του Μηνά Κωνσταντίνου

Πίσω, στο μακρινό 1999, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λάμβανε σάρκα και οστά, ο ρόλος της περιοριζόταν στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, τα βασικά επιτόκια και τον έλεγχο της προσφοράς χρήματος. Με λίγα λόγια (της ιστοσελίδας του ευρωκοινοβουλίου), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποτελεί έκτοτε «το κεντρικό θεσμικό όργανο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και είναι επιφορτισμένη με τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ».

Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με την Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η ανεξαρτησία της ΕΚΤ κατοχυρώθηκε από το άρθρο 130 της ΣΛΕΕ, καθιστώντας την υπεράνω ελέγχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ευρωζώνης και των εθνικών κυβερνήσεων.
 
Συγκεκριμένα, «Κατά την άσκηση των εξουσιών και την εκτέλεση των καθηκόντων και υποχρεώσεων που τους ανατίθενται από τις Συνθήκες και το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ούτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, ούτε κανένα μέλος των οργάνων λήψης αποφάσεων των ιδρυμάτων αυτών, δεν ζητάει ούτε δέχεται υποδείξεις από τα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμούς, από την κυβέρνηση κράτους μέλους ή από άλλο οργανισμό», όπως αναφέρεται στο επίμαχο άρθρο της Συνθήκης.

(Ε)ΚράΤος εν κράτει

 
Από το 2008 και έπειτα, όταν η κρίση χρέους χτύπαγε την πόρτα των διεθνών χρηματαγορών, η ανεξάρτητη ΕΚΤ κέρδισε όλο και περισσότερες εξουσίες. Πρωτίστως, εμπλέκεται πλέον άμεσα στις πολιτικές αποφάσεις, καθώς κατέχει κυρίαρχο ρόλο στις αποφάσεις της Ένωσης και της Ευρωζώνης, όπως γνωρίζουμε και από τη συμμετοχή της στην τρόικα των δανειστών, τόσο όσον αφορά τα ελληνικά μνημόνια ή τα προγράμματα σε Ιρλανδία και Ιταλία.

Επίσης, ελέγχει ένα ευρύ πρόγραμμα εισροής κεφαλαίων στην οικονομία, με εξέχουσα θέση την αγορά των κρατικών και εταιρικών ομολόγων, όπως το πρόγραμμα αγοράς κινητών αξιών (SMP-ANFA), ενώ έχει την εποπτεία των μεγαλύτερων τραπεζών της ΕΕ στο πλαίσιο της Τραπεζικής Ένωσης, αρκετές από τις οποίες συμμετέχουν ως σύμβουλοι όπως θα δούμε παρακάτω. Επιπροσθέτως, η ΕΚΤ έχει τα τελευταία χρόνια ενισχύσει τη συμμετοχή της στις χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις, όπως με την Ένωση Κεφαλαιαγορών.
 
Ως «ευρωπαϊκός θεσμός» λοιπόν, η ΕΚΤ, δεν θα μπορούσε να κινηθεί διαφορετικά από τους έτερους θεσμούς της Ένωσης κατά το παρελθόν. Τότε, που η Κομισιόν ήταν ακόμα ένα ολοκληρωτικό πεδίο επιχειρηματικών συμφερόντων, πριν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταφέρει να βάλει έστω κάποια όρια στη δράση των επιχειρηματικών λόμπι. Έτσι, η ΕΚΤ απολαμβάνει ανεξαρτησία και ασυλία χωρίς να ελέγχεται από κανέναν, γεγονός που όπως όλοι θα μπορούσαν εξ αρχής να προβλέψουν, έχει οδηγήσει στο ίδιο και χειρότερο αποτέλεσμα.Σύμφωνα με την έκθεση, από τις 517 θέσεις συμβούλων της ΕΚΤ, τις 508 καταλαμβάνουν εκπρόσωποι των ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Με απλά λόγια, περισσότεροι από το 98% των συμβούλων στους κύκλους της ΕΚΤ διατηρούν άμεσους και επισήμως δεσμούς με τις μεγάλες εταιρείες.
 
Χαρακτηριστικό «δικό μας» παράδειγμα, η στάση που κρατάει η ΕΚΤ αναφορικά με τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που αγόρασε μόλις δύο ημέρες μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου το 2010 και αποτιμώνται αυτή την περίοδο σε 7,8 δισ. ευρώ. Τα κέρδη αυτά, από ομόλογα που εξαιρέθηκαν μάλιστα από το κούρεμα του PSI, δεν έχουν επιστραφεί ακόμα στην Ελλάδα, μολονότι υπήρχε η δέσμευση από το 2012.
 
Όπως αποκαλύπτει η πιο πρόσφατη έκθεση του Παρατηρητηρίου Εταιρικής Ευρώπης (Corporate Europe Observatory) του περασμένου Οκτωβρίου, οι συμβουλευτικές ομάδες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας χρησιμεύουν ως κανονικές πλατφόρμες λόμπι για το χρηματοπιστωτικό κλάδο. Σύμφωνα με την έρευνα «Ανοιχτή πόρτα για τις οικονομικές δυνάμεις στην ΕΚΤ», οι συμβουλευτικές ομάδες που συμβουλεύουν την ΕΚΤ έχουν κυριαρχηθεί σε τεράστιο βαθμό από εκπροσώπους ορισμένων από τις σημαντικότερες παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές εταιρείες.
 

Η πολιτική της ΕΚΤ στα χέρια των πολυεθνικών κολοσσών

 
Όπως συμβαίνει και με πλήθος άλλων θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΕΚΤ επιδιώκει ενεργά την εξωτερική εμπειρογνωμοσύνη για τις πολιτικές της. Συνολικά, 22 συμβουλευτικές ομάδες παρέχουν στους υπεύθυνους για τις λήψεις των αποφάσεων της Τράπεζας συστάσεις για όλες τις πτυχές της νομισματικής πολιτικής της ΕΕ. Όπως όμως συμβαίνει και με άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κεντρικό ρόλο στη διαδικασία έχουν οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας και των μεγάλων πολυεθνικών.
 
Σύμφωνα με την έκθεση, από τις 517 θέσεις συμβούλων της ΕΚΤ, τις 508 καταλαμβάνουν εκπρόσωποι των ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Με απλά λόγια, περισσότεροι από το 98% των συμβούλων στους κύκλους της ΕΚΤ διατηρούν άμεσους και επισήμως δεσμούς με τις μεγάλες εταιρείες. Μάλιστα, όπως υπογραμμίζεται, από τους 144 φορείς που κατέχουν έδρα στη συμβουλευτική ομάδα της ΕΚΤ, οι 64 δεν είναι καν καταγεγραμμένοι στον κατάλογο λόμπι της ΕΕ, το περιβόητο μητρώο διαφάνειας της ΕΕ.
 
Συγκεκριμένα, ελεύθερη είσοδο και επιρροή στις αποφάσεις της ΕΚΤ έχουν, μεταξύ άλλων, φορείς των χρηματοπιστωτικών αγορών από τον τραπεζικό τομέα, επενδυτικά ταμεία, κεντρικά αποθετήρια, χρηματοπιστωτικούς συμβούλους και χρηματιστήρια. Τον χαρακτήρα των εν λόγω συμμετοχών στα κέντρα των αποφάσεων της Τράπεζας αποκαλύπτει ακόμα και η «ισορροπία» που διατηρούν μεταξύ τους. Όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει, οι περισσότερες συμμετοχές προέρχονται από τις λεγόμενες «megabanks» της Ευρώπης, όπως η γερμανική Deutsche Bank και η Commerzbank, η γαλλική BNP Paribas, η Societé Générale, η Crédit Agricole, η ιταλική UniCredit, ενώ στις λίστες συναντάμε ακόμη χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως η Intesa Sanpaolo, η Ισπανική Santander, η US Citibank και η BNY Mellon.
 
Σημειώνεται δε, πως οι πιο πολυπληθείς συμμετοχές κατέχουν περισσότερες από 15 θέσεις συμβούλων η κάθε μία, με αποτέλεσμα λίγες εταιρείες να κατέχουν τουλάχιστον 208 από τις 508 θέσεις που κατέχει συνολικά ο ιδιωτικός χρηματοπιστωτικός τομέας. Δηλαδή, περίπου τις μισές από τις θέσεις που καταλαμβάνουν συνολικά οι οικονομικοί κολοσσοί, την ώρα που σχεδόν 350 από αυτούς εποπτεύονται την ίδια ώρα από την ΕΚΤ.
 
Αναλυτικά, το top 10 των χρηματοπιστωτικών κολοσσών που κάθονται στις θέσεις των συμβούλων της ΕΚΤ, με κάποιες από τις πολυεθνικές να «ισοβαθμούν» σε συμμετοχές:
 

  1. Euroclear 23
  2. Deutsche Bank 18
  3. BNP Paribas 17
  4. Societé Générale 16
  5. UniCredit 15
  6. Citi 13 – Commerzbank 13
  7. Clearstream 12
  8. Crédit Agricole 11 – Intesa Sanpaolo 11 – Nordea 11
  9. Santander 10 – Monte Titoli 10 – BNY Mellon 10
  10. HSBC 9 – ING 9

 

Ανοικτές θύρες και στρωμένα χαλιά

 
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η συμμετοχή των εκπροσώπων των κολοσσών στις συνεδριάσεις της στοχεύουν στο να εξηγήσουν στους «μεγάλους παίκτες» τις θέσεις της Τράπεζας. Ωστόσο, στην πραγματικότητα πρόκειται για τη συγκέντρωση πληροφοριών και την ανταλλαγή απόψεων με στόχο να διασφαλίσουν πως θα έχουν επιρροή στις αποφάσεις της ΕΚΤ, προφανώς προτού η Τράπεζα προχωρήσει σε αυτές.

Μάλιστα, η έκθεση μεταφέρει τα λόγια του Διευθυντή Αρχής Συμμόρφωσης και Διακυβέρνησης της ΕΚΤ, που κάνει λόγο για ενημερώσεις «είτε θεματικά, είτε ανοικτού τύπου». Δηλαδή, οι εκπρόσωποι των πολυεθνικών κολοσσών μπορούν να ασχοληθούν με οτιδήποτε σχετίζεται με τις δραστηριότητες και τις αποφάσεις της ΕΚΤ.
 
Γίνεται λοιπόν σαφές πως όσο ο ρόλος της ΕΚΤ στις πολιτικές αποφάσεις της Ευρώπης και των εθνικών κυβερνήσεων αυξάνει, άλλο τόσο αυξάνει και η επιρροή των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στο εσωτερικό της. Παράλληλα, η συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί τα τελευταία χρόνια είναι εξόχως αποκαλυπτική.
 
Για του λόγου το αληθές, δεν έχει κανείς παρά να παρατηρήσει την πρόσφατη ιστορία των χρηματοπιστωτικών σκανδάλων στους κόλπους της διεθνούς οικονομίας. Ξέπλυμα μαύρου χρήματος, χρηματοδότηση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων, σκάνδαλο χειραγώγησης του επιτοκίου Libor (του δείκτη αναφοράς για πλήθος χρηματοπιστωτικών προϊόντων σε όλον τον πλανήτη και η αξία τους ξεπερνά τα 500 τρισεκατομμύρια δολάρια).Όσο ο ρόλος της ΕΚΤ στις πολιτικές αποφάσεις της Ευρώπης και των εθνικών κυβερνήσεων αυξάνει, άλλο τόσο αυξάνει και η επιρροή των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στο εσωτερικό της. 
 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το σκάνδαλο Libor, το επιτόκιο διατραπεζικών προσφορών του Λονδίνου, που αποκαλύφθηκε το 2012. Τράπεζες όπως οι Bank of Scotland, HSBC, JPMorgan, Deutsche Bank, Barclays, UBS, Citigroup, με την Deutsche Bank σε κεντρικό ρόλο, συνομώτησαν για να χειραγωγήσουν το διατραπεζικό επιτόκιο, δίνοντας ψευδείς ειδήσεις στις βρετανικές τραπεζικές αρχές. Ακόμα ένα τέτοιο παράδειγμα, το σκάνδαλο Forex με την εμπλοκή πέντε τουλάχιστον τραπεζών (JPMorgan Chase, Citicorp, Barclays, Royal Bank of Scotland, UBS), που υποχρεώθηκαν από τις ΗΠΑ να πληρώσουν πρόστιμα ύψους 5,7 δισ. δολ. σε διακανονισμό για χειραγώγηση της αγοράς.
 

Ευχολόγια από την Ευρωβουλή

 
Την παντοδυναμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την αδυναμία των ευρωπαϊκών θεσμών να την ελέγξουν, αποκαλύπτει και η πρόσφατη ερώτηση που κατέθεσαν 39 ευρωβουλευτές από τις ομάδες της Αριστεράς, των Σοσιαλιστών και των Πρασίνων, καλώντας την «να δώσει εξηγήσεις» για τους εξωτερικούς συμβούλους με τους οποίους συνεργάζεται, με αφορμή την έκθεση του Παρατηρητηρίου.
 
Στην ερώτησή τους, οι ευρωβουλευτές κάνουν ειδική αναφορά στα στοιχεία που αναφέρονται παραπάνω, και καταλήγουν σε δύο ερωτήματα που επιβεβαιώνουν πως το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να… ευχηθούν να έρθει η ΕΚΤ στον ίδιο δρόμο.
 
Συγκεκριμένα, ρωτούν την ΕΚΤ:
 
1. Ποια μέτρα σχεδιάζει η ΕΚΤ ώστε να πάψει να δέχεται συμβουλές από εταιρίες και ιδιωτικούς τραπεζικούς κολοσσούς τους οποίους θα έπρεπε να εποπτεύει;
2. Τι σχεδιάζει η ΕΚΤ ώστε όσοι της παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες, να είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο λόμπι της ΕΕ;
 
Από την απουσία της οποιασδήποτε αναφοράς σε Κομισιόν και Ευρωπαϊκή Ένωση, εύκολα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πως είναι στην ευχέρεια της ΕΚΤ ακόμα και το εάν θα μπει στον κόπο να απαντήσει σε μια μειοψηφία ευρωβουλευτών.
 
Ακόμα πιο αποκαλυπτική για τις ισορροπίες στο εσωτερικό της Τράπεζας, η είδηση της περασμένης Πέμπτης στο Reuters, όπου αναφέρεται πως το τραπεζικό λόμπι αντιτίθεται σθεναρά σε αυστηρότερους κανόνες για το δημόσιο χρέος το οποίο οι ίδιες οι τράπεζες διακρατούν, λαμβάνοντας θέσεις μάχης ενόψει οποιασδήποτε συζήτησης για κοινό ευρωπαϊκό χρέος και ευρωομόλογα.