Συνέντευξη: Αλίκη Κοσυφολόγου

Η Ιωάννα Στεντούμη, δικηγόρος εξειδικευμένη σε θέματα έμφυλης και σεξουαλικής βίας μας μίλησε για την επίδραση του φεμινισμού και του φεμινιστικού κινήματος στον δικαστικό χειρισμό υποθέσεων έμφυλης βίας, τις κοινωνικές και νομικές συνέπειες των θεσμικών μεταρρυθμίσεων της τελευταίας περιόδου, αλλά και για την ανάγκη συλλογικής διεκδίκησης απέναντι στις κυρίαρχες ιδεοληψίες και στην πατριαρχική κουλτούρα του δικαστικού συστήματος.

Κιουρι@ (ΑΚ): Ιωάννα, συζητάμε στον απόηχο του κινήματος #metoo και σε μια περίοδο αναβαθμισμένης επιδραστικότητας του φεμινιστικού κινήματος στην κοινωνία. Την ίδια στιγμή, η περίοδος της πανδημίας και του αναγκαστικού περιορισμού στο σπίτι ανέδειξε με τον πιο οδυνηρό τρόπο την έκταση του φαινομένου της έμφυλης βίας στη χώρα μας καθώς και τις συνέπειες της έλλειψης οργανωμένης πολιτικής για την αντιμετώπισή της. Πώς αποτιμάς την επιρροή αυτών των αντιφατικών εξελίξεων στη θεσμική λειτουργία και ειδικότερα στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος;

Ι.Σ: Πράγματι, τα ζητήματα αυτά έχουν αναδειχθεί και τουλάχιστον για ένα κομμάτι της κοινωνίας υπάρχει μία ωριμότητα στη σκέψη αναφορικά με τα θέματα της έμφυλης βίας. Επίσης, φαίνεται πως σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει μια μετατόπιση στη σκέψη από ανθρώπους που μέχρι πρότινος θα τοποθετούνταν με πολύ διαφορετικό τρόπο. Αυτό το καταλαβαίνουμε και από το γεγονός ότι έχουν γίνει κτήμα ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας και αποτυπώνονται και στη συζήτηση στη δημόσια σφαίρα έννοιες όπως η συναίνεση και το mansplaining[1], που ακούστηκε και στη Βουλή, έννοιες που μέχρι πρόσφατα ήταν τελείως άγνωστες. Ακόμη είναι επίσης σημαντική εξέλιξη το ότι από πολλούς δεν γίνεται πλέον αποδεκτό το ντύσιμο και η εμφάνιση ενός ανθρώπου να τίθενται ως στοιχεία που μπορούν να δικαιολογήσουν οποιαδήποτε μορφή παραβιαστικής συμπεριφοράς ή ακόμη και βιασμό.

Αντίστοιχα, στο δικό μας χώρο, αναπτύσσεται μια ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία αναφορικά με αυτά τα θέματα, που αναδεικνύει το γεγονός ότι κατά κανόνα αμφισβητούνται οι γυναίκες επιζήσασες έμφυλης βίας όταν καταγγέλλουν ένα τέτοιο περιστατικό, ενώ σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο όταν καταγγέλλεται μια διάρρηξη ή μια κλοπή. Αυτή είναι μια επιχειρηματολογία που έχουμε αναπτύξει και ως δικηγόροι που έχουμε  αναλάβει μια σειρά πρωτοβουλιών και στον δικηγορικό σύλλογο στην προσπάθεια μας να μετασχηματίσουμε αντιλήψεις και καθιερωμένες πρακτικές.

Για παράδειγμα, αν η Γεωργία Μπ. είχε πάει στο ίδιο πάρτυ με τα ίδια ρούχα και κοσμήματα, και στη συνέχεια έκανε μια καταγγελία ότι την είχαν ληστέψει, κανείς δεν θα αμφισβητούσε την καταγγελία της. Κανείς δεν θα τη ρωτούσε γιατί φορούσε αυτά τα κοσμήματα. Κανείς δεν θα της έλεγε ότι προκάλεσε τον ληστή με τη συμπεριφορά της. Αντίθετα, όταν το ίδιο ακριβώς άτομο, στην ίδια ακριβώς συνθήκη, καταγγείλει τον βιασμό του, τότε αρχίζει η αμφισβήτηση.

Υπάρχει λοιπόν μια επιχειρηματολογία, που απορρέει από στερεοτυπικές αντιλήψεις, η οποία στρέφεται ενάντια στα θύματα σεξουαλικών αδικημάτων. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι σε αυτές τις υποθέσεις πολύ σπάνια, ίσως και ποτέ, η καταγγέλλουσα μπαίνει στη διαδικασία να διεκδικήσει αποζημίωση. Και είναι απολύτως λογικό, μετά από όσα έχει περάσει μια γυναίκα στο ποινικό δικαστήριο, να μην έχει καμία διάθεση να υποστεί την ίδια ταλαιπωρία κάνοντας μια αστική αγωγή. Έχω χειριστεί εκατοντάδες τέτοιες υποθέσεις και πραγματικά ποτέ καμία γυναίκα δεν ήθελε να προχωρήσει σε αγωγή αποζημίωσης.

Μάλιστα, υπάρχει από το 2009 δημόσιο ταμείο για την αποζημίωση θυμάτων εγκληματικής βίας, στην οποία εντάσσονται και τα σεξουαλικά αδικήματα, ωστόσο πολύ σπάνια οι επιζήσασες απευθύνονται σε αυτό για να λάβουν την αποζημίωση που δικαιούνται. Κι αυτό το τελευταίο τεκμηριώνεται και από τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα. Αντίστοιχα, δεν προκύπτει από πουθενά ότι οι ψευδείς καταγγελίες για τέτοιου είδους αδικήματα, είναι περισσότερες από τις ψευδείς καταγγελίες για άλλου τύπου αδικήματα.

Το πρόβλημα είναι ότι απέναντι σε μια επιχειρηματολογία που έχει ανοίξει υπέρ των επιζησασών, για την αυτοδιάθεση του σώματος, για τη συναίνεση, εμφανίζονται από την άλλη πλευρά και επιχειρήματα που εκφράζονται με επιθετικό τρόπο ενάντια στις καταγγέλλουσες. Και πρόκειται για επιχειρήματα που ίσως παλιότερα να μην υπήρχε χώρος για να αρθρωθούν. Δυστυχώς, τώρα αυτά τα αντιδραστικά επιχειρήματα ακούγονται κι εντός του δικηγορικού κλάδου, τα οποία συχνά είναι εξαιρετικά στιγματιστικά για τα θύματα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και η επιχειρηματολογία που έχει ακουστεί στη δίκη του Λιγνάδη ή στη δίκη του Φιλιππίδη, όπου οι συνήγοροι υπεράσπισης έχουν φτάσει στο σημείο να ζητάνε προσομοίωση βιασμού. Δηλαδή, συμβαίνουν ανήκουστα πράγματα. Και ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχουν συμβεί αυτά όταν δικάζεται κάποιο άλλο αδίκημα.

Κι όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί όσο τα θύματα διεκδικούν όλο και περισσότερη ορατότητα και παλεύουν για τα δικαιώματα τους, τόσο περισσότερο οξύνεται η αντίδραση από μια πατριαρχική και βαθύτατα συντηρητική σκοπιά, αναφορικά με τα δικαιώματα των γυναικών. Κι επιστρέφοντας στην υπόθεση της Γεωργίας Μπ. δεν είναι τυχαίο, ότι στην εισηγητική της έκθεση η Εισαγγελέας υποστήριξε ότι η καταγγέλλουσα ψεύδεται για προσωπικούς λόγους, τους οποίους βέβαια δεν προσδιορίζει. Αλλά δυστυχώς, αυτή είναι μια πάγια τακτική, που καταλήγει στη στοχοποίηση των γυναικών που κάνουν αυτές τις καταγγελίες. Είναι δυστυχώς άπειρα αυτά τα παραδείγματα, τόσο  σε σχέση με τον δικαστικό χειρισμό των υποθέσεων, όσο και σε σχέση με τη διαδικασία της καταγγελίας και την αντιμετώπιση από την αστυνομία.

Κιουρι@: Ωστόσο, δημιουργείται η εντύπωση ότι και εξαιτίας της δημοσιότητας που έχουν λάβει ορισμένες υποθέσεις αυτή την τελευταία περίοδο και της κοινωνικής πίεσης που υπάρχει σε κάποιες περιπτώσεις, ότι ενδεχομένως να έχει βελτιωθεί λίγο η στάση των αρχών και η αντιμετώπιση των καταγγελλουσών. Εσύ πώς αποτιμάς τη σημερινή κατάσταση;

Ι.Σ.: Δυστυχώς, οι αρχές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν με τεράστια καχυποψία τις γυναίκες που κάνουν αυτές τις καταγγελίες. Και είναι τελείως παράλογο αυτό βέβαια, καθώς όπως αναφέραμε και προηγουμένως δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος μία γυναίκα να καταγγείλει ψευδώς κάτι τέτοιο. Πρόσφατα δεν ήταν που μια γυναίκα κάλεσε την αστυνομία για να καταγγείλει τον ξυλοδαρμό μιας άλλης γυναίκας, γειτόνισσας, και η αστυνομία αγνόησε την καταγγελία; Και λίγες ημέρες μετά αυτή η γυναίκα δολοφονήθηκε από τον σύζυγό της. Διαρκώς μαθαίνουμε για τέτοιες περιπτώσεις. Η αστυνομία γενικά έχει την τάση να αποθαρρύνει αυτού του είδους τις καταγγελίες. Κι αυτό βέβαια σε αρκετές περιπτώσεις έχει τραγικές συνέπειες. Υπάρχουν βέβαια και ορισμένες εξαιρέσεις. Από τη δική μου εμπειρία, εγώ αυτό το έχω διακρίνει στη στάση ορισμένων γυναικών αξιωματικών. Αλλά δυστυχώς, η γενική κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί.

Κι ακόμη και τα άτομα που έρχονται να παρακολουθήσουν κάποιες επιμορφώσεις και εκπαιδεύσεις για τέτοια ζητήματα, σπάνια έχουν κάποιο ενδιαφέρον για το περιεχόμενο των εκπαιδεύσεων και συνήθως ενδιαφέρονται να τις παρακολουθήσουν διεκπεραιωτικά για να λάβουν την πιστοποίηση. Κι επιπλέον, δεν έχουν και καμία διάθεση να αμφισβητήσουν κάποιες παγιωμένες αντιλήψεις τους ή να αναστοχαστούν σε σχέση με αυτές. Στο πλαίσιο τέτοιων εκπαιδεύσεων έχω ακούσει από πολλούς να υποστηρίζουν ότι τα θύματα κάνουν τις καταγγελίες για να διεκδικήσουν κάποιου είδους αποζημίωση. Και βέβαια, αυτές τις απόψεις δεν είναι σε θέση να τις τεκμηριώσουν με κάποιο τρόπο, γιατί βασίζονται σε ιδεοληψίες αλλά και σε μια περιρρέουσα συζήτηση στην οποία συμμετέχουν και ταυτόχρονα την ανατροφοδοτούν.

Κιουρι@: Δεδομένου ότι ζούμε σε μία δυναμική περίοδο γεμάτη με αντιφάσεις, εσύ ως νομικός και ως φεμινίστρια πώς αντιλαμβάνεσαι τις εξελίξεις σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των γυναικών;

Ι.Σ: Κατά τη γνώμη μου είναι πλέον δεδομένο ότι τα δικαιώματα των γυναικών πλήττονται. Το νέο οικογενειακό δίκαιο συνιστά μια ακραιφνώς συντηρητική στροφή. Και μάλιστα στο πλαίσιο της συζήτησης για το οικογενειακό δίκαιο δόθηκε δημόσιος λόγος σε άτομα που χρησιμοποιούν μισογυνικό δημόσιο λόγο, διερωτώμενοι ανοικτά «πόσο θα πληρώνουν για 9 μήνες ενοίκιο» όταν αναφέρονται σε ζητήματα διατροφής. Είναι αδιανόητο πραγματικά. Βέβαια, οι αντιφάσεις που αναφέρεις υπάρχουν και εντοπίζονται και στο εσωτερικό του δικηγορικού κόσμου. Για παράδειγμα, υπάρχει η εξαίρεση της εισαγγελέως στη δίκη για την υπόθεση της δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη, αλλά υπάρχουν και άλλοι εισαγγελείς οι οποίοι/ες εκφράζουν ακόμη πιο δεξιές και ακραιφνώς συντηρητικές απόψεις.

Προφανώς, υπάρχει κι ένα κομμάτι, ειδικά μεταξύ των νέων δικηγόρων, που αρθρώνει ριζοσπαστικά αιτήματα και παλεύει για να συμβάλλει στον μετασχηματισμό των διαδικασιών, προωθεί νέες αξίες και υπερασπίζεται τα δικαιώματα των θυμάτων. Ειδικά το Σωματείο των Μισθωτών Δικηγόρων κάνει μια συστηματική δουλειά σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά και ως Εναλλακτική Παρέμβαση  έχουμε επιχειρήσει να αναδείξουμε διάφορα τέτοια θέματα –όπως για παράδειγμα θέματα σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας–  και στον δικηγορικό σύλλογο. Η Εναλλακτική Παρέμβαση ήταν επίσης η  μοναδική παράταξη, η οποία άνοιξε το ζήτημα του οικογενειακού δικαίου από μια προωθητική σκοπιά. Και μάλιστα, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση είχε και νομικά προβλήματα, τα οποία τα διαπιστώνουμε τώρα στην πράξη. Για παράδειγμα, τώρα με πολύ απλές αφορμές μπορεί να καταλήξει κάποιος/α στα ασφαλιστικά μέτρα, ενώ στην πράξη με αυτό το θεσμικό πλαίσιο, οι γυναίκες καταλήγουν να εκβιάζονται.

 

Ανάλογες αντιφάσεις εντοπίζονται και στον δικαστικό κόσμο και αντανακλώνται και στον χαρακτήρα των αποφάσεων που λαμβάνονται κάθε φορά και στον τρόπο που διεξάγονται οι δίκες. Όπως για παράδειγμα συμβαίνει, όταν επιτρέπεται σε συνηγόρους υπεράσπισης να χρησιμοποιούν έναν λόγο μειωτικό και τραυματικό για τα θύματα. Γιατί ό/η πρόεδρος του δικαστηρίου διευθύνει τη συζήτηση και η στάση που κρατάει αποτυπώνει και τις αντιλήψεις και τις αξίες που υιοθετεί. Επομένως, δεν μπορεί να επιτρέπεται να συκοφαντούνται ή να εκφοβίζονται μάρτυρες κατά τη διάρκεια μίας δίκης, όπως δυστυχώς έχουμε δει να συμβαίνει.

Κιουρι@: Ποιά είναι η άποψη σου για το ζήτημα της νομικής κατοχύρωσης του όρου γυναικοκτονία; Η καθιέρωση της χρήσης της λέξης αυτής αντανακλά μια μετατόπιση στο κοινωνικό επίπεδο. Στην Ισπανία η διαδικασία για τη θεσμοθέτηση του όρου έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό. Στην Ελλάδα θα ήταν εφικτό να συμβεί κάτι τέτοιο και ποιές θα ήταν οι συνέπειες σε ό,τι αφορά τον δικαστικό χειρισμό τέτοιων υποθέσεων;

Ι.Σ: Οπωσδήποτε, είναι μια πιθανότητα. Θα μπορούσε να προχωρήσει αυτή η διαδικασία. Ωστόσο, η θεσμοθέτηση καθαυτή δεν σημαίνει πολλά και δεν είναι αυτονόητα και μονοσήμαντα μια προοδευτική διαδικασία. Μια θεσμική αλλαγή για να έχει ουσιαστική κοινωνική επίδραση πρέπει να αναγνωρίζει και να διαπλέκεται με τα κοινωνικά και ταξικά αιτήματα. Επομένως, η υιοθέτηση του όρου δεν είναι αρκετή, αν ταυτόχρονα δεν αναληφθούν πρωτοβουλίες για τη θεσμοθέτηση μηχανισμών για την προστασία των θυμάτων και με μέριμνα για την οικονομική και κοινωνική τους ευαλωτότητα. Αντίστοιχα, πρέπει να ενισχυθούν οι υποδομές, να υπάρχουν ξενώνες και βέβαια να βελτιωθούν οι ποινικές διαδικασίες έτσι ώστε να μη χρειάζεται να επανατραυματίζονται τα θύματα όταν προσφεύγουν σε αυτές.

Δεν θα μου έκανε εντύπωση η συγκεκριμένη κυβέρνηση για λόγους επικοινωνίας, να προχωρήσει στη θεσμοθέτηση του όρου, ενώ στην πράξη με τις νομοθετικές της πρωτοβουλίες έχει προκαλέσει τεράστια πλήγματα στα γυναικεία δικαιώματα. Ωστόσο, αυτή η κατοχύρωση του όρου θα είναι αποστειρωμένη από κάθε κοινωνικό περιεχόμενο. Εξάλλου, το ζητούμενο από μια προοδευτική σκοπιά δεν είναι σκλήρυνση του νομικού πλαισίου –να «επιτύχουμε» τα ισόβια–. Ο στόχος είναι να αμφισβητηθούν οι πατριαρχικές αντιλήψεις και η κουλτούρα που απορρέει από αυτές. Για αυτό, η διεκδίκηση των θεσμικών αλλαγών πρέπει να συμβαδίζει και να συνδυάζεται με κοινωνικές διεκδικήσεις. Ειδικά, στην περίπτωση των δικαστικών χειρισμών των υποθέσεων ο λόγος εξακολουθεί να περιστρέφεται γύρω από τα θύματα και τη στοχοποίηση τους· για παράδειγμα στην υπόθεση του ποδοσφαιριστή Σεμέδο σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά, η ανακρίτρια αξιολόγησε ως στοιχείο κατά της κοπέλας φωτογραφίες που είχαν δημοσιευθεί σε λογαριασμό της στα social media και που προσκόμισε η πλευρά του κατηγορούμενου. Συνεπώς, υπάρχει μεγάλη ανάγκη για εκπαίδευση και των δικαστών και για την καθιέρωση ενός κώδικα δεοντολογίας για δικαστές και δικηγόρους. Κάτι τέτοιο θα είναι πράγματι μια τομή και θα αμφισβητήσει τις κυρίαρχες ιδεοληψίες και πρακτικές. Η θεσμική αναγνώριση του όρου αν συμβεί θα είναι μια θετική εξέλιξη, ωστόσο πρέπει να αγωνιστούμε για να μην είναι απλά ένα άδειο κέλυφος.

Όπως αντίστοιχα, ενώ είναι πολύ σημαντικό που θεσμοθετήθηκε η συναίνεση, ο τρόπος με τον οποίο θεσμοθετήθηκε δεν επιλύει πρακτικά προβλήματα και δεν δίνει νομικές διεξόδους κατά τη διάρκεια των δικών. Ούτε ορίζονται ακριβώς οι προϋποθέσεις της συναίνεσης, ενώ επίσης αφαιρέθηκαν μία σειρά περιπτώσεων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του άρθρου 343 του ΠΚ για ασελγείς πράξεις που ασκήθηκαν με κατάχρηση εξουσίας, το οποίο υποβαθμίστηκε σε πλημμέλημα, ενώ οι πράξεις αυτές συνιστούν καθαρές περιπτώσεις απουσίας συναίνεσης και συνεπώς βιασμού. Επομένως, έχει μια σημασία να μαθαίνουμε από τέτοιες εμπειρίες και να μην αφήσουμε να συμβεί κάτι αντίστοιχο και στην περίπτωση της γυναικοκτονίας.

 

*Η Ιωάννα Στεντούμη είναι δικηγόρος, ΜΔΕ ποινικού, ΜΔΕ Εγκληματολογίας, εξειδικευμένη σε ζητήματα έμφυλης και σεξουαλικής βίας

[1] O όρος mansplaining περιγράφει τη σεξιστική τάση ενός άντρα να απευθύνεται και να εξηγεί κάτι σε μία γυναίκα με διάθεση να την πατρονάρει.