Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα ήταν ήδη θρύλος όταν σκοτώθηκε στη Βολιβία το 1967. 
 
 Ο ίδιος ήταν Αργεντινός γιατρός, κομμουνιστής Μαρξιστής-Λενινιστής επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα και πολιτικός.
 
Η οικογένειά του ήταν μία από τις οικογένειες της αργεντινής ολιγαρχίας, με ισπανικές και ιρλανδικές καταβολές. Παρ' όλα αυτά, οι γονείς του νεαρού Ερνέστο δεν απέφευγαν καθόλου την επαφή με ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. 
 
Ο Τσε από 2 χρονών, μετά από μπάνιο σε παγωμένα νερά ενός χειμάρρου, βασανίζεται από άσθμα. Η οικογένειά του αναγκάζεται να μετακινείται συνεχώς αναζητώντας ένα κλίμα που θα τον ταλαιπωρεί λιγότερο. 
 
Η ασθένεια αυτή τον συνόδεψε όλη του τη ζωή και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του. 
 

Ταξιδεύοντας


Στο τέλος του 1951, ο Ερνέστο μαζί με τον φίλο του Αλμπέρτο, καβαλάει μία Νόρτον 500 και ξεκινάνε για να γνωρίσουν τη Λατινική Αμερική. Εκείνη την εποχή η Λατινική Αμερική  βρισκόταν σε πολιτικό εμβρασμό: επαναστάσεις, πραξικοπήματα, γενικές απεργίες και ανταρτοπόλεμος.
 
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1954, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών, από χώρες όπως το Πουέρτο Ρίκο, το Περού, η Βενεζουέλα, η Γουατεμάλα και η Κούβα. Στην πόλη του Μεξικού, συνάντησε τον Κουβανό εξόριστο Νίκο Λόπες, γνώριμό του από την περίοδο της παραμονής του στη Γουατεμάλα, ενώ επανασυνδέθηκε και με την Ίλδα Γκαδέα. Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, εργάστηκε ως γιατρός σε κεντρικό νοσοκομείο και ως φωτογράφος, εν μέσω πολλαπλών επαγγελματικών κρίσεων και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε κατά διαστήματα.

Το καλοκαίρι του 1955, ήρθε σε επαφή με τον αδελφό του Φιδέλ Κάστρο, Ραούλ, από τον οποίο πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Κάστρο στο Μεξικό. Στις αρχές Ιουλίου του 1955,o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιδέλ Κάστρο, o οποίος ήταν αρχηγός των “Moνκαντίστας” και ηγέτης της αποτυχημένης ένοπλης επίθεσης στο στρατόπεδο της Μονκάδα το 1953, και είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Φουλχένσιο Μπατίστα. Την πρώτη συνάντησή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική και το ενδεχόμενο της οργάνωσης ενός αντάρτικου αγώνα με στόχο την ανατροπή του διεφθαρμένου, φασιστικού καθεστώτος του Μπατίστα. Την ίδια περίπου περίοδο, η Γκαδέα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και ο Γκεβάρα της πρότεινε γάμο, ο οποίος τελέστηκε τελικά στις 18 Αυγούστου 1955, στο ληξιαρχείο του μεξικανικού χωριού Τεποτσοτλάν.

 
Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, ο Γκεβάρα συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου, με στόχο την ένοπλη δράση για την ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος. 
 
Η μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιτυχία του Τσε Γκεβάρα υπήρξε η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958, μία καθοριστική στιγμή στην ιστορία της κουβανικής επανάστασης.


 

Μέλος της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης

 
Υπήρξε μέλος της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης προωθώντας ριζικές μεταρρυθμίσεις. 
 
Για 18 μήνες, ο Τσε Γκεβάρα διοικούσε το φρούριο “Λα Καμπάνια”, όπου βρίσκονταν οι αντίπαλοι του προηγούμενου καθεστώτος και οι εγκληματίες πολέμου. Χιλιάδες εκτελέστηκαν στη “Λα Καμπάνια” και αρκετοί πολιτικοί αντίπαλοι του Τσε Γκεβάρα τον κατηγόρησαν ότι εκτελέστηκαν και αθώοι. Παρά τη φαινομενική απομάκρυνσή του στο φρούριο, ο Τσε Γκεβάρα παρέμενε στενός συνεργάτης του Κάστρο. Τον Ιούνιο του 1959 έφυγε στο εξωτερικό.
 
Μετά από μια περιοδεία στην Ασία και την Ευρώπη κατέληξε στη Σοβιετική Ένωση, όπου ήρθε σε συμφωνία με τον πρόεδρο Νικίτα Χρουτσώφ. Οι Σοβιετικοί θα αγόραζαν το ζαχαροκάλαμο που εξήγαγε η Κούβα και θα τους προμήθευαν με πετρέλαιο. Ως αντάλλαγμα, η Κούβα θα ήταν ένας πιστός σύμμαχός τους εναντίον των Αμερικανών.
 
Σε ότι αφορά την οικονομική πολιτική, ο Τσε Γκεβάρα ήταν αντίθετος στην αντιγραφή του σοβιετικού οικονομικού μοντέλου της «οικονομικής αυτοδιαχείρισης», καθώς θεωρούσε πως οι ιδιαίτερες συνθήκες της Κούβας απαιτούσαν διαφορετικές πρακτικές και υπερασπιζόταν το συγκεντρωτισμό στον τομέα της βιομηχανίας.
 
Το 1965 έφυγε από το νησί για να οργανώσει τα νέα επαναστατικά κινήματα του Κονγκό και αργότερα στη Βολιβία. 
 
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Κονγκό, ο Γκεβάρα μετακινείται στη Βολιβία, καθώς το έδαφος για επανάσταση έμοιαζε πρόσφορο. Τον Νοέμβριο του 1966 λοιπόν ο Τσε φτάνει στη χώρα μεταμφιεσμένος σε μεσόκοπο ουρουγουανό έμπορο επ' ονόματι Adolfo Mena Gonzalez. Μετά τον έλεγχο, πετά φυσικά τις μασκαράτες και ρίχνεται στον αγώνα της επαναστατικής οργάνωσης.


Ο Τσε και η σύζυγος του Αλεϊδα Μαρτς στην Αβάνα.
 

Το τέλος του Τσε

 
Βολιβιανοί στρατιώτες, με την υποστήριξη της CIA, εντόπισαν μετά από πληροφορίες χωρικών, τον Τσε Γκεβάρα στις 8 Οκτωβρίου στην τοποθεσία Κεμπράδα Ντελ Ιούρο. Δόθηκε σκληρή μάχη. Οι περισσότεροι από τους 17 συντρόφους του Τσε σκοτώθηκαν, μεταξύ των νεκρών ήταν και οι σωματοφύλακές του, Αντόνιο και Πάντσο. Oι υπόλοιποι, κατάφεραν να διαφύγουν. Ο Τσε τραυματίστηκε από πυρά στο πόδι και συνελήφθη. Όπως θα υποστηρίξουν κάποιοι στρατιώτες, τους είπε: «Μη με πυροβολείτε. Είμαι ο Τσε Γκεβάρα και αξίζω περισσότερο ζωντανός παρά νεκρός», άλλοι θα πουν ότι ο Τσε φώναξε: «Μη με πυροβολείτε. Είμαι ο Τσε Γκεβάρα και απέτυχα». 
 
Την επόμενη μέρα (9 Οκτωβρίου), ο Τσε μεταφέρθηκε στην αίθουσα ενός εγκαταλελειμμένου σχολείου στο χωριό Λα Χιγκέρα. Η διαταγή του δικτάτορα Μπαριέντος, ήταν σαφής. Ο Τσε έπρεπε να πεθάνει. Ωστόσο όλα θα έπρεπε να συνηγορούν ότι σκοτώθηκε στη μάχη. Παρά το γεγονός ότι πολλοί ήταν αυτοί που θέλησαν να δώσουν τη χαριστική βολή στον μεγάλο επαναστάτη, ο άνθρωπος από τον οποίο θα έπεφτε νεκρός, ήταν ο λοχίας Μάριο Τεράν. Όταν αντιλήφθηκε τι επρόκειτο να συμβεί, φώναξε: «Πυροβολήστε με δειλοί. Θα σκοτώσετε μόνο έναν άνθρωπο, όχι τις ιδέες μου». Συνολικά 9 σφαίρες “τρύπησαν” τον Τσε, στο θώρακα και το στήθος.
 
Ήταν 5 το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου στο αεροδρόμιο έξω από τη μικρή πόλη της Βαγιεγκράντε στη νοτιοανατολική Βολιβία. Το σώμα του Τσε μεταφέρθηκε δεμένο στα πέδιλα προσγείωσης ενός ελικοπτέρου. Τον περίμενε ένα αυτοκίνητο μαζί με περισσότερους από τους 10.000 κατοίκους της πόλης Βαγιεγκράντε. Οι Βολιβιανοί στρατιώτες προσπάθησαν να κρατήσουν μακριά το πλήθος, αλλά μόλις το ελικόπτερο προσγειώθηκε, έχασαν τον έλεγχο. Ακόμη και οι ίδιοι έτρεξαν να δουν τον νεκρό. Το σώμα του Τσε μεταφέρθηκε στο αυτοκίνητο και ο οδηγός κατευθύνθηκε γρήγορα στο νοσοκομείο της Βαγιεγκράντε, προκειμένου να επιδειχθεί η σορός στους εκπροσώπους του Τύπου.  
 
 Ένας στρατιωτικός γιατρός τού ακρωτηρίασε τα δύο χέρια ως αποδεικτικό στοιχείο και στη συνέχεια το υπόλοιπο της σορού του τάφηκε σε άγνωστο σημείο. Ο τάφος του αποκαλύφθηκε το 1997 κοντά στο αεροδρόμιο του Βαγιεγκράντε από μια ομάδα κουβανών ιατροδικαστών. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κούβα και τάφηκαν στο Μαυσωλείο της Σάντα Κλάρα. Στην τελετή παρευρέθηκε ο Πρόεδρος Φιντέλ Κάστρο και χιλιάδες Κουβανοί. 

«Ο δρόμος είναι μακρύς και γεμάτος δυσκολίες. Μερικές φορές, για να ξαναπάρουμε τον σωστό δρόμο, πρέπει να κάνουμε μερικά βήματα πίσω, άλλες φορές όταν προχωράμε πολύ βιαστικά απομακρυνόμαστε από τις μάζες, άλλοτε πάλι, πηγαίνοντας αργά, νιώθουμε την αναπνοή εκείνων που μας πατάνε τις φτέρνες. Η φιλοδοξία μας ως επαναστάτες μας οδηγεί στο να προσπαθούμε να προχωράμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ανοίγοντας νέους δρόμους, με την επίγνωση ότι στρεφόμαστε από τη μάζα και ότι αυτή μπορεί να πάει μπροστά γρηγορότερα μόνο αν την τροφοδοτούμε με το παράδειγμά μας».
(Ε. Τσε Γκεβάρα, Ο Σοσιαλισμός και ο άνθρωπος στην Κούβα)
 

Αυτός που γεννιέται


Ποιος ξέρει γιατί ο Τσε έχει αυτή την επικίνδυνη συνήθεια να συνεχίζει να γεννιέται; Όσο περισσότερο τον λοιδορούν, τον παραποιούν, τον προδίδουν, τόσο περισσότερο ξαναγιεννιέται. Είναι το άτομο που περισσότερο απ' όλους μπορεί να ξαναγιεννιέται. Μήπως επειδή ο Τσε έλεγε αυτό που πίστευε και έκανε αυτό που έλεγε; Μήπως είναι γ' αυτό που συνεχίζει να είναι τόσο ξεχωριστός σ' έναν κόσμο όπου τα λόγια και οι πράξεις συναντιόνται τόσο σπάνια και όταν συναντιόνται, δεν χαιρετιούνται από τη στιγμή που δεν αναγνωρίζουν τα μεν τις δε;

Εδουάρδο Γκαλεάνο