του Μιχάλη Γιαννεσκή
Ο εν λόγω λαός ήταν οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών της Σκωτίας (οι «Χαϊλάντερς»), οι οποίοι ανήκαν σε περίπου 60 κλαν (clan), τις ομάδες που αποτελούσαν την κοινωνική δομή της χώρας από τον μεσαίωνα. Clann σημαίνει «παιδιά» στη γλώσσα που μιλούσαν τότε οι Σκωτσέζοι, τα γαελικά. Τα μέλη ενός κλαν υιοθετούσαν το επώνυμο του γαιοκτήμονα αρχηγού τους, τον υπηρετούσαν πιστά, και πολεμούσαν κατά των αντιπάλων του. Η άνευ όρων αφοσίωση στους γαιοκτήμονες στηριζόταν στον άγραφο νόμο – duthchas (ντούθχας) στα γαελικά – ότι κάθε αρχηγός είχε υποχρέωση να προστατεύει και να μεριμνά για τα μέλη του κλαν. Οι Χαϊλάντερς επιβίωναν καλλιεργώντας μικρά χωράφια και εκτρέφοντας μικρά κοπάδια στα μέρη που οι οικογένειές τους ζούσαν για αιώνες.
Οι γαιοκτήμονες, προωθώντας την αλληλεγγύη και αδελφικότητα των κλαν, κατάφερναν να έχουν στη διάθεσή τους ένα αφοσιωμένο εργατικό και πολεμικό δυναμικό – στην ουσία δουλοπάροικους – που καλλιεργούσε τη γη τους, τους πλήρωνε ενοίκιο, και τους υπερασπιζόταν σε περίπτωση πολέμου.
Η αποτυχημένη εξέγερση
Το 1745, ένα μέρος της σκωτσέζικης αριστοκρατίας, υπό την καθοδήγηση του Τσαρλς Έντουαρντ Στιούαρτ, ενός πρίγκηπα που είχε βλέψεις στον βρετανικό θρόνο, υποκίνησε τους Χαϊλάντερς να εξεγερθούν κατά των Άγγλων. Η εξέγερση συνετρίβη ολοσχερώς στη μάχη του Καλόντεν (Culloden) το 1746.
Οι Άγγλοι νικητές αντιμετώπισαν τους Χαϊλάντερς με βαναυσότητα, αλλά επέτρεψαν στους γαιοκτήμονες αρχηγούς τους να διατηρήσουν τα κτήματά τους. Η ήττα στο Καλόντεν σηματοδότησε την αρχή του τέλους των κλαν. Νέοι νόμοι εφαρμόστηκαν αμέσως που απαγόρευαν, μεταξύ άλλων, την κατοχή όπλων και τα παραδοσιακά καρό ενδύματα και ανδρικές φούστες (κιλτ) των σκωτσέζικων κλαν.
Οι αγγλικές ελίτ αρχικά καταπίεσαν και μετέπειτα αποσύνθεσαν την παραδοσιακή δομή της σκωτσέζικης κοινωνίας, για να τη σφυρηλατήσουν στη συνέχεια σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα, όπως είχαν κάνει και στις αποικίες. Έτσι άρχισε η προετοιμασία για την εδραίωση του αγγλικού καπιταλισμού στη Σκωτία.
Η αγγλική υφαντουργία προσφέρει νέες ευκαιρίες πλουτισμού
Η αξία της γης των ορεινών περιοχών της Σκωτίας ανέβηκε όταν άρχισε να αναπτύσσεται η υφαντουργική βιομηχανία στην Αγγλία, η οποία χρειαζόταν ολοένα και περισσότερο μαλλί. Οι γαιοκτήμονες αναγνώρισαν την ευκαιρία για μεγαλύτερα κέρδη και μετέτρεψαν την καλλιεργήσιμη γη σε βοσκότοπους. Χιλιάδες αγρότες εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους για να επιτευχθεί αυτή η μετατροπή, και αντικαταστάθηκαν από ολιγάριθμους βοσκούς, οι οποίοι επέβλεπαν τα εκατομμύρια πρόβατα που οι γαιοκτήμονες έφεραν στα ορεινά της Σκωτίας.
Οι εξώσεις των αγροτών άρχισαν το 1760. Οι γαιοκτήμονες ήθελαν όμως να διατηρήσουν το εργατικό δυναμικό των περιοχών τους, και ανάγκαζαν τους αγρότες να μετακομίσουν στις παραθαλάσσιες περιοχές και να επιβιώνουν κυρίως από το ψάρεμα και τη συγκομιδή φυκιών για χρήση στη σαπωνοποιία και στην παραγωγή διαφόρων χημικών ουσιών, καθότι τα χωράφια σε αυτά τα μέρη ήταν πολύ μικρά και καθόλου εύφορα. Η επιβίωση των αγροτών σε αυτές τις περιοχές αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη, και οι τεράστιες ποσότητες φυκιών που έπρεπε να μαζέψουν απαιτούσαν εξοντωτική εργασία.
