
Όταν σε άρθρο του («Τα πράγματα (δεν) πάνε καλά. Σκέψεις πάνω στο δημοφιλές συμπέρασμα») ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος υποστήριξε ότι η φτώχεια στην Ελλάδα είναι μικρότερη από αυτή που καταγράφουν οι επίσημες στατιστικές, καθώς δε λαμβάνεται υπόψη η παραοικονομία και η οικογενειακή στήριξη στους “μη βολεμένους”, και αφού κατηγόρησε την Αριστερά για την ελλιπή κατανόηση της έννοιας της σχετικής αποστέρησης, που την οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα, σε άρθρο μας («Μιζέρια των αριθμών ή αριθμοί της μιζέριας;») προσπαθήσαμε να αποσαφηνίσουμε το πραγματικό μέγεθος της φτώχειας, αξιοποιώντας έναν νέο δείκτη της Eurostat για την υποκειμενική φτώχεια και προσθέτοντας και εκτιμήσεις βασισμένες σε πραγματικά κοινωνικά δεδομένα. Ο ΔΠ επανήλθε με απάντηση («Φτώχεια και φτωχή κατανόηση»), επιστρατεύοντας το προσφιλές του ύφος του μοναδικού και αλάνθαστου ερμηνευτή της “Επιστήμης” με την αφηρημένη επίκληση της οποίας επιχειρεί να “ταπώσει” τους συνομιλητές του. Παρά τα δυσάρεστα αυτά, επανερχόμαστε γιