Στους ναζί η ομοφυλοφιλία χρησιμοποιήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις ως πρόσχημα, προκειμένου ο Χίτλερ να απαλλαγεί από ανεπιθύμητους ανταγωνιστές. Ο αρχηγός των Ταγμάτων Εφόδου Ερνστ Ρεμ είχε ερωτική σχέση με τον οδηγό του, με τον οποίον τους βρήκαν μαζί στο κρεβάτι τη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», όταν ο Χίτλερ ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του δολοφονώντας μαζικά αυτούς που θεωρούσε πιθανούς αντιπάλους από τον πολιτικό του χώρο. Στην υπόθεση Ρεμ είχε αναφερθεί σε ένα άρθρο του (Ομοφυλοφιλία και φασισμός, εκδ. Άγρα) ο γιος του Τόμας Μαν, ο Κλάους Μαν, αντιφασίστας ακτιβιστής και ομοφυλόφιλος. Κατηγορώντας τότε την Αριστερά που αντέγραφε την ομοφοβική προπαγάνδα των ναζί, έλεγε πως «εκείνο που έκανε τον Ρεμ πραγματικά αηδιαστικό δεν ήταν αυτό που του καταμαρτυρούσαν πρώτα ο αριστερός Τύπος και αργότερα ο Χίτλερ, αλλά το γεγονός πως επρόκειτο για ένα κυνικό, χοντροκομμένο καθίκι, όπως όλοι οι αρχηγοί των ναζί».
Ο Πέτρος Τατσόπουλος δήλωσε ότι η επίμαχη φράση (πως έχει πηδήξει τη μισή Αθήνα, άρα δεν είναι «αδερφή») απομονώθηκε, και διαστρεβλώθηκε το νόημα της – ότι το πνεύμα της ήταν ειρωνικό. Η συνέχεια της συνέντευξης έχει ως εξής: «Δηλαδή, τι άλλο να πω; Τώρα, στα γεράματα, να βγάζω φωτογραφίες με τα παιδιά μου ή με τις συζύγους μου, για ν’ αποδείξω ότι δεν είμαι «αδερφή» στους φασίστες που τους βολεύει, γιατί όταν είσαι κακός στην Ελλάδα πρέπει να είσαι σε όλα κακός. Δηλαδή, να είσαι και ηλίθιος και «αδερφή» και τραμπούκος και μοχθηρός και όλα». Υπάρχει κάποιος τρόπος να διαβαστεί αυτή η παράγραφος, που να μην προϋποθέτει πως το να είσαι «αδερφή» είναι κάτι εξίσου κακό με το να είσαι ηλίθιος, τραμπούκος και μοχθηρός;
Δεν θα ήθελα καθόλου να κάνω τη χάρη στη Χρυσή Αυγή να στρέψω την κουβέντα σε έναν πολέμιό της, πολύ περισσότερο δε που διαθέτω μεγάλη κατανόηση προς οποιονδήποτε στενεύεται όταν αναγκάζεται να τηρεί τα όρια του «πολιτικού καθωσπρεπισμού», όπως έχει δηκτικά αποδοθεί ο όρος «political correctness». Με ενδιαφέρει ωστόσο πώς γίνεται ο δημόσιος διάλογος, και ιδίως πώς γίνεται ο δημόσιος διάλογος όταν η θερμοκρασία ανεβαίνει, όταν καραδοκεί παντού ο πειρασμός να φερθούμε σαν άγριοι. Σε μια εποχή που βράζει ο τόπος πολιτικά, προφανώς δεν ενδιαφέρουν οι σεξουαλικές προτιμήσεις και επιδόσεις κανενός. Όμως όταν οι φασίστες μοιράζουν φυλλάδια που ειδοποιούν πως οι ομοφυλόφιλοι είναι ο επόμενος στόχος τους, όταν εδώ και καιρό χτυπούν και στέλνουν στο νοσοκομείο ομοφυλόφιλους νεαρούς στο Γκάζι (σποραδικά τέτοια περιστατικά έχουν λάβει ελάχιστη έως καμία δημοσιότητα) και ένα κομμάτι της Αριστεράς εξακολουθεί να απαντά πως «αδίκως μας κατηγορείτε ότι είμαστε αδερφές, εμείς είμαστε άντρακλες», ή «μας κατηγορείτε γιατί είστε κι εσείς αδερφάρες», θα πρέπει πιστεύω να επανεκτιμήσουμε πώς θα θέλαμε να απαντήσουμε και να απαντούμε στη στοχοποίηση της ομοφυλοφιλίας. Η λύση δεν είναι να εντοπίσουμε την ομοφυλοφιλία στο εσωτερικό των φασιστικών οργανώσεων ή να διαφημίσουμε τον ανδρισμό μας, αλλά να αντιτείνουμε απλά πως για κείνους μπορεί να θεωρείται ελάττωμα, για μας, όχι. Ηθικό ελάττωμα είναι η βαρβαρότητα.
Η ατυχής δήλωση Τατσόπουλου προστίθεται στις ομοφοβικές κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν εναντίον του Πέτρου Γαϊτάνου όταν δήλωσε τη συμπάθειά του προς τη Χρυσή Αυγή και στη χαρά με την οποία ξανακυκλοφόρησε (με αφορμή τον οχετό Παναγιώταρου) στο Ίντερνετ μια παλιά διαμάχη μέσω ενός φόρουμ του indymedia, στο οποίο ένα τσούρμο φασίστες κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον ότι είναι «αδερφές». Η εύλογη απάντηση των ανθρώπων που δεν θεωρούν την ομοφυλοφιλία στίγμα είναι πως δεν πειράζει καθόλου οι φασίστες να επιθυμούν άτομα του ίδιου φύλου, αρκεί να μην είναι φασίστες. Με τα λόγια του Μαν: πρόβλημα είναι να είσαι χοντροκομμένο κυνικό καθίκι, όχι να σου αρέσουν οι άντρες. Παρομοίως -αν ισχύει, που δεν το ξέρω και δεν με ενδιαφέρει- για τον Πέτρο Γαϊτάνο: Η απελευθέρωση της επιθυμίας είναι δικαίωμά του, το πρόβλημα ξεκινά όταν κρίνει πως θα πρέπει να υμνήσει τους φασίστες για τον τσαμπουκά τους.
Για χάρη της συζήτησης, κατ’ αρχάς, να πούμε πως αντιθέτως με ό,τι φαντασιώνεται η ανδροπρεπής ρητορική όλων των προελεύσεων, η «ανδρεία» -λέξη που δολίως συνδέει γλωσσικά το θάρρος με το ανδρικό φύλο- δεν σχετίζεται βεβαίως με τις σεξουαλικές προτιμήσεις. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι το δήλωναν ευθαρσώς με τις περίφημες περιπτώσεις του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα καθώς και του Αχιλλέα και του Πάτροκλου. Υπάρχουν σχετικές αρχαίες μαρτυρίες όπου λέγεται ότι αήττητος στρατός είναι ο στρατός που αποτελείται από ζεύγη ανδρών. (Ξεν. Συμπ. VIII 32). Το γενικό ιστορικό συμπέρασμα είναι πως η σπαρτιατική πολεμική παιδεραστία κληροδοτείται στην Αθήνα με τη μορφή της φιλοσοφικής παιδεραστίας (το Συμπόσιο του Πλάτωνα είναι περιβόλι σχετικών πληροφοριών), σε μια κοινωνία που ήταν ανοιχτά αμφιφυλόφιλη. (Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στις μελέτες του K.J. Dover ή του B. Sergent, που είναι μεταφρασμένες και οι δύο στα Ελληνικά.) Οι συννεφοπτωτιστές που ξανασοκάρονται με κάθε αναζωπύρωση αυτής της συζήτησης για την αρχαιότητα, μπορούν να βρουν εκεί ένα ισχυρό πρότυπο απελευθερωμένης επιθυμίας.
Εξάλλου, το παλαιό επιχείρημα που ανέσυρε και βουλευτής του ΚΚΕ, πως ο γάμος στοχεύει στη διαιώνιση του είδους, πάσχει κατά το ότι και τα ετερόφυλα ζευγάρια επιδίδονται σε πλείστες όσες απολαυστικές δραστηριότητες που δεν στοχεύουν καθόλου στην αναπαραγωγή. Η ομοφυλοφιλία είναι αφύσικη όσο είναι και ο στοματικός έρωτας, η όπερα, η φιλοσοφία, η γυμναστική, κάθε ανθρώπινη επινόηση που προσθέτει ηδονή και νόημα στη ζωή μας. Δεν είναι το θέμα ότι η ομοφυλοφιλία εμφανίζεται και στο ζωικό βασίλειο. Αρκεί που εμφανίζεται στην ποίηση της Σαπφώς, στα σονέτα του Σαίξπηρ και στα αριστουργήματα του Καβάφη. Δικαίωση συνιστά η σαπφική λατρεία προς το ποδαράκι της Ανακτορίας, αυτό αρκεί.
Πιστεύω ότι απέναντι στην επίθεση των νεοναζί, η απάντησή μας πρέπει να είναι μια ριζική ανατροπή του κλίματος της συζήτησης. Ο Πέτρος Τατσόπουλος είναι ριζικά ακατάλληλος γι’ αυτόν τον ρόλο, για ιδιοσυγκρασιακούς λόγους. Καλό θα είναι, παρεμπιπτόντως, να αντιληφθούν στον ΣΥΡΙΖΑ πως με το να εμφανίζεις έναν σκυλοκαβγά ανάμεσα στον Παναγιώταρο και έναν έξαλλο αριστερό, απλώς επιβεβαιώνεται και οπτικά η άποψη ότι πρόκειται για σύγκρουση των άκρων, ανεξαρτήτως περιεχομένου. Ότι «εγώ δεν είμαι Αβραμόπουλος, μιλάω όπως τους αξίζει» είναι η χειρότερη δυνατή στρατηγική. Ας μη σχηματοποιούμε, εκτός από τη ρητορική του Παναγιώταρου ή του Αβραμόπουλου υπάρχουν χίλιοι άλλοι τρόποι για να απαντήσει κανείς.
Το κείμενο του Κλάους Μαν, με το οποίο ξεκίνησα, γράφεται ως παράπονο απέναντι στην Αριστερά, όχι στη Δεξιά ή στην Ακροδεξιά. Ιστορικά έχει και η κομμουνιστική Αριστερά το μερίδιό της στην ομοφοβία, από τις διώξεις του Στάλιν στις οποίες αναφέρεται ο Μαν μέχρι το δικό μας ΚΚΕ και το σαρκασμό του απέναντι στο σύμφωνο συμβίωσης. Λογικό θα ήταν, φρονώ, όσοι δεν θεωρούμε την ομοφυλοφιλία στίγμα να μην αντιστρέφουμε τα πυρά. Επιμένω να θεωρώ πως την ώρα που συζητούμε με αγωνία τι θα γίνει με την οικονομική κρίση, μαζί με τη φτώχεια υπάρχει ένα ακόμη ζήτημα που πρέπει πάντοτε να σκεφτόμαστε. Και αυτό είναι να μη γίνουμε σκληροί.