του Νίκου Αγγελάκη

Αρχικά οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι οι εν λόγω άνθρωποι δεν κατέληξαν από μόνοι τους στο σημείο αυτό. Εδώ και πολλές δεκαετίες οι ιδιοκτήτες ΠΑΕ έχουν επενδύσει χρόνο και χρήμα προκειμένου να φτιάξουν αυτούς τους οπαδικούς στρατούς, έτσι ώστε να τους χρησιμοποιούν όποτε οι ανάγκες το απαιτούν για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, τα οποία σχεδόν πάντα έχουν να κάνουν με μέτωπα άσχετα με το ποδόσφαιρο. Καθώς οι ιδιοκτήτες, καλλιεργώντας μια προσωπολατρία μέσω διόλου ευκαταφρόνητων επενδύσεων στην ομάδα και μελοδραματικών δηλώσεων για την «αγάπη» τους για την ομάδα, καταφέρνουν να ενσαρκώσουν τον σύλλογο, κάθε επίθεση στο πρόσωπό τους είναι και μια επίθεση στην ομάδα. Οι επιχειρηματίες αυτοί δεν γεννήθηκαν χτες φυσικά, ούτε δρουν τυχαία και σπασμωδικά. Το να κινητοποιείς και να παθιάζεις τις μάζες είναι μια τεχνική που χρησιμοποιούν, μεταξύ άλλων, πολιτικοί, θρησκευτικοί ηγέτες, διαφημιστές, πολυεθνικές κλπ. Βέβαια στην πολιτική και την θρησκεία είναι ευκολότερο να κατανοήσει κανείς γιατί να ταυτιστεί και να φανατιστεί το πλήθος, ενώ ακόμα κι οι πιο υστερικοί οπαδοί της Apple δεν θα τα σπάσουν αν συναντηθούν με χρήστες Huawei. Το ποδόσφαιρο είναι κάπου ανάμεσα, χωρίς αυτό να συνδέεται αναπόδραστα με την φύση του ομαδικού αθλητισμού, όπως πολλοί λανθασμένα πιστεύουν. Αντιθέτως, βλέπουμε ότι όσο οι ομάδες αποσυνδέονται από μια αρχική σημασία που κάποτε είχαν (Ομάδα προσφύγων, εργατικής γειτονιάς, εργατών σε σιδηροδρόμους ή βιομηχανίες κλπ.) και περνάμε σε μαζικούς συλλόγους που τέμνουν κάθετα την ταξική και εθνική διαστρωμάτωση των κοινωνιών, ενώ ταυτόχρονα μπαίνουμε στην εποχή του επαγγελματικού αθλητισμού, τόσο η ταύτιση και ο φανατισμός των οπαδών τους οξύνεται και γίνεται πιο τυφλός. Το ερώτημα λοιπόν είναι, ποιες είναι οι ιστορικές συνθήκες που προκαλούν την παραπάνω τάση;

Αυτό που τονίζεται συχνά στην καλοπροαίρετη κριτική προς τον οπαδισμό, είναι η απροθυμία αυτών των ανθρώπων να κατέβουν στους δρόμους για τις περικοπές, το ασφαλιστικό, τις ιδιωτικοποιήσεις, και όλες αυτές τις πολιτικές εξελίξεις που έχουν έναν άμεσο αντίκτυπο στις συνθήκες διαβίωσής τους, παραμερίζοντας τα προσωπικά τους συμφέροντα για χάρη μιας ανώνυμης εταιρείας. Και είναι γεγονός ότι η στάση των οπαδών όντως λειτουργεί κατ’αυτόν τον τρόπο. Ωστοσο αυτό που παραβλέπεται, είναι ότι σε μεγάλο βαθμό, όλο το παραπάνω λειτουργεί και αντίστροφα: Ο επαγγελματικός αθλητισμός, ως μια ακόμα εμπορευματοποίηση ενός αγαθού που έως τότε έμενε σε σημαντικό βαθμό εκτός της αγοράς, είναι προϊόν και αντανάκλαση της αντεπίθεσης του Κεφαλαίου από την δεκαετία του 70 και έκτοτε. Αυτή η αντεπίθεση έχει ως αποτέλεσμα όχι απλώς την εμβάθυνση της κυριαρχίας του και την επέκτασή του σε νέες αγορές, αλλά και την αδυναμία των εργαζόμενων να αντεπιτεθούν, ή έστω να αμυνθούν. Οι αλλεπάλληλες ήττες οδήγησαν σε έναν πολιτικό κυνισμό, κι ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων συνιστά αυτό που ονομάζουμε «θρίαμβο της ΤΙΝΑ». Έτσι, και σε αντίθεση με ότι ακούγεται συνήθως, είναι ακριβώς επειδή αποτυγχάνουν οι προαναφερθείσες πολιτικές κινητοποιήσεις που ο κόσμος αποτραβιέται από την πολιτική και ψάχνει νίκες αλλού, σε ένα ασφαλές πεδίο όπου μπορεί να νιώσει μια ικανοποίηση, μια επιτυχία, μια κατάκτηση. Η λογική του “όλοι ίδιοι είναι”, η ολοένα και αυξανόμενη αδυναμία να διακρίνει κανείς μεταξύ των εκάστοτε δύο κυβερνητικών προγραμμάτων, οδηγεί αρκετούς ανθρώπους στο να ψηφίζουν με φαινομενικά παρανοϊκά κριτήρια – εν προκειμένω το ποιος θα εγγυηθεί την επιτυχία της ΠΑΕ με την οποία ταυτίζονται. Σε πλήρη αντιστροφή με όσα έγιναν στην Δυτική Ευρώπη στα τέλη των 60ς, που οι επιτυχίες των συνδικάτων έστρεψαν στον κόσμο σε μεταϋλικά ζητήματα ποιότητας ζωής, οι σημερινές αποτυχίες και το δυσοίωνο μέλλον στρέφει τους πολίτες σε εξόδους διαφυγής από την πραγματικότητα που βιώνουν.

Σε κάθε περίπτωση η παραπάνω συνθήκη από μόνη της δεν είναι ανάγκη να οδηγήσει στην τωρινή κατάσταση. Θα μπορούσε να στραφεί αυτή η μάζα στον εαυτό της, και να κοιτάξει ο καθένας να βολευτεί ατομικά, ή να επιβιώσει σε έναν αφιλόξενο κόσμο, όπως προστάζει η λογική του ορθολογισμού, στην οποία θα επεκταθούμε και παρακάτω. Αυτό όμως ενώ ισχύει για ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού, δεν μπορεί να γίνει ο κανόνας, διότι ιστορικά οι άνθρωποι έχουν επιδείξει την τάση (ενστικτώδης ή κοινωνική) να οργανώνονται σε «κοινότητες», να καλλιεργούν το αίσθημα του ανήκειν, να φέρουν μια ή και παραπάνω συλλογικές ταυτότητες. Αυτή η ανάγκη έπαψε να ικανοποιείται εδώ και χρόνια. Το θρησκευτικό αίσθημα έχει είτε ατονίσει, είτε πλέον εκφράζεται σε ατομικό επίπεδο με μια ομολογία πίστης, δίχως την προγενέστερη συμμετοχή στην θρησκευτική κοινότητα. Η εθνική ταυτότητα εδώ και λίγα χρόνια αναβιώνει με άκρως δραματικό τρόπο, μετά από δεκαετίες όπου θεωρούνταν ταυτόσημη με τον μιλιταρισμό και τον φασισμό του Β’ΠΠ – ωστόσο ακόμα κι αυτή δεν προσφέρει την παραμικρή ικανοποίηση, μιας και το να είσαι Έλληνας τον 21ο αιώνα, αυτό συνδέεται μόνο με μια φτώχεια και μια εθνική ταπείνωση. Η ταξική/εργατική ταυτότητα υποχώρησε δραματικά μετά την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους που έκανε τους εργάτες να νιώσουν ότι πέτυχαν όσα ήταν να πετύχουν, υπέστη βαριά ήττα το 1991, και ισοπεδώθηκε από την στροφή της αριστεράς στον φιλελευθερισμό, τον ατομοκεντρισμό, τον κατακερματισμό, και τον υποκειμενισμό. Οι ποδοσφαιρικές ομάδες υποκαθιστούν αυτό το κενό, προσφέροντας μια εναλλακτική ταυτότητα, και μάλιστα άκρως δημοκρατικής και εξισωτικής, οπου ασχέτως του ποιος είσαι στην κανονική σου ζωή, όταν φοράς το κασκόλ της ομάδας σου, είσαι το ίδιο σημαντικός με όλους τους άλλους, και κερδίζεις ή χάνεις τα ίδια πράγματα, και στον ίδιο βαθμό με όλους τους άλλους, κάτι που πολύ συχνα υποβαθμίζεται παρόλο που ζούμε σε καιρούς άκρως αντιδημοκρατικούς, ιεραρχικούς και άνισους.

Τέλος, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε κάτι βαθιά υπαρξιακό, το οποίο πολύ συχνά αγνοείται λόγω της ιδεολογικής ηγεμονίας του ορθολογικού δρώντα που μονοπωλεί το πως σκεφτόμαστε και αναλύουμε την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι αναζητούν νόημα στην ζωή τους, στις πράξεις τους, στους στόχους που θέτουν, και η ταύτιση με κάτι που τους υπερβαίνει προσφέρει αυτό το ζητούμενο νόημα μέσω της υπεράσπισης των αναγκών, και της προώθησης των σκοπών αυτού του “κάτι”. Η εποχή μας διογκώνει αυτό το κενό, τόσο εξαιτίας της προαναφερθείσας υποχώρησης των συλλογικοτήτων, όσο και λόγω των ρυθμών που έχει αποκτήσει η ζωή μας. Ατελείωτες ώρες εργασίας, υπερεξειδικευμένες ή περιττές/αχρείαστες θέσεις εργασίας, κακές πληρωμές και συνθήκες εργασίας αν έχεις δουλειά, ανεργία, φόβος για το άγνωστο και μιζέρια αν δεν έχεις. Ο ελεύθερος χρόνος είναι κι αυτός κενός νοήματος: Ο καταναλωτισμός δεν έχει καταφέρει να υποκαταστήσει τις βαθύτερες ανησυχίες των ανθρώπων, ενώ η μεταμοντέρνα εμμονή με την επιφάνεια, αφήνει μια δίψα για το περιεχόμενο. Η κούραση, η αίσθηση της ήττας, η δυστυχία, κι ο καταναλωτισμός των εμπειριών, δυσκολεύουν την ενασχόληση των ανθρώπων με τις τέχνες, ώστε να βρεθεί εκεί ένα αποκούμπι και μια πνευματική γαλήνη. Δεν είναι λοιπόν λίγοι αυτοί οι οποίοι νιώθουν μια βαθιά ανάγκη να προβάλουν στους στόχους μιας ΠΑΕ αυτή την δίψα για νόημα, με αποτέλεσμα συχνά εγγράφουν μια ιδεολογία, μια κοσμοθεωρία στους στόχους μιας ομάδας (Η κάθαρση του αθλητισμού, η περηφάνια, μόνοι μας και όλοι σας κλπ.) η οποία λειτουργεί ως φωτεινός σηματοδότης στο μονοπάτι προς την επιτυχία του συλλόγου, και παρακινεί τον κόσμο στο να συνδράμει προκειμένου να επιτευχθεί αυτό το κάτι βαθύτερο.

Σε μια εποχή που όλες οι παραπάνω συνθήκες δεν θα συνέτρεχαν, οι άνθρωποι θα έβρισκαν μια εντελώς διαφορετική εκτόνωση από τον οπαδισμό – άλλωστε ούτε σήμερα καταφεύγουν όλοι εκεί, είναι απλώς μια κοινή εναλλακτική. Ωστόσο γίνεται εμφανές ότι το φαινόμενο των οπαδικών στρατών δεν είναι τόσο απλό όσο παρουσιάζεται, και σίγουρα δεν θα εξαφανιστεί αν απλώς φωνάζουμε για το μάταιο της ταύτισης των εν λόγω ανθρώπων με τα επιχειρηματικά συμφέροντα του ενός ή του άλλου ιδιοκτήτη ΠΑΕ. Δεν είναι μια τάση αποκομμένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι, ούτε μια αντικοινωνική πράξη απλώς και μόνο επειδή δεν συνδέεται άμεσα με τους πολιτικούς αγώνες. Είναι, αντιθέτως, ένα σύμπτωμα της μακροχρόνιας και βαθιάς παρακμής των κοινωνιών του ύστερου καπιταλισμού. Και η απάντηση σ’αυτό δεν μπορεί να είναι μια καταδίκη στο όνομα ενός ορθολογισμού των συνετών επιλογών που θα προωθήσουν ένα αφηρημένο γενικό συμφέρον ή ενός κυνηγιού της ατομικής επιτυχίας. Το μόνο που υποκαθιστά προς μια προοδευτική κατεύθυνση την οπαδική κουλτούρα, είναι η οικοδόμηση αντιοπαδικών συλλογικοτήτων, βαθιά δημοκρατικών, που δίνουν έμφαση στην αξία του εκάστοτε μέλους χωρίς να θυσιάζουν στο όνομα αυτής το σύνολο. Η αναβίωση του συνδικάτου, της συνέλευσης της γειτονίας, της κοινότητας, με πρόταγμα την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών που αναπαράγουν την κατάσταση πλήρους αλλοτρίωσης. Και το ποδόσφαιρο να ξαναγίνει ένα όμορφο παιχνίδι που διασκεδάζει τον κόσμο όταν αυτός χρειάζεται ένα διάλειμμα από τις καθημερινές δυσκολίες.