Στρατολόγηση, έξωση και αναγκαστική μετανάστευση
Η διατήρηση του πληθυσμού ήταν επίσης αναγκαία για τη στρατολόγηση σημαντικού αριθμού ταγμάτων Χαϊλάντερς, ιδίως κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων. Οι οικογένειες όσων αρνούνταν να στρατολογηθούν εκδιώκονταν από τα σπίτια τους.
Ωστόσο, οι ανάγκες των γαιοκτημόνων άλλαξαν το 1815, μετά το τέλος των Πολέμων. Η τιμή του μαλλιού αυξήθηκε και η τιμή του φυκιού έπεσε, ενώ έπαψε να υπάρχει ανάγκη στρατολόγησης. Οι γαιοκτήμονες που προηγουμένως προσπαθούσαν να διατηρήσουν τον πληθυσμό μετατοπίζοντας τον στις παραθαλάσσιες περιοχές, άρχισαν να τον εκδιώκουν και από εκεί, για να εισάγουν ολοένα και περισσότερα πρόβατα στα κτήματά τους. Ο δημοσιογράφος Ρόμπερτ Σόμερς έγραφε το 1848 ότι οι γαιοκτήμονες αντιμετώπιζαν τους χωρικούς σαν αγριόχορτα που έπρεπε να ξεριζωθούν για να προετοιμαστεί το έδαφος για νέες αγροτικές δραστηριότητες.
Οι γαιοκτήμονες εξανάγκασαν χιλιάδες αγρότες να μεταναστεύσουν στον Καναδά, στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία, χρησιμοποιώντας συχνά το πρόσχημα της φιλανθρωπίας, όπως τη διαγραφή των ενοικίων που τους χρωστούσαν οι χωρικοί, ή την πληρωμή του κόστους της μεταφοράς τους στις αποικίες.
Οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά σκληρές για όσους Χαϊλάντερς παρέμειναν στη Σκωτία. Το 1854, ενόσω ένας γαιοκτήμονας προσπαθούσε να στρατολογήσει νέους για τον πόλεμο κατά των Ρώσων στην Κριμαία, ένας νεαρός του απάντησε ότι «εάν ο τσάρος της Ρωσίας καταλάμβανε [τη Σκωτία], δεν θα περιμέναμε χειρότερη μεταχείριση από αυτή που βιώσαμε στα χέρια της οικογένειάς σας τα τελευταία πενήντα χρόνια».
«Θεϊκή τιμωρία» η βαναυσότητα των εξώσεων
Οι εξώσεις γίνονταν με ασύστολη βία, και οι καλύβες των αγροτών καταστρέφονταν, ώστε να μην μπορούν να επιστρέψουν. Μια επιστολή του Καρλ Μαρξ στην εφημερίδα Daily Tribune της Νέας Υόρκης το 1854 είναι ενδεικτική της βαναυσότητας των εξώσεων. Ο Μαρξ αναφέρει την περίπτωση μιας οικογένειας με 6 μικρά παιδιά και μια κατάκοιτη μητέρα. Οι μπράβοι του τοπικού γαιοκτήμονα έκαναν έξωση στα παιδιά και στον πατέρα τους, και κατέστρεψαν την καλύβα της οικογένειας, αφήνοντας μόνο ένα μικρό μέρος της οροφής πάνω από το κρεβάτι της κατάκοιτης μητέρας. Ο πατέρας τρελάθηκε από τη συμφορά του.
Σε μερικές περιπτώσεις οι Χαΐλάντερς αντιστάθηκαν σθεναρά στις εξώσεις και την εκδίωξη τους από την πατρική τους γη. Όμως οι περισσότεροι αποδέχθηκαν στωικά την δυστυχία τους, με την παρότρυνση ιεροκηρύκων που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της αριστοκρατίας, διακηρύσσοντας στους Χαϊλάντερς ότι οι εξώσεις αποτελούσαν θεϊκή τιμωρία για τις αμαρτίες τους.
Ένα βασιλικό σπορ οδηγεί σε νέες εξώσεις
Η αγορά της έπαυλης και των κτημάτων του Μπαλμόραλ στη Σκωτία από την βασίλισσα Βικτωρία το 1852 έδωσε το έναυσμα για μια νέα μέθοδο εκμετάλλευσης των κτημάτων της χώρας. Τα ορεινά της Σκωτίας έγιναν τουριστικός προορισμός. Άγγλοι και Σκωτσέζοι αριστοκράτες έσπευσαν να αγοράσουν επαύλεις και εκτάσεις στην περιοχή. Οι σκωτσέζικες ελίτ άρχισαν να υιοθετούν τον πολυτελή τρόπο ζωής της αγγλικής αριστοκρατίας, αναζητώντας ολοένα μεγαλύτερα κέρδη από τα κτήματά τους για να τον χρηματοδοτήσουν.
Ο σύζυγος της βασίλισσας, ο πρίγκηπας Άλμπερτ, ήταν φανατικός κυνηγός ελαφιών (παρότι σπανίως κατάφερνε να χτυπήσει κανένα ελάφι). Το κυνήγι έγινε μόδα και τεράστιες εκτάσεις μετατράπηκαν σε κυνηγότοπους που οι ιδιοκτήτες τους γέμισαν με ελάφια. Για να επιτευχθεί αυτή η αλλαγή χρήσης της γης, οι γαιοκτήμονες προέβησαν σε ένα νέο κύμα εξώσεων.
Η ζωή των Χαϊλάντερς επιδεινώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια του λιμού της πατάτας, του βασικού τους τροφίμου (1846-1855). Ο λιμός προκάλεσε τεράστιες απώλειες στον πληθυσμό της περιοχής: το ποσοστό θνησιμότητας ήταν πολύ μεγαλύτερο από αυτό του αντίστοιχου λιμού στην Ιρλανδία.
Οι εξώσεις εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται από τους γαιοκτήμονες ως μέθοδος διαχείρισης της γης και καταναγκασμού των αγροτών. Όταν οι αγρότες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου το 1884, τρομοκρατούνταν από τους κτηματίες για να ψηφίσουν όπως αυτοί τους υποδείκνυαν.
Μετά τα πρόβατα και τα ελάφια, το πετρέλαιο
Η βαναυσότητα και η αδικία των εξώσεων, όπως και η προδοσία των αγροτών από τους «προστάτες» τους, δεν απασχόλησαν την βρετανική «συνείδηση» για πολλά χρόνια. Πέρασε περίπου ένας αιώνας προτού ο βουλευτής και υπουργός Γουίλι Ρος παραδεχθεί στο βρετανικό Κοινοβούλιο το 1965 ότι η κακομεταχείριση που υπέστησαν οι Χαϊλάντερς «αποτελούσε βάρος στη συνείδηση του έθνους για 200 χρόνια».
Τέτοιες τύψεις συνειδήσεως δεν σταμάτησαν την εκμετάλλευση της Σκωτίας. Με την πάροδο του χρόνου, τα πρόβατα του 18ου και τα ελάφια του 19ου αιώνα έπαψαν να είναι προσοδοφόρα. Οι ελίτ έστρεψαν την προσοχή τους σε μια νέα πηγή πλούτου. Από τα μέσα του 20ου αιώνα, εταιρείες εξόρυξης εκμεταλλεύονται τα κοιτάσματα πετρελαίου της Σκωτίας. Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από την παραγωγή του καυσίμου διοχετεύεται εκτός Σκωτίας.
Το αντίκτυπο των εξώσεων
Οι εξώσεις είχαν τεράστιο αντίκτυπο στη ζωή των Σκωτσέζων: προδόθηκαν από τους πατροπαράδοτους προστάτες τους, εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και έχασαν τη γη τους. Η κουλτούρα τους και η γλώσσα τους, τα γαελικά (η χρήση των οποίων απαγορεύτηκε για πολλά χρόνια), σχεδόν εξαφανίστηκαν. Δικαιολογημένα αναλυτές όπως ο Μάικλ Χέτστερ και ο Ίαν Μακίνον χαρακτηρίζουν τη μεταχείριση των Σκωτσέζων ως «εσωτερική αποικιοκρατία» της Βρετανίας.
Συνολικά, περίπου τα 2/3 των Χαϊλάντερς εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους. Πριν το 1750, τα ορεινά της Σκωτίας κατοικούνταν από το 30% του πληθυσμού της χώρας· σήμερα κατοικούνται από το 4%. Πολλοί Χαϊλάντερς, διατηρώντας πικρές αναμνήσεις από τις εξώσεις και την βαναυσότητα που υπέστησαν, μετεγκαταστάθηκαν στη Γλασκόβη και σε άλλες περιοχές της Σκωτίας στις οποίες αναπτύχθηκε η βιομηχανία, και συνετέλεσαν στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Η αντιπαλότητα μεταξύ Σκωτσέζων και Εγγλέζων που εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις εξώσεις του 18ου και του 19ου αιώνα.
Πηγές
Davidson, N. (2003). Discovering the Scottish Revolution 1692-1746. London: Pluto Press.
Davidson, N. (2004). The Scottish Path to Capitalist Agriculture 2: The Capitalist Offensive
(1747–1815). Journal of Agrarian Change, 4:411–460.
Devine, T. M. (1994). Clanship to Crofters’ War: The Social Transformation of the Scottish Highlands. Manchester: Manchester University Press.
Hechter, M. (1975). Internal colonialism: the Celtic Fringe in British National Development, 1536-1966. Berkeley: University of California Press.
Marx, Κ. (1854). Letter, New York Daily Tribune, No. 4095, 2 June 1854. In Marx, K. and Engels, F. (1980). Collected Works, 13:196–197. London.
Marx, K. Expropriation of Agricultural Population. Capital, Vol. 1. In Marx, K. and Engels, F. (1996), Collected Works, 35: 718–721. London.
Mackinnon, I. (2017). Colonialism and the Highland Clearances. Northern Scotland 8:22–48.
Richards, E. (2007). Debating the Highland Clearances. Edinburgh: University Press.