Σχετικά με την πρόταση διαλόγου του ΜΕΡΑ25

«Αν σας εμπιστευόμασταν την κυβέρνηση, τι θα κάνατε τις πρώτες 100 ημέρες;»

«Πως, και με τι εργαλεία, θα διαχειριζόσασταν την λυσσαλέα αντίδραση της Ολιγαρχίας-χωρίς-σύνορα;»

Τα δύο αυτά ερωτήματα που διατυπώνονται στην πρόταση διαλόγου του ΜΕΡΑ 25 που δημοσιοποιήθηκε με άρθρο του γραμματέα του, είναι κρίσιμα για κάθε αριστερή πολιτική δύναμη που επιδιώκει την ανατροπή της σημερινής καταθλιπτικής κατάστασης. Κι αυτό, γιατί κάθε πολιτική πρόταση κρίνεται και οφείλει να κρίνεται σαν πρόταση εξουσίας. Άλλωστε, η ουσία της πολιτικής είναι η διεκδίκηση της εξουσίας.

Και η επιδίωξη της διαμόρφωσης ενός “περιεκτικού, ολοκληρωμένου, συγκροτημένου, λογικά συνεπούς Προγράμματος Ρήξης” είναι επιδίωξη για τη διαμόρφωση ενός προγράμματος εξουσίας και ως τέτοια είναι μια επιδίωξη ενδιαφέρουσα.

Απέναντι σε αυτήν την επιδίωξη και στο κάλεσμα που τη συνοδεύει, σημειώνουμε τα εξής:

Η βάρβαρη ταξική πολιτική που συμπυκνώθηκε στα αλλεπάλληλα μνημόνια:

Απάντησε στην κρατική χρεοκοπία εξασφαλίζοντας την αποπληρωμή του χρέους και επιβάλλοντας διεθνή οικονομική επιτροπεία και σε αντάλλαγμα για την παραχώρηση του μεριδίου της εθνικής κυριαρχίας που συνιστά η επιτροπεία, πρόσφερε στην αστική τάξη ένα ονειρεμένο (για τους κεφαλαιοκράτες) νομοθετικό οπλοστάσιο απέναντι στον εσωτερικό εχθρό.

Ταυτόχρονα προστάτευσε τα προνόμια της κυρίαρχης αστικής τάξης, όπως το αφορολόγητο του εφοπλιστικού κεφαλαίου, την ληστρική εκμετάλλευση των εθνικών δρόμων από το κατασκευαστικό κεφάλαιο, την ιδιωτική ιδοκτησία στις τράπεζες παρά τα τεράστια κρατικά κεφάλαια που δαπανήθηκαν για τη διάσωσή τους και φορτώθηκαν στο δημόσιο χρέος, την απομύζηση του κρατικού κορβανά από την εκκλησία κλπ.

Η πολιτική αυτή ήταν η μοναδική δυνατή πολιτική για την αστική τάξη. Γι’ αυτό και καμία κυβέρνηση δεν υποχώρησε παρά τις θυελλώδεις αντιδράσεις που κορυφώθηκαν στα τέλη του 2011 με το μεγαλύτερο απεργιακό κύμα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και παρά τη μαζική αποστοίχιση οπαδών, μελών και ψηφοφόρων από τα μνημονιακά κόμματα.

Απέναντι σε αυτήν τη – μοναδική δυνατή για την αστική τάξη – πολιτική, η μόνη δυνατή πολιτική για την εργατική τάξη ήταν η επαναστατική ανατροπή του αστικού καθεστώτος. Όμως, καμία από τις πολιτικές οργανώσεις της εργατικής τάξης δεν υιοθέτησε μια τέτοια πολιτική κατεύθυνση, παρά τους μαζικούς αγώνες του 2010-12 που στην κορύφωσή τους το 2011, οδήγησαν τη χώρα σε επαναστατική κατάσταση.

Η ανυποχώρητη στάση των μνημονιακών κυβερνήσεων με τη στήριξη της ΕΕ και η αδυναμία των εργατικών οργανώσεων (συνδικαλιστικών και πολιτικών) οδήγησε στην κατεδάφιση κατακτήσεων δεκαετιών, εξέλιξη που χωρίς αμφιβολία συνιστά ήττα για την εργατική τάξη και το κίνημά της.

Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα αναζήτησαν πολιτική λύση μέσα στην ήττα και η μοναδική πολιτική λύση που τους προτάθηκε ήταν το ανεδαφικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Ανεδαφικό γιατί υποσχόταν επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση χωρίς να θίξει κανένα από τα προνόμια της τάξης που βρίσκεται στην εξουσία και ήταν κερδισμένη από τη μνημονιακή πολιτική.

Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος το 2015 ήταν ο ειδικός τρόπος που εκδηλώθηκε η νομοτελειακή αποτυχία της κυβέρνησης της “αριστερής παρένθεσης” (Γενάρης 2015 με Ιούλιο 2015) και αποτέλεσε εκδήλωση της συντριβής του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ από την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, αποτέλεσε και μια μεγάλη ευκαιρία για την εργατική τάξη να ανατρέψει την κατάσταση. Ευκαιρία που σχεδόν όλες οι πολιτικές οργανώσεις της εργατικής τάξης την αντιμετώπισαν κοντόφθαλμα, σαν ευκαιρία να πάρουν ρεβάνς από τον ΣΥΡΙΖΑ και να πάρουν πίσω τα “κλεμμένα” (ψήφους και επιρροή).

Αντίθετα με τα κόμματα της Αριστεράς που δεν έβλεπαν πέρα απ’ τη μύτη τους, τα επιτελεία της αστικής τάξης κατάλαβαν τον κίνδυνο. Σε άρθρα που αναφέρονται στο 2015 γράφτηκε ότι περάσαμε “ξυστά απ’ τον εμφύλιο”. Το ότι οι αστοί αντιλαμβάνονταν έτσι την κατάσταση, σημαίνει ότι προετοιμάζονταν για εμφύλιο, κάτι που προκύπτει και από δηλώσεις και ενέργειες εκείνης της περιόδου. Από το “ο αστικός κόσμος θα αντιδράσει” του Μεϊμαράκη και την σχεδόν απροκάλυπτη ομολογία προετοιμασίας πραξικοπήματος του Στουρνάρα, μέχρι την υπόγεια κινητοποίηση όλων των μηχανισμών της αστικής τάξης. Μέχρι και στο συνδικαλιστικό κίνημα, οι πράκτορες της αστικής τάξης είχαν προετοιμαστεί να καλέσουν σε συνελεύσεις και διαδηλώσεις αν ο Τσίπρας δεν έφερνε συμφωνία.

Η αστική τάξη δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα της. Η απλή επίδειξή τους αρκούσε για να σύρει στον εξευτελισμό μια κυβέρνηση που νόμιζε ότι η διαπραγμάτευση με την τρόικα θα ήταν σαν να έκανε περίπατο στην εξοχή και κατάλαβε πολύ αργά ότι περπατούσε σε ναρκοπέδιο.

Τα γεγονότα του 2015 βάρυναν ακόμα περισσότερο την ήττα του 2010-12, οδήγησαν την εργατική τάξη στην απογοήτευση και τον αναχωρητισμό και δημιούργησαν γόνιμο έδαφος για την επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ. Ήδη από το 2016, η ΝΔ του Μητσοτάκη είχε κατακτήσει την πολιτική ηγεμονία και απλά την επιβεβαίωσε στις εκλογές του 2019.

Σε λίγους μήνες η κυβέρνηση Μητσοτάκη συμπληρώνει τέσσερα χρόνια στην κυβερνητική εξουσία. Η ΝΔ διήνυσε αυτήν την τετραετία αξιοποιώντας το μεγάλο πολιτικό πλεονέκτημα που της χάρισε η Αριστερά σε όλες της τις εκδοχές. Το πλεονέκτημα αυτό συνίσταται στο ότι δεν εμφανίζεται καμία άλλη συγκροτημένη και ρεαλιστική πρόταση εξουσίας, πέρα από μικρές παραλλαγές του μνημονιακού προγράμματος που ήδη το εφαρμόζει η σημερινή κυβέρνηση. Αυτή η συνθήκη εξηγεί και γιατί η κυβέρνηση δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερες αντιστάσεις από την εργατική τάξη και το κίνημά της. Ένας αγώνας για να έχει διάρκεια και αντοχή, χρειάζεται πολιτική προοπτική και καμία διαφορετική πολιτική προοπτική δεν εμφανίζεται σήμερα.

Η πολιτική κυριαρχία του μνημονιακού μπλοκ και η ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας πιέζει τις δυνάμεις της Αριστεράς, οι οποίες μετακινούνται σε πιο “ρεαλιστικές” θέσεις. Αυτό φαίνεται στα προγραμματικά κείμενα που κατατίθενται από νέες η παλιότερες συλλογικότητες. Το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της μετατόπισης, είναι η απουσία κάθε αναφοράς στη διαγραφή του δημόσιου χρέους. Ο στόχος της διαγραφής του δημόσιου χρέους είχε πλατιά αποδοχή από την αγωνιζόμενη εργατική τάξη, είχε γραφτεί σε πανό, είχε γίνει σύνθημα και τα χρόνια των αντιμνημονιακών αγώνων είχε υιοθετηθεί σχεδόν από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς. Σήμερα, όμως εξαφανίζεται από το προσκήνιο με ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων που αναζητούν πιο “άμεσα” προτάγματα.

Το ΜΕΡΑ 25 κατάφερε να εκπροσωπηθεί κοινοβουλευτικά, όχι επειδή εμφανίστηκε σαν μια αριστερή διαφωνία στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επειδή πιστώθηκε τη στάση του γραμματέα του κατά τη διάρκεια της θητείας του σαν Υπουργού Οικονομικών. Από τη θέση αυτή, εμφάνισε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το χρέος και έδειξε ότι είχε την απαιτούμενη αποφασιστικότητα να το φτάσει μέχρι το τέλος. Ανεξάρτητα από τις διαφωνίες μας με το συγκεκριμένο σχέδιο, αναγνωρίζουμε ότι αυτό το σχέδιο μαζί με την ανυποχώρητη στάση που το συνόδευσε αποτέλεσε το πολιτικό κεφάλαιο του ΜΕΡΑ 25.

Θεωρούμε επίσης, ότι το ζήτημα του χρέους εξακολουθεί να είναι ο “κρίσιμος κρίκος” της όλης κατάστασης και παρά το ότι η εξυπηρέτησή του είναι σήμερα διαχειρίσιμη, αργά ή γρήγορα θα αποτελέσει και πάλι σοβαρό πρόβλημα. Κανένα “περιεκτικό, ολοκληρωμένο και λογικά συνεπές Πρόγραμμα Ρήξης” δεν μπορεί να εκπονηθεί, χωρίς να θέσει στο επίκεντρό του το ζήτημα του δημόσιου χρέους.

Αυτό πρέπει να είναι και το σημείο εκκίνησης ενός σοβαρού και συγκροτημένου διαλόγου που μπορεί να καταλήξει σε ολοκληρωμένο και λογικά συνεπές πρόγραμμα. Και σε ένα τέτοιο διάλογο έχουμε τη διάθεση να συμβάλλουμε.

Οργάνωση Κομμουνιστική Ανασύνταξη