεθεί στις συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων, οι οποίες θα διεξαχθούν την επόμενη εβδομάδα.