«Όταν αποχαιρετάμε τον Μαραντόνα δεν υπάρχει κορονωιός. Θα είναι η μεγαλύτερη κηδεία που έχει γίνει ποτέ στην Αργεντινή. Μεγαλύτερη κι από της Εβίτας Περόν». Ο αργεντίνος σύντροφος μιλάει με τη φωνή σπασμένη. Για το Μαραντόνα. Τον Διεγίτο της πάτρια γκράντε. Ίδια φωνή με όλη της δική μας Λατινική Αμερική.

Λένε πως το ποδόσφαιρο είναι η αληθινή θρησκεία της Λατινικής Αμερικής. Στην περίπτωση του Μαραντόνα, του μεγαλύτερου σύγχρονου Αγίου του, απέκτησε και κανονική εκκλησία, την Μαραντόνειο Εκκλησία που χτες λειτούργησε στο όνομα του, στον Οβελίσκο του Μπουένος Άιρες, με εκατοντάδες να φωνάζουν το όνομα του, να φορούν το πρόσωπο του, να τον φέρουν τατουάζ, όπως εκείνος έφερε το άλλο σπουδαίο γέννημα της Αργεντινής, τον Τσε, και κλαίγοντας σα μωρά παιδιά. Έτσι όπως πρέπει και οφείλουμε να φεύγουν οι άγιοί μας, ειδικά όσοι αμάρτησαν πολύ για να μας σώσουν.

Για την Αργεντινή το χρυσό αλάνι, el pibe de oro, είναι η ψυχή της. Αυτός που έζησε και τη φτώχεια της και τον πλούτο της και τα μοιράστηκε όλα. Αυτός που ξεκίνησε στις αλάνες, ξυπόλυτος στο χώμα με μια μπάλα και ένα όνειρο τρελό για να το ζήσει πριν καν κλείσει τα τριάντα. Αυτός που, όπως και κείνη, χτυπήθηκε ξανά και ξανά από τους ισχυρούς, και παρέμεινε όρθιος. Αυτός που έγινε το (αριστερό) χέρι του Θεού και εκδικήθηκε για όποιον είχε υποστεί την Βρετανική αποικιοκρατία, έτσι που το όνομα του έγινε σύνθημα και τραγούδι από τη Σκωτία ως την Ινδία. 

Αν οι μεγάλοι ποιητές είναι η ψυχή των λαών τους, για την Αργεντινή ο Διεγίτο ήταν ο μεγαλύτερος της ποιητής, με στίχους ουράνιες ντρίπλες και μέτρο το χτύπο μιας καρδιάς που δεν σταμάτησε ποτέ να χτυπά στο ρυθμό του ταμπούρλου της κερκίδας της αντίστασης. Το φέρετρο που μπήκε σε λαϊκό προσκύνημα στο προεδρικό μέγαρο, το τριήμερο εθνικό πένθος, οι μεσίστιες σημαίες είναι τιμές που μόνο οι μέγιστοι των ποιητών δικαιούνται και είναι μόνο για κείνους που οι λαοί, χτυπημένοι από το νεοφιλελευθερισμό και τον κορονοϊό μαζί, ποτέ δε θα γκρινιάξουν που ξοδεύεται το κράτος – από εκείνες τις σπάνιες φορές που το κράτος μπορεί και δύναται να εκφράσει το λαϊκό αίσθημα. 

Ναι, τον αποχαιρέτησαν όλοι οι αριστεροί ηγέτες της Λατινικής Αμερικής. Ναι, χτυπήσαν προσοχή δίπλα στο φέρετρό του ηγέτες κρατών, πρωθυπουργοί και πρόεδροι, συνάδελφοί του με ονόματα τρανταχτά, ο Πάπας… Όμως ο Διεγίτο δεν ήταν γέννημα τους. Ήταν γέννημα και θρέμμα του λαού του, του πιο φτωχού και πονεμένου λαϊκού στοιχείου της Αργεντινής, των πεινασμένων και των κυνηγημένων από χούντες, των ταπεινών και καταφρονεμένων.  Γι αυτό ξεθάφτηκαν  έτσι εύκολα πάνω και σημαίες και πόστερ και μπλουζάκια με το όνομα του, την εικόνα του, να αναρτηθούν, να σκεπάσουν ώμους και μπαλκόνια όπου χτυπά η καρδιά της πάτρια γκράντε.

Όταν χτες, στις 10 το βράδυ τοπική ώρα, εκατομμύρια Αργεντίνοι βγήκαν στα μπαλκόνια, σταμάτησαν τα αυτοκίνητα τους, αναβόσβησαν φώτα, πατούσαν κόρνες, βάζαν μπροστά σειρήνες, ήταν για να αποχαιρετήσουν τον εθνικό τους ποιητή, τον αργεντίνο Όμηρο της μπάλας. Σε αυτό που ονόμασαν αυθόρμητα «το τελευταίο χειροκρότημα». Που ξεσήκωσε όλες τις γειτονιές του Μπουένος Άιρες και δε σταμάτησε ως το ξημέρωμα, κατά το γαλλικό πρακτορείο. 

Το χειροκρότημα. Και τα βεγγαλικά στο κατάμεστο, μεσάνυχτα, Στάδιο Ντιέγκο Μαραντόνα της τζούνιορς, στην κατάμεστη Μπομπονιέρα, που φώτιζαν μέσα την νύχτα τα δακρυσμένα πρόσωπα, με μόνο ένα όνομα στα χείλη, Μαραντόοο, Μαραντόοο…  

Που σημαίνει πως, η φανέλα με το νούμερο δέκα δεν θα ξαναφορεθεί ποτέ από κανέναν. Που σημαίνει ό,τι το όνομα Μαραντόνα θα συνεχίσει να αποτελεί το χαιρετισμό αναγνώρισης όταν δυό Αργεντίνοι συναντιώνται σε κάποιο άλλο, μακρινό μέρος της γης. Που σημαίνει ότι η Εθνική Σκωτίας θα συνεχίσει να φωνάζει το όνομα του κάθε που αντιμετωπίζει την Αγγλία. Και γίνεται το γήπεδο ναός, φωνή λαού, οργή θεού – κάποτε και της μπάλας. Ενωτική φωνή, άγρια μα μία. Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο, Οοοο, Ντιέγο Μαραντόνα, Οοοο Ντιέγο Μαραντόνα….