του Μιχάλη Γιαννεσκή
Το χρονοδιάγραμμα του Brexit
Οι διαπραγματεύσεις για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ αναμένεται ότι θα διαρκέσουν πολύ περισσότερο από τα 2 χρόνια που προβλέπει το άρθρο 50 της συνθήκης της Λισαβόνας.
Το παράδειγμα της Γρoιλανδίας, της μοναδικής προηγούμενης περίπτωσης εξόδου από την ΕΕ, υποδεικνύει ότι οι διαπραγματεύσεις θα είναι μακροχρόνιες. Το δημοψήφισμα του 1982 στη Γροιλανδία, αυτόνομη περιοχή που ανήκει στη Δανία, αποφάσισε την έξοδο από την ΕΟΚ, όπως ονομαζόταν τότε η ΕΕ. Οι διαπραγματεύσεις εξόδου για τη Γροιλανδία, με 55.000 κατοίκους, κράτησαν 3 χρόνια. Τα αλιευτικά δικαιώματα ήταν το μοναδικό θέμα των διαβουλεύσεων.
Η Βρετανία έχει 65 εκατ. κατοίκους, είναι μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, και πρέπει να συμφωνήσει με την ΕΕ πολυάριθμα και πολύπλοκα θέματα. Το σύνολο των συμβάσεων και νόμων που πρέπει να αναθεωρηθούν έχει υπολογιστεί σε 80.000 σελίδες. Σύμφωνα με στοιχεία του Βρετανικού Κοινοβουλίου, ο ετήσιος όγκος των νομοθετικών εγγράφων κατά την περίοδο 1990-2010 ήταν κατά μέσο όρο 12.000 σελίδες. Συνεπώς το Κοινοβούλιο θα χρειαστεί 7 χρόνια για να επανεξετάσει όλα τα θέματα εξόδου, πέραν του χρόνου που θα πρέπει να αφιερώσει για άλλα νομοσχέδια.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δήλωσαν πρόσφατα ότι θα χρειαστεί μια δεκαετία για να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις, και ηΤερέζα Μέι πρόσφερε μια έμμεση επιβεβαίωση, τηρώντας σιγή ιχθύος όταν δημοσιογράφοι της έθεσαν σχετική ερώτηση. Μια τέτοια καθυστέρηση του Brexit μάλλον δεν ανησυχεί τη Μέι: η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της εξόδου από την ΕΕ μετατίθεται μετά τις βρετανικές εκλογές του 2020, και δημιουργείται χρονικό περιθώριο για να αντιμετωπιστούν οι πιέσεις για την ανατροπή του Brexit.
Οι τραπεζίτες επιδιώκουν ανατροπή του Brexit
«Μπορεί να ανατραπεί το Brexit … αρκεί να έχεις τα κατάλληλα άτομα στην αίθουσα (των διαβουλεύσεων)» δήλωνε διευθυντής της τράπεζας J.P. Morgan Chase λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα, ενόσω 4 τραπεζίτες συναντούσαν τον υπουργό Οικονομικών της Βρετανίας. Καθότι οι εν λόγω τραπεζίτες ήταν οι διευθυντές των τραπεζών Morgan Stanley, Goldman Sachs, Bank of America, και Standard Chartered, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για την «καταλληλότητα» τους.
Οι τραπεζίτες έχουν κάθε λόγο να επιδιώκουν την ανατροπή του Brexit. Περίπου 90% του προσωπικού και 80% των δραστηριοτήτων των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών στην Ευρώπη εδρεύει στην Βρετανία. Οι τράπεζες θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτες μετά το Brexit, καθώς εκμεταλλεύονται το σύστημα τραπεζικού «διαβατηρίου» (passporting) της ΕΕ, για να προσφέρουν υπηρεσίες στα υπόλοιπα κράτη της Ένωσης.
Επιπλέον, οι τραπεζίτες έχουν δύο πολύ ισχυρά χαρτιά στα χέρια τους. Πρώτον, οι γενναιόδωρες δωρεές από hedge funds και τράπεζες στο κόμμα των Συντηρητικών εγγυώνται ότι τα εν λόγω «κατάλληλα άτομα» δεν θα μείνουν απέξω από τις διαβουλεύσεις για το Brexit. Δεύτερον, οι υπηρεσίες, τραπεζικές και μη, αποτελούν το 78% της βρετανικής οικονομίας και επισκιάζουντην βιομηχανία (που συνεισφέρει περίπου 15% στο ΑΕΠ της χώρας), τις οικοδομικές επιχειρήσεις (6%) και την γεωργία (1%).
Υπαναχώρηση ή επιβάρυνση των φορολογουμένων
Ωστόσο η κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Πως λοιπόν θα μπορέσει να χρυσώσει το χάπι για τους τραπεζίτες; Μάλλον όπως αντιμετώπισε πρόσφατα τις απειλές της αυτοκινητοβιομηχανίας Nissan ότι θα μεταφέρει το εργοστάσιο της από την Αγγλία σε άλλο κράτος της ΕΕ.
Σε μια κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση με τη διοίκηση της Nissan, ο αρμόδιος υπουργός έπεισε την εταιρεία να παραμείνει στην Αγγλία. Και παρά το μπαράζ ερωτήσεων από δημοσιογράφους, απέφυγε να δηλώσει τι προσέφερε ως αντάλλαγμα.
Το μεγαλύτερο ζήτημα για τη Nissan είναι οι δασμοί που θα επιβαρύνουν τις εξαγωγές της μετά το Brexit. Η κυβέρνηση υποσχέθηκε στην εταιρεία ότι η συμφωνία με την ΕΕ δεν θα περιλαμβάνει δασμούς, παρόλο που οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν καν αρχίσει. Και αρχής γενομένης με τη Nissan, οι τραπεζίτες και πολλοί άλλοι πιέζουν για παρόμοιες διευκολύνσεις.
Όμως σύμφωνα με την ΕΕ η άνευ δασμών ελεύθερη αγορά συνδέεται αναπόσπαστα με την ελεύθερη μετανάστευση, η οποία αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για την βρετανική κυβέρνηση. Βέβαια, οι κόκκινες γραμμές των πολιτικών παραβιάζονται συχνά και πολλές υπαναχωρήσεις αναμένονται στα επόμενα 10 χρόνια. Ωστόσο, εάν το Brexit τελικά υλοποιηθεί, οι Βρετανοί φορολογούμενοι θα επωμιστούν το κόστος των δασμών και όλων των υποσχέσεων της κυβέρνησης της Μέι.