Ο ένοπλος άνοιξε πυρ στο Δημοτικό Σχολείο Ρομπ -στο οποίο διδάσκονται παιδιά ηλικίας επτά έως δέκα ετών- στην πόλη Ουβάλντε πριν σκοτωθεί από τις αστυνομικές δυνάμεις.

Ο 18χρονος ύποπτος είχε ένα πιστόλι, ένα ημιαυτόματο τουφέκι AR-15 και γεμιστήρες μεγάλης χωρητικότητας, σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, ενώ θεωρείται ύποπτος ότι προηγουμένως πυροβόλησε τη γιαγιά του.

“Γιατί το αφήνουμε να συμβαίνει αυτό;” ρώτησε ο πρόεδρος Μπάιντεν. “Γιατί είμαστε πρόθυμοι να ζήσουμε με αυτό το μακελειό;” Πότε “θα ορθώσουμε το ανάστημά μας απέναντι στο λόμπι των όπλων”;«Πρέπει να αναρωτηθούμε, πότε επιτέλους θα εναντιωθούμε στο λόμπι των όπλων; Πότε επιτέλους θα κάνουμε αυτό που όλοι ξέρουμε ότι πρέπει να γίνει;», είπε μεταξύ άλλων ο Μπάιντεν, αναφέροντας αναλυτικά περιστατικά της τελευταίας δεκαετίας, πάνω από 900 συνολικά μετά το μακελειό στο Σάντι Χουκ. «Και ο κατάλογος μεγαλώνει όταν περιλαμβάνει μαζικούς πυροβολισμούς σε μέρη όπως κινηματογράφοι, χώροι λατρείας και, όπως είδαμε μόλις πριν από 10 ημέρες, σε ένα παντοπωλείο στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης».

«Ήρθε η ώρα — για όσους παρεμποδίζουν ή καθυστερούν ή μπλοκάρουν τους νόμους της απλής κοινής λογικής περί όπλων, πρέπει να σας ενημερώσουμε ότι δεν θα ξεχάσουμε. Μπορούμε να κάνουμε πολλά περισσότερα. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα», πρόσθεσε.

Ωστόσο, σύμφωνα με το BBC, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Δημοκρατικοί θα πλησιάσουν περισσότερο στην ψήφιση αυστηρότερης νομοθεσίας για τον έλεγχο της οπλοκατοχής. Ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι τους κατηγορούν ήδη ότι χρησιμοποιούν αυτή την τελευταία σχολική σφαγή για να προωθήσουν κυνικά τους δικούς τους πολιτικούς στόχους