Οι χθεσινές ειδήσεις των διεθνών πρακτορείων για τις συζητήσεις στη Βιέννη ώστε οι ΗΠΑ να επανέλθουν στη συμφωνία του 2015, που είναι γνωστή ως Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action, JCPOA), και από την οποία είχαν μονομερώς αποχωρήσει το 2018, είναι συγκρατημένα αισιόδοξες, με το γαλλικό πρακτορείο – πάντα ολίγον πιο υπερβολικό, αλλά και πιο γρήγορο – να κάνει λόγο για «ορατή» επιστροφή, ακολουθώντας το πνεύμα Μπορέλ. Χθες, από την Ουάσιγκτον όπου βρίσκεται, ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Χοσέπ Μπορέλ δήλωσε χθες πως «Υπάρχει μια προσφορά από τις ΗΠΑ και μία αντιπροσφορά.. Δεν γνωρίζω αν θα γίνει σε μία ή δύο ή τρεις εβδομάδες αλλά είναι βέβαιο πως βρισκόμαστε στην τελευταία φάση των διαπραγματεύσεων… και οι δύο πλευρές δείχνουν προθυμία». Και ο ρώσος διαπραγματευτής, Μιχαήλ Ουλιάνωφ, δήλωσε στη ρωσική εφημερίδα Κομερσάντ πως «βρισκόμαστε πέντε λεπτά πριν την επίτευξη» ενώ ήδη «το τελικό κείμενο έχει πάρει μιαν πρώτη μορφή… αν και χρειάζεται δουλειά ακόμη».

Από πλευράς ΗΠΑ, είναι εμφανές ότι ο βηματισμός προς την επιστροφή έχει γίνει πιο γρήγορος: αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήδη έχουν εκφράσει ανησυχίες πως αν δεν επιτευχθεί η συμφωνία, «η συνεχιζόμενη πυρηνική πρόοδος του Ιράν θα κάνει αδύνατη την επιστροφή της Ουάσιγκτον». Κι αυτό είναι κάτι που λογικά οι αμερικάνοι απεύχονται, ειδικά μετά το πρόσφατο κοινό ανακοινωθέν Κίνας – Ρωσίας.

Οι συζητήσεις, που είχαν σταματήσει τέλη του προηγούμενου μήνα, σε κρίσιμο σημείο, και ξεκίνησαν και πάλι χτες, γίνονται με την παρουσία, πλην του Ιράν και των ΗΠΑ -οι οποίες μετέχουν εμμέσως- της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ρωσίας και της Κίνας. Το Ιράν δεν αποδέχεται άμεσες συνομιλίες με τις ΗΠΑ, καθώς ήταν αυτές που έφυγαν μονομερώς από τη διεθνή συμφωνία το 2018, και, παράλληλα, επέβαλαν βάρβαρες νέες κυρώσεις, ακολουθώντας την προσφιλή στον Τραμπ «πολιτική ακραίας πίεσης» (maximum pressure).

Χθες, ο επικεφαλής της Ιρανικής αποστολής, Αλί Μπαχερί, είχε κατ’ ιδίαν συνομιλίες με τον προεδρεύοντα των συνομιλιών και αξιωματούχο της ΕΕ, Ενρίκε Μόρα. Η ιρανική πλευρά έχει δηλώσει, δια του εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών της, πως «η επίτευξη συμφωνίας εξαρτάται απολύτως από όσα θα φέρουν οι ΗΠΑ στο τραπέζι της Βιέννης… κι ελπίζουμε να μην εγκαταλείψουν ακόμη μια φορά τη συμφωνία».

Οι ΗΠΑ φέρονται να επιδιώκουν άμεσα συμφωνία, με επίσημη δικαιολογία πως το Ιράν βρίσκεται σήμερα «πολύ κοντά στο να έχει επαρκές σχάσιμο υλικό για ατομικό όπλο». Η δικαιολογία αυτή βρίσκεται μακρυά από την αλήθεια και είναι βέβαιο ότι το Ιράν ούτε προτίθεται ούτε θέλησε να έχει ποτέ ατομικά όπλα – ο εμπλουτισμός αφορά σε ειρηνικές χρήσεις και υπάρχει αυστηρότατη θρησκευτική εντολή του Αγιατολάχ Χομεϊνί κατά της ανάπτυξης όπλων μαζικής καταστροφής, από τα οποία το ίδιο το Ιράν έχει υποφέρει και έχει χάσει εκατομμύρια ζωές τη δεκαετία του 1980, ελέω ΗΠΑ και Γερμανίας. Όσο για την ποσότητα του σχάσιμου υλικού, μάλλον δεν επαρκεί, καθώς η ίδια η Ουάσιγκτον ήρε τις κυρώσεις που αφορούσαν αυτό καθ’ αυτό το ιρανικό πρόγραμμα ατομικής ενέργειας και η Τεχεράνη μπορεί, από εβδομάδας, να συνεργαστεί με άλλες χώρες και οργανισμούς στο ατομικό της πρόγραμμα. Η άρση των συγκεκριμένων κυρώσεων δεν χαιρετίστηκε, πάντως, από το ίδιο το Ιράν που κατηγορεί την κυβέρνηση Μπάιντεν πως συνεχίζει την πολιτική ακραίας πίεσης που ξεκίνησε ο Τραμπ, και στην οποία επιμένουν οι ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές.

Η επίτευξη της συμφωνίας άμεσα ενδιαφέρει σήμερα πολύ περισσότερο τις ΗΠΑ, σήμερα, που γνωρίζουν πολύ καλά πως η εξωτερική πολιτική του Ιράν είναι ρεαλιστική, πραγματιστική και όχι επιθετική. Κι αυτό γιατί μετά το κοινό ανακοινωθέν Κίνας – Ρωσίας την περασμένη εβδομάδα, ο ρόλος που παίζει το Ιράν στη συγκεκριμένη συμμαχία, είναι γι’ αυτές ακόμη ανησυχητικός. Η άρση των κυρώσεων και η επανέναρξη / συνέχιση υπόγειων επαφών με το Ιράν γίνονται απαραίτητες, και σήμερα οφείλουν να είναι τέτοιες που να επιτρέπουν στην Ισλαμική Δημοκρατία επιστροφή σε κάποιου είδους ουδετερότητα. Αξίζει να θυμίσουμε πως η εκλογή, πέρισυ, του νέου προέδρου του Ιράν, σαγίντ Ιμπραήμ Ραϊσί, είχε χαρακτηριστεί από τη Δύση ως «πρόβλημα» στις συνομιλίες λόγω των «αντι-δυτικών» θέσεών του. Σήμερα αυτή η ρητορική έχει εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από «αισιοδοξία» διότι «το παράθυρο της διπλωματίας παραμένει ανοικτό».

Και οι δύο πλευρές σήμερα έχουν πολλούς λόγους να επιθυμούν να επισπεύσουν τη συμφωνία – οι συνομιλίες, που έχουν κλείσει δεκάμηνο, έχουν αποκτήσει και νέα πεδία ενδιαφέροντος, σε σχέση με την συμφωνία του 2015, καθώς αρκετά δεδομένα έχουν αλλάξει.

Παραμένει, βεβαίως, ζωτικής σημασίας για το Ιράν να αποκτήσει πρόσβαση στα ίδια κεφάλαια, ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολλαρίων, που του έχουν στερήσει οι κυρώσεις, όπως και να μπορέσει να εξάγει ελεύθερα πετρέλαιο. Ωστόσο, βασικότερο όλων παραμένει η διασφάλιση της παραμονής των ΗΠΑ στην νέα συμφωνία με το παλαιό όνομα, και η παροχή εγγυήσεων προς αυτό θα κρίνει και τη στάση του.

Από την άλλη πλευρά, η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, η εξασθένιση της θέσης τους στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, και η, ελέω αμερικάνικης επιθετικότητας, εξαγγελθείσα ακόμη στενότερη συνεργασία Κίνας – Ρωσίας, με τις οποίες το Ιράν απέκτησε επίσης στενότερες σχέσεις από την εφαρμογή της τραμπικής «ακραίας πίεσης» και μετά, είναι λογικό να σπρώχνουν τις ΗΠΑ προς σχέδια μερικής «εξουδετέρωσης» του «Ιρανικού κινδύνου». Η γεωπολιτική και ενεργειακή σημασία του Ιράν είναι σταθερές, άλλωστε.

Η σύμπραξη Κίνας – Ρωσίας – Ιράν είναι, τα τελευταία χρόνια, στενότερη από ποτέ. Μόλις τον περασμένο μήνα οι τρεις χώρες πραγματοποίησαν την τρίτη κοινή ναυτική τους άσκηση στο βόρειο Ινδικό Ωκεανό. Σύμφωνα με το ανακοινωθέν του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών τότε, στις ασκήσεις μετείχαν έντεκα Ιρανικά, τρία Ρωσικά και δύο Κινεζικά πολεμικά, με τη σύμπραξη μικρότερων σκαφών, ελικοπτέρων και δυνάμεων των Φρουρών της Επανάστασης (τακτικές δυνάμεις κράτους, που οι ΗΠΑ του Τραμπ έχουν χαρακτηρίσει «τρομοκρατικές»). Τότε, τα δυτικά μέσα ενημέρωσης που σχολίαζαν την είδηση αναφέρονταν στην «επιδίωξη του νέου Ιρανού προέδρου» για «εμβάθυνση των σχέσεων με την Κίνα και την Ρωσία».

Και οι τρεις χώρες ζουν υπό το βάρος των παράνομων αμερικανικών κυρώσεων, και ο Ραϊσί έχει σαφώς ταχθεί υπέρ «της περαιτέρω βελτίωσης» των σχέσεων με τη Ρωσία, ενώ «κληρονόμησε» και μιαν σημαντικότατη 25ετή συμφωνία μεταξύ Πεκίνου – Τεχεράνης που βοηθά στην ανάπτυξη υποδομών στο Ιράν και την απόκτηση ενεργειακών πηγών από την Κίνα. Στο πλαίσιο αυτό, πρόσφατα ο ίδιος ο Ραϊσί επισκέφθηκε τη Μόσχα και ο υπουργός Εξωτερικών Χοσεϊν Αμιραμπντολαγιάν την Κίνα, αναφερόμενος και αυτός στην «περαιτέρω ανάπτυξη οικονομικών και πολιτικών δεσμών». Παράλληλα, μόλις το Σεπτέμβριο το Ιράν έγινε δεκτό ως πλήρες μέλος στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης – όπου η Ρωσία και η Κίνα έχουν πρώτο ρόλο-, και εντός διετίας, αφού ολοκληρωθούν οι νομικές διαδικασίες, θα μετέχει πλήρως.

Η διαρκής εχθρότητα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ προς τις τρεις χώρες είναι ο βασικός λόγος της προσέγγισής τους, προσέγγισης που μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο. Μπορεί να οδηγήθηκε σε κλιμάκωση την περίοδο της διακυβέρνησης Τραμπ, αλλά έχει ρίζες στο παρελθόν και είναι βέβαιο ότι πολύ πιο δύσκολα μπορεί να πληγεί σήμερα. Είναι ακριβώς αυτές οι επιθετικές αμερικάνικες πολιτικές που έφεραν τη διεθνή συνεργασία και το συντονισμό κινήσεων στο διεθνές περιβάλλον. Παράλληλα, η όλο και εμφανέστερη αύξηση της βρετανικής επιρροής, που θυμίζει το «όνειρο» του Σέσιλ Ρόουντς για μια παγκόσμια αμερικάνικη αυτοκρατορία που «τα νήματα θα κινεί γι’ αυτήν η βρετανική αριστοκρατία», είναι λογικό να τις ανησυχεί: η αυτοκρατορία επιστρέφει στις ρίζες της, αμυνόμενη στα σημάδια που σχεδόν όλοι ερμηνεύουν ως σημάδια της αρχής του τέλους της.

Οι χώρες που επιθυμούν ανεξαρτησία από τα αμερικάνικα δεσμά συμπράττουν για λόγους άμυνας και όχι επίθεσης, ειδικά με τον ΟΗΕ κατ’ ουσίαν ανύπαρκτο σήμερα. Κι αυτό οι ΗΠΑ το γνωρίζουν πολύ καλά. Η σύμπραξη Ρωσίας – Κίνας – Ιράν είναι αμυντική. Κι αυτό σημαίνει πως η εξαφάνιση ή έστω μείωση του κινδύνου της επιθετικότητας των ΗΠΑ, μπορεί να οδηγήσει σε χαλάρωση αυτών των συνεργασιών, σε αδρανοποίηση και άρα ντε φάκτο ακύρωση συμφωνιών, διμερών ή τριμερών. Η εν τέλει δημιουργία ή μη της εξαγγελθείσας «Ευρασιατικής υπερδύναμης», όπως τη βάφτισαν, και ολοκλήρωση της διμερούς συμφωνίας, στους σημερινούς αμυντικούς σχεδιασμούς αφορά σε τρία κράτη, κι ας μη κατονομάζεται το τρίτο, το Ιράν. Και, αν σύμφωνα με τον Κίσσινγκερ, μια τέτοια υπερδύναμη θα είναι «ανίκητη», οι αμερικάνοι έχουν πολλούς λόγους να θέλουν να χαλαρώσουν τους δεσμούς μεταξύ των τριών κρατών.

Η αποδυνάμωση της συνεργασίας ρώσων και κινέζων με το Ιράν αυτή τη στιγμή, λογικά, λοιπόν, αποτελεί προτεραιότητα των Αμερικάνων. Η επίτευξη της συμφωνίας δεν βιάζει γιατί το Ιράν «έχει δυναμώσει πυρηνικά», αλλά γιατί σήμερα το Ιράν είναι ο μόνος συνομιλητής – έμμεσος έστω – εκ των αμυνόμενων δυνάμεων, που έχουν επιτρέψει στον εαυτό τους οι ΗΠΑ.