I. Στην εποχή του ο WalterBenjamin εξέφρασε, μ’ όλη την εκρηκτικότητά του, την απόλυτη περιφρόνησή του απέναντι στους κρατικούς θεσμούς χαρακτηρίζοντας λ.χ. την αστυνομία ως «την πιο εκφυλισμένη μορφή βίας που μπορεί να συλλάβει κανείς» το δε κοινοβούλιο ως το πλέον «αξιοθρήνητο θέαμα» [1]. Προκειμένου να καταστήσουμε πληρέστερη, κατά το δυνατόν, την σκέψη του σ’ όλες τις διαστάσεις της ας προσθέσουμε και τούτο: εκδηλώνοντας ένα είδος αυθόρμητα επαναστατικού πνεύματος μέσα στην αντι-κρατική και αντι-πολιτική του φιλοσοφία κραυγάζει «Η πολιτική αποτελεί το πιο χονδροειδές άθλημα ανάμεσα στα αθλήματα που προσφέρει αυτός ο πλανήτης. Ό,τι έχει σχέση με το Κράτος είναι δουλειά υπηρετών» [2]. Αυτός που είχε την ιώβεια υπομονή και την ανεξάντλητη επιείκεια και μεγαθυμία να παρακολουθήσει τις πρόσφατες «συζητήσεις» στο ελληνικό Κοινοβούλιο, πριν καταντήσει στο σημείο να μισήσει τα αυτιά του, εξαιτίας των όσων άκουγε, θα ταυτιζόταν απόλυτα με τον προαναφερόμενο βαθυστόχαστο στοχαστή με το τόσο τραγικό τέλος. Η «συζήτηση» αφορούσε την διαφθορά των δημοσίων υπηρεσιών και ιδιαίτερα εκείνου του δυσώδους και ρυπαρού Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. με την συνέργεια και κάλυψη συγκεκριμένων υπουργών, της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, που αναφέρονται ονομαστικά σε ειδική αναφορά της ευρωπαίας Εισαγγελέα. Δεν θα μας απασχολήσουν οι άγονες λεκτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης που συνοδεύονταν από την, συνάδουσα στις περιστάσεις, σκηνοθετημένη ανακριτική σκαιότητα που μας προκαλεί ναυτία. Επρόκειτο για αθλιότητα που λαμποκοπούσε πάνω απ’ την οποία πετούσαν εκφράσεις νοσηρής υπερδιέγερσης και φρικιαστικής ανοησίας. Οι ευπρεπείς σαχλαμάρες διαγκωνίζονταν τις ιδιοφυείς σαχλαμάρες και εκείνες κατέληγαν στις αιμοχαρείς σαχλαμάρες. Υπουργοί και βουλευτές, προεχόντως της Κυβέρνησης αλλά όχι μόνον, εμφανίζονται, με κάθε βεβιασμένη ηρεμία, να εκτοξεύουν αναιδείς μωρολογίες θαρρείς και είναι ταγμένοι να τέρπουν κάποιο φιλοθεάμον κοινό λειτουργώντας, εκόντες άκοντες, ως Maîtres de plaisir. Το αποτέλεσμα; Η όποια τιμή τους απέμεινε (;) σπαρταράει πάνω στην γλυκιά ξόβεργα της εξουσίας. Οι εκπρόσωποι της φιλοδέσποτης Αριστεράς λειτούργησαν, ως αναμενότανε άλλωστε, ως γραβατοφόρα, υπαλληλικά υποκατάστατα Αριστερών ανταγωνιζόμενοι την πολιτική και ηθική συμπεριφορά των συναδέλφων τους του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Είχε δίκιο ο Έριχ Μύζαμ, λοιπόν, που θεωρούσε το κοινοβούλιο το σημαντικότερο όργανο της λαϊκής εξαπάτησης [3]. Όλα αυτά τα αντιπαρερχόμαστε για πλείστους όσους λόγους ο πρώτος εκ των οποίων συνίσταται στο ότι είναι προσβλητικά για την ανθρώπινη νόηση.
II. Ας μας επιτραπεί να επικεντρωθούμε σ’ ένα μόνο σημείο των αντιρρήσεων (άμυνας) της εγκαλουμένης κυβέρνησης και των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων της, υπουργών της και βουλευτών της. Εμφανίζονται να υποστηρίζουν, με επίπλαστη αγανάκτηση και νευρική αδημονία, ότι εμείς περιοριστήκαμε στο να επαναλάβουμε αυτά που εσείς (η αντιπολίτευση) κάνατε επί σειρά ετών. Την δική σας νομιμότητα εφαρμόσαμε, την δική σας πρακτική ακολουθήσαμε, τις αυτές μεθόδους και μεθοδεύσεις τηρήσαμε που εσείς ενωρίτερα εγκαθιδρύσατε! Ωστόσο, αρκετές από αυτές τις μεθοδεύσεις θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν, με ιδιάζουσα επιείκεια φυσικά, ως ευμήχανεςμ’ όλες τις περαιτέρω συναφείς δυσώδεις συνδηλώσεις. Πρόκειται για εκείνη την νομιμότητα η οποία στα χέρια των κρατούντων, δηλαδή εκείνων που την έπλασαν αλλά και εκείνων που την εφαρμόζουν και την απολαμβάνουν, είναι αρκούντως εύπλαστη ώστε να προσαρμόζεται επιτυχώς σ’ αυτό που οι Ιταλοί αποκαλούν «κομπίνα»: Ειδικότερα πρόκειται για την απροσδιόριστη πράξη στην οποία συναντούμε λίγη ή, έστω, αρκετή δολιότητα ανάμεικτη με το δίκαιο, το ευάρμοστον μιας επιτρεπτής καταδολίευσης, μια σ χ ε δ ό ν νόμιμη και καλοστημένη ατασθαλία [4]. Κατ’ εφαρμογήν μιας τέτοιας νομιμότητας, οι τεχνικά και πολιτικά επιτήδειοι ως προς την υλοποίησή της, μπορούν να συντηρούν ελαιοκτήματα μέσα σε στρατόπεδα που φιλοξενούν Πτέρυγα Μάχης της πολεμικής μας αεροπορίας, βαμβακοφυτείες στο Μέτσοβο και ελαιοκτήματα στον Γράμμο. Και να εισπράττουν, φυσικά, παχυλές ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για τις «κομπίνες» τους. Οι κυβερνητικοί τοπικοί αξιωματούχοι, με στενές και έντονες σχέσεις με συναρμόδιους υπουργούς, οι διάφοροι «φραπέδες» και «χασάπηδες», βύθισαν τα χέρια τους μέχρι τον ώμο στο καζάνι των κρατικών και κοινοτικών επιδοτήσεων. Κύριο, καθοριστικό μέλημα της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι όχι η διάψευση των σχετικών κατηγοριών – κάτι τέτοιο θα ‘τανε εξαιρετικά δύσκολο αν όχι παντελώς αδύνατον με τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία – αλλά η κατάδειξη της ύπαρξης και «πράσινων φραπέδων και χασάπηδων» δηλαδή κομματαρχών του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. οι οποίοι επέδειξαν κατά το παρελθόν παρόμοια αξιόποινη συμπεριφορά. Δηλαδή η κυβέρνηση, επειδή αδυνατεί να αποδείξει την ουσιαστική αβασιμότητα της κατηγορίας που της προσάπτεται, επικαλείται, προς υπεράσπισή της, την παρόμοια προγενέστερη συμπεριφορά των σημερινών κατηγόρων της. Πρόκειται για ακριβή, εμπειρική εφαρμογή του αξιώματος «abusus abusum invocat» (η κατάχρησις την κατάχρησιν επικαλείται) μ’ όλες τις ανήθικες προεκτάσεις του. Η παρόμοια, αξιόποινη συμπεριφορά που επέδειξαν οι κατήγοροί μας κατά το παρελθόν, δ ε ν ε ξ α λ ε ί φ ε ι το αξιόποινο της δικής μας παρόμοιας τωρινής εγκληματικής συμπεριφοράς με κανέναν τρόπο και καμιά συλλογιστική! Η ενοχή για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη είναι πάντοτε αναπόσπαστα συνδεδεμένη, από λογική και νομικήν άποψη, με κάποιο ξεχωριστό, διακεκριμένο φυσικό πρόσωπο, με κάποιο άτομο. Μ’ αυτήν την έννοια η ενοχή του αδικοπραγήσαντος πάντοτε παρίσταται ως προσωπική, ως εξατομικευμένη και σημασιολογείται μέσα σε συγκεκριμένες συντεταγμένες χώρου και χρόνου εντός των οποίων ο συγκεκριμένος δράστης έδρασε κατά την διάπραξη του εγκλήματος που του αποδίδεται. Ακόμη και στην περίπτωση του εγκλήματος κατά συναυτουργίαν – όταν πολλοί δράστες ετέλεσαν από κοινού κάποιο έγκλημα – η ποινική ευθύνη ενός εκάστου τούτων εξακολουθεί να είναι εξατομικευμένη και ανεξάρτητη της ποινικής ευθύνης των λοιπών συμμετόχων δραστών. Λογική απόρροια μιας τέτοιας αντίληψης είναι ότι και η επιβληθείσα απ’ το Δικαστήριο ποινή, οποιαδήποτε ποινή είτε πρόκειται για στερητική της ελευθερίας ποινή είτε για ποινή σε χρήμα (χρηματική ποινή ή πρόστιμο) φέρει προσωπικά χαρακτηριστικά του καταδικασθέντος και είναι εμπειρικά εξατομικευμένη μ’ αυτόν. Τούτο φαίνεται ευδιάκριτα στην περίπτωση επιβολής χρηματικής ποινής ή ποινής φυλάκισης μετατραπείσας σε χρηματική ποινή: από νομικήν άποψη η ποινή σε χρήμα ουδόλως φέρει τον χαρακτήρα εσόδου του Δημοσίου πράγμα που, εκτός των άλλων σημαίνει, ότι εκείνος που προθυμοποιείται να πληρώσει, για λογαριασμό του καταδικασθέντος, χρηματική ποινή ή ποινή φυλάκισης μετατραπείσα σε χρηματική ποινή, θα πρέπει υποχρεωτικά να έχει αποδεδειγμένα την εντολή ή την συναίνεση του καταδικασθέντος [5]. Αυτόν τον τελευταίο αφορά η ποινή και η έκτισή της, γι’ αυτόν εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου. Πρόκειται για εμπειρική εξατομίκευση. Τότε για ποιόν, άραγε, λόγο η κυβέρνηση και οι ακούραστοι και κουραστικοί διαλαλητές των συνθημάτων της επιμένουν, με υστερική δικολαβική γλώσσα, στην κατάδειξη της ενοχής των κατηγόρων της επικαλούμενοι την παρόμοια, κατά το παρελθόν, αδικοπραγία των τελευταίων; Αληθείς υποτιθέμενοι οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί της, δεν ε ξ α λ ε ί φ ο υ ν την δική της, καθόλα αυτοτελή, ποινική της ευθύνη. Δεν την εξαλείφουν αλλά στην κοινή συνείδηση την α π ο δ υ ν α μ ώ ν ο υ ν, την σχετικοποιούν μια και η καταγγελία και η μαρτυρία των κατηγόρων της καλύπτεται από μια λαμπυρίζουσα αχλήν αμφιβολίας, αναξιοπιστίας, ταπεινής ιδιοτέλειας. Το συμπέρασμα συμποσούται σ’ εκείνο το μακάβριο Έβερεστ του κυνισμού: «Και σεις τα ίδια κάνατε. Πάψτε λοιπόν. Όλοι μαζί τα φάγαμε.»! Μια άκρως αποτελεσματική μέθοδος αδρανοποίησης, ίσως εξουδετέρωσης των ενοχοποιητικών για τον κατηγορούμενο καταγγελιών και μαρτυριών είναι να καταδείξει την σ υ ν έ ρ γ ε ι α των κατηγόρων του. Έτσι θα εξασφαλίσει την σιωπή τους ενίοτε δε και την ενεργή υποστήριξή τους.
III. Εκείνο που θα πρέπει να προσέξουμε στην βδελυρή φράση «Όλοι μαζί τα φάγαμε» δεν είναι το χρησιμοποιούμενο πρώτο πρόσωπο αλλά ο καθοριστικός, ως προς την σημασία του, πληθυντικόςαριθμός μεγιστοποιούμενος απ’ το επίθετο «όλοι». Μέσα στην φράση «Όλοι μαζί τα φάγαμε» εμπεριέχεται βεβαίως και το άτομό μας αλλά αυτή η σημασιολογική ένδειξη εξαερώνεται, ασημαντοποιείται δίπλα στο «όλοι μαζί». Μ’ αυτόν τον τρόπο η ατομική, η προσωπική ποινική μας ευθύνη σμικρύνεται, ελαχιστοποιείται, σχεδόν εξαφανίζεται. Και αυτό είναι το ζητούμενο, αυτός είναι ο στόχος των καταχραστών του δημοσίου και του κοινοτικού χρήματος. Γι’ αυτό και η ευάγωγη και εξοργιστικά πειθήνια κοινοβουλευτική ομάδα της κυβερνητικής δεξιάς, παρέβλεψε την ρητή ονοματοδοσία των υπουργών της στην μηνυτήρια αναφορά της ευρωπαίας Εισαγγελέα και «επικεντρώθηκε» στην έρευνα των πεπραγμένων του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., όχι της τελευταίας (κυβερνητικής) εξαετίας αλλά του διαμεσολαβήσαντος χρονικού διαστήματος από το 1998 μέχρι το 2025! Ευελπιστεί ότι θα βρεθούν πολλοί, «ποικιλόμορφοι» ένοχοι η ύπαρξη και η δράση των οποίων θα αποδυναμώσει την κατ’ αυτής βάσιμη κατηγορία και προφανή πολιτική και ποινική ευθύνη της. Μ’ αυτήν την αποτροπιαστική πρόθεση επιχειρεί ψυχρόαιμα μια sui generis pulvérisation (κονιοποίηση) της κατηγορίας της και της αντίστοιχης ενοχής της. Στο κάτω – κάτω της γραφής όταν «όλοι είμαστε ένοχοι» κανείς δεν είναι πιο ένοχος από τον άλλον πολλώ δε μάλλον όταν αυτός ο «κανείς» είναι υπουργός της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη ή έστω άτυπος μεν, ουσιαστικός δε αξιωματούχος του ιερού κυβερνητικού κοιτώνα (sacrum cubiculum) με τους πολυάριθμους, αναιδέστατους και αναίσχυντους σύγχρονους cubicularii, τόσους και τόσους «φραπέδες» και «χασάπηδες» [6]. Οι Ρωμαίοι της λατινικής Δύσης έδειξαν μιαν ολοφάνερα ανώτερη ικανότητα από τους Έλληνες σε δύο μόνο σφαίρες, μια πρακτική και μιαν άλλη, πνευματική. Α) Διέπρεψαν στην τέχνη του κυβερνάν (τόσο τους εαυτούς τους όσο και τους άλλους) προς το συμφέρον της δικής τους εύπορης τάξης και προπαντός των πλουσιότερων μελών της. Β) Η άλλη σφαίρα – η πνευματική – στην οποία η ρωμαϊκή ιδιοφυία διακρίθηκε ήταν το jus civile, το «αστικό δίκαιο» ένας όρος με ολόκληρη παράταξη σημασιών. Επρόκειτο για το πιο πρωτότυπο προϊόν του ρωμαϊκού πνεύματος αν και πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το jus civile σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται μ’ ότι αποκαλούμε «κράτος δικαίου» το οποίο, σ’ ότι έχει σχέση με το συνταγματικό και, ιδιαίτερα, το ποινικό δίκαιο, δεν εγκαθιδρύθηκε ποτέ. [7] Το jus civile ήταν πάνω απ’ όλα ένα καλομελετημένο σύστημα, δουλεμένο σ’ όλες τις λεπτομέρειες και συχνά με μεγάλη διανοητική αυστηρότητα για την ρύθμιση των προσωπικών και οικογενειακών σχέσεων των Ρωμαίων πολιτών, ιδιαίτερα σ’ ότι αφορά τα δικαιώματα της κυριότητας, ένα ειδικά ιερό θέμα για την ρωμαϊκή άρχουσα τάξη που εγγίζει την ιδεοληψία [8]. Κατά τα λοιπά οι Ρωμαίοι διακρίνονταν από μια αμέριμνη χοντροκοπιά σ’ ότι αφορά τα υπόλοιπα, πλην του Δικαίου, πνευματικά ζητήματα. Όντες λοιπόν επαΐοντες ως προς τους νόμους και το Δίκαιο εγνωμάτευσαν και τούτο: «Quicquid multis peccatur inultum» που σημαίνει «Όποια αδικήματα κι αν διαπράττονται από τους πολλούς μένουν ατιμώρητα». Όταν λοιπόν ένα έγκλημα διαπράττεται από πολλούς πολλώ δε μάλλον από απροσδιόριστο αριθμητικά πλήθος ανθρώπων, τότε παραμένει ατιμώρητο [9]. Η ποινική ενοχή, όπως εξηγήσαμε ήδη παραπάνω, είναι πάντοτε ατομική, πάντοτε προσωπική και εξατομικευμένη. Συλλογική ποινική ευθύνη δεν νοείται ως τέτοια. Αυτό φαίνεται να το γνωρίζουν, έστω ενστικτωδώς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι πολιτικά και πνευματικά υποτελείς του γι’ αυτό και επέλεξαν την ονειδιστική προπεριγραφείσα κοινοβουλευτική τακτική τους επιζητώντας την διάχυση, την pulvérisation (κονιοποίηση) της ποινικής τους ευθύνης στους κομματικούς τους αντιπάλους αλλά και στο σύνολο των «ευεργετηθέντων» από τις κρατικές και κοινοτικές επιδοτήσεις.
IV. Μ’ όσα προεκθέσαμε φάνηκε η εκχυδαϊσμένη, μεταλλαγμένη μορφή του προαναφερθέντος ρωμαϊκού δικαιϊκού κανόνα και η κατάληξή του στο αποκρουστικό «Όλοι μαζί τα φάγαμε». Η πρακτική του εφαρμογή οριοθετεί μια κοινωνία και έναν κρατικό μηχανισμό αλληλοεξαπάτησης στο πλαίσιο των οποίων η ηθική εξαχρείωση εκλαμβάνεται (και προβάλλεται) ως αρετή, η όποια ρυπαρή «καπατσοσύνη» παρίσταται ως ευφυΐα άξια θαυμασμού και επαίνου, οι άνθρωποι διακατέχονται από κερδοφόρα διαστροφική εμμονή και εκδηλώνουν ένστικτα αρπακτικού ζώου. Το «Όλοι μαζί τα φάγαμε» σηματοδοτεί το ultimumrefugium (έσχατο καταφύγιο) των παλιανθρώπων που, επειδή, πιάστηκαν με την «γίδα στην πλάτη», προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν την ευθύνη τους με την αριθμητική μεγέθυνση των συνεργών τους και την εξυπακουόμενη διάχυση, pulvérisation (κονιοποίηση) της ε ν ο χ ή ς τους. Πρόκειται δηλαδή για διαδικασία και συλλογιστική ανεπίδεκτες οποιασδήποτε θετικής συνεκδοχής!
Η ύπαρξη όμως, του προαναφερθέντος ρωμαϊκού δικαιϊκού κανόνα δεν σχετίζεται υποχρεωτικά με εκδηλώσεις που κινούνται από ταπεινά ελατήρια και «κερδαλεοφορίας ένεκα», η πρακτική εφαρμογή του δεν είναι απαραίτητο να απασχολεί μόνον «επαγγελματίες Έλληνες» δηλαδή ανθρώπους που «επάγγελμα έχουν την εις τα εθνικά ζητήματα ιδιοτελή ανάμειξιν». Τουναντίον: υπάρχουν και κοινωνίες όπου εκτιμώμενες αρετές είναι η αλληλοβοήθεια, η φιλοξενία, η αφοσίωση και η εντιμότητα των ανθρώπων. Στις κοινωνίες τέτοιου είδους η κοινωνική συνοχή είναι ισχυρή, η αλληλεγγύη δημιουργεί μια μοναδική αντίληψη περί ισότητας και μια πανταχού παρούσα πλούσια αίσθηση συντροφικότητας. Κάνει την ζωή να αισθάνεται υπερήφανη για τέτοιους ανθρώπους. Ας μας επιτραπεί να αναφερθούμε, εν τάχει, σε δύο συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα για τα οποία έχουμε ικανοποιητική πληροφόρηση:
Α) Ο Γάλλος περιηγητής και διπλωμάτης Choiseul-Gouffier, το ταξιδιωτικό χρονικό του οποίου δεσπόζει σ’ ολόκληρο τον δέκατο όγδοο αιώνα, αναφέρει για τους υπόδουλους Έλληνες ότι αισθάνονται το χαράτσι σαν την έσχατη ταπείνωση, σαν κραυγαλέα απόδειξη της σκλαβιάς τους. «Όταν ο στόλος του καπουδάν πασά, λέει, αρχίζει την περιοδεία του στο Αιγαίο για να εισπράξει τα ετήσια δοσίματα τρόμος απλώνεται πάνω στα νησιά. Οι πιο εύποροι Έλληνες προσπαθούν να δείξουν πως ζουν σε μαύρη δυστυχία. Αλλά ο Τούρκος έχει τα μέσα να ανακαλύψει την αλήθεια και να αρπάξει το βιός τους». Και ο Άγγλος πρόξενος στην Τουρκία William Eton, αναφερόμενος στον ετήσιο γύρο του καπουδάν πασά στα νησιά του Αιγαίου τα ίδια περίπου λέει τονίζοντας πως «Κυβερνήτες και αξιωματικοί των καραβιών επιβάλλουν στους εύπορους κατοίκους εισφορές για λογαριασμό τους». Τους υπόλοιπους κατοίκους απλά τους κατάληστεύουν οι ναύτες και οι στρατιώτες. Παράλληλα ο Dimo Stephanopoli μας πληροφορεί ότι οι δικαιοδοσίες του καπουδάν πασά, κατά την ετήσια συλλογή των φόρων, «είναι απεριόριστες και η εμφάνιση του στόλου σκορπίζει παντού τον τρόμο. Εκτός από τους επίσημους φόρους χαρατσώνει τους κατοίκους και για λογαριασμό του…» [10]. Μπροστά σ’ αυτήν την εξαιρετικά επώδυνη κατάσταση οι Έλληνες των νησιών του Αιγαίου κατορθώνουν συχνά να αναλαμβάνουν οι ίδιοι την είσπραξη των φόρων για να αποφύγουν την τραυματική άμεση επαφή με τους Τούρκους που οδηγεί σε υπέρμετρες επιβαρύνσεις. Συνήθως οι φόροι νοικιάζονται από κάποιον Έλληνα που φροντίζει να συγκεντρώσει το προκαθορισμένο ποσό. Φυσικά ο ενοικιαστής καταληστεύει τους κατοίκους για να πλουτίσει, λέει, συνεχίζοντας ο Choiseul-Gouffier. Ωστόσο ο λαός αντιστεκόταν σ’ αυτήν την ληστρική εκμετάλλευση και μερικές φορές αντιμετώπιζε δυναμικά τον άρπαγα ενοικιαστή. Στην Κέα λ.χ. λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου ένας παπάς ενοικιαστής των φόρων του νησιού που αρνιόταν να λογοδοτήσει στην γενική συνέλευση για τις εισπράξεις και για τα ποσά που είχε καταβάλει στον καπουδάν πασά (στόλαρχο του Σουλτάνου). Όταν αργότερα ήρθε ο καπουδάν πασάς, ζήτησε να συγκεντρωθούν οι Τζιώτες και ρώτησε το πλήθος ποιός σκότωσε τον παπά. Όλοι μαζί οι κάτοικοι απάντησαν με μια φωνή! Όλοι μας α φ έ ν τ η! Ο Τούρκος στόλαρχος πρόσταξε να ξεχωρίσουν εκατό νησιώτες στην τύχη και να οδηγηθούν στην ναυαρχίδα όπου, ύστερα από ένα σκληρό μαστίγωμα, τους άφησε ελεύθερους [11]. Όλα αυτά έγιναν ανήμερα του Πάσχα του 1780.
Β) Το 1476 σ’ ένα ορεινό pueblo (χωριό) της Καστίλης στην Ισπανία ξεσηκώθηκαν οι κάτοικοι του και σκότωσαν τον τυραννικό τους κυβερνήτη. Όταν αργότερα έφθασαν οι Δικαστές του βασιλιά και προσπάθησαν να αποφασίσουν ποιος ήταν υπεύθυνος για τον θάνατό του, η μόνη απάντηση που κατόρθωσαν να αποσπάσουν ήταν «Fuente Ovejuna» (κατά λέξη σημαίνει προβατοπηγή). Ήταν το όνομα του pueblo τους, του χωριού τους και σήμαινε πως δράστες ήσαν όλοι οι κάτοικοί του. Στην πραγματικότητα την ανθρωποκτονία του τυραννικού κυβερνήτη την εκτέλεσε ένας από τους κατοίκους του pueblo με την προγενέστερη έγκριση όλων των κατοίκων του. Εκείνη η συγκεκριμένη ανθρωποκτονία του τυραννικού κυβερνήτη Φερνάν Γκόμεθ δε Γκουθμάν έδωσε στον Λόπε δε Βέγα την ιδέα για το ομώνυμο θεατρικό του έργο που γράφτηκε στα 1612-1614 και πρωτοεκδόθηκε στη Μαδρίτη το 1619 [12]. Οι προπεριγραφείσες δύο περιπτώσεις, παρά την χρονική και γεωγραφική απόσταση που τις χωρίζει, εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά που τις διαφορίζουν αμφότερες, με τρόπο εμφανή και αναντίρρητο, απ’ την συλλογιστική του δυσώδους «Όλοι μαζί τα φάγαμε». Οι συμμέτοχοι της τελευταίας περίπτωσης, λουσμένοι στην απωθητική ιδιοτέλειά τους και στην ηθική μικρότητά τους, προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν, να κονιοποιήσουν την ποινική τους ευθύνη, την ενοχή τους, βυθιζόμενοι στον ρυπαρό πολτό της παρόμοιας αξιόποινης συμπεριφοράς των πολυπληθών ομοίων τους. Είναι μια ονειδιστική απεμπόληση ευθύνης που τους γελοιοποιεί και τους ευτελίζει ως ανθρώπους. Στις περιπτώσεις της Κέας και της Fuente Ovejuna τα διαδραματισθέντα γεγονότα κάνουν τη ζωή υπερήφανη για εκείνους τους ανθρώπους της. Πρόκειται για κοινότητες ανθρώπων όπου η κοινωνική συνοχή των μελών τους είναι τόσο ισχυρή ώστε η κοινότητα να εμφανίζεται υπεύθυνη για κάθε μέλος της ενώ κάθε μέλος της θέτει την κοινότητα πάνω απ’ τα μικροσυμφέροντά του. Η αλληλοβοήθεια και η αφοσίωση μεταξύ των κατοίκων προσλαμβάνει χαρακτηριστικά αυτοθυσίας ενώ διαφαίνεται ως πανταχού παρούσα μια πλούσια, ζωντανή και ελπιδοφόρα αίσθηση σ υ ν τ ρ ο φ ι κ ό τ η τ α ς που εξανθρωπίζει τον άνθρωπο. Δεν τον αποκτηνώνει όπως συμβαίνει στους μακρυχέρηδες «επαγγελματίες Έλληνες». Στις περιπτώσεις της Κέας και της Fuente Ovejuna έχουμε αυτοθυσιαστική ανάληψη ποινικής ευθύνης προκειμένου να διασφαλιστούν οι ομοχώριοι αληθινοί δράστες και όχι μικρόψυχη, ταπεινή απεμπόληση ποινικής ευθύνης μέσω της διάχυσής της στους όμοιούς τους, κακεντρεχείς κακοποιούς που στιγματίζονται από απωθητική ιδιοτέλεια. Η επισημανθείσα διαφορά δεν είναι μόνο ευδιάκριτη και σημαντική αλλά και κραυγαλέα, συγκινητική και συγκλονιστική. Οι περιπτώσεις της Κέας και της Fuente Ovejuna εξεικονίζουν έναν κόσμο που τον διαπερνάει η ανθρωπιά και η αξιοπρέπεια, η μεγαλοσύνη και η αλληλεγγύη, είναι μια εν γένει συμπεριφορά που κατατείνει στο να ανθρωπέψει ο άνθρωπος. Το «Όλοι μαζί τα φάγαμε» είναι χαμερπής διαλάληση κυνισμού και ηθικής εξαχρείωσης που απομειώνει την ανθρωπιά του ανθρώπου, τον μετατρέπει σε κομματικοποιημένο ανθρωποειδές.
Εν κατακλείδι: η σημασία και η λειτουργία του προαναφερθέντος ρωμαϊκού δικαιϊκού κανόνα ποικίλει ανάλογα με τις κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες εφαρμόζεται και λειτουργεί. Ενίοτε εμφανίζεται ως καταφυγή θρασύτατων απατεώνων, ενίοτε υψώνεται σαν ολόφωτη δάδα ανθρωπιάς και αυτοθυσιαστικής προσφοράς που φωτίζει τα σκοτάδια της σκλαβιάς και της απόγνωσης!
[1] Βλ. Michael Löwy, Λύτρωση και Ουτοπία, σε μτφρ. Θανάση Παπαδόπουλου, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα, 2002, σελ. 159.
[2] Βλ. ό.π σελ. 167-168.
[3] Βλ. Έριχ Μύζαμ, Η Δημιουργία της Βαυαρικής Δημοκρατίας των Συμβουλίων. Από τον Άισνερ έως τον Λεβινέ, σε μτφρ. Γιάννη Κέλογλου, Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα, 2020, σελ. 29.
[4] Βλ. Έριχ Μύζαμ, Η Δημιουργία της Βαυαρικής Δημοκρατίας των Συμβουλίων. Από τον Άισνερ έως τον Λεβινέ, σε μτφρ. Γιάννη Κέλογλου, Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα, 2020, σελ. 29.
[5] Βλ. την Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών (Α. Φάκου) μ’ αριθμό 2345/1992, στα Ποινικά Χρονικά, τομ. ΜΒ, σελ. 616.
[6] Pρβλ. Averil Cameron, Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (284 μ.χ. – 430 μ.χ.) σε μτφρ. Ιωάννας Κράλλη, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2000, σελ. 75 και διεξοδικά σελ. 169 όπου και η οξυνούστατη παρατήρηση της συγγραφέα «…Με αυτή την στρατιά των αξιωματούχων, το ύστερο ρωμαϊκό σύστημα φαίνεται, με την πρώτη ματιά, σαν μια αταξία κινούμενη από διαφθορά. Όλα ήταν προς πώληση, συμπεριλαμβανομένης και της κυβερνησης…». Προφητικά λόγια! Για το ίδιο θέμα, τους αξιωματούχους του «Ιερού Κοιτώνος» τους διαβόητους cubicularii και το ευρύτατο πεδίο των δραστηριοτήτων τους ως και την μέγιστη δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας που τους διέκρινε, βλ. επίσης το μνημειώδες G.E.M. de Ste. Croix, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, σε μτφρ. Γιάννη Κρητικού, εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1998, σελ. 234, 193.
[7] Βλ. G.E.M. de Ste. Croix, ό.π. σελ. 410, 411, 412
[8] Βλ. ό.π. σελ. 413 και 527
[9] Βλ. Μάρκος Ανναίος Λουκανός, Pharsalia, 260, ως παρατ. επιδοκιμαστικά στο Edmund Burke, Στοχασμοί για την Επανάσταση στην Γαλλία, σε μτφρ. – επιμέλεια – εισαγωγή Χ. Γρηγορίου, Σαββάλας, Αθήνα, 2010, σελ. 139 και 319 σημ. μ’ αριθμό 126.
[10] Βλ. το αποκαλυπτικό και πολύτιμο Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος Β’, 1700-1800, δέκατη έκδοση, εκδόσεις ΠΙΡΟΓΑ, Αθήνα, Χ.Χ.Ε., σελ. 371, 372.
[11] Βλ. ό.π. όπου περαιτέρω παραπομπή στο Ιω. Ν. Ψύλλας, Ιστορία της νήσου Κέας, εν Αθήναις 1920, σελ. 156-157.
[12] Βλ. Μάρεϊ Μπούκτσιν, Οι Ισπανοί αναρχικοί, τα ηρωικά χρόνια, 1868-1936, σε μτφρ. Γιάννη Καστανάρα, Ροζίνας Μπέρκνερ, Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα, 2011, σελ. 165,166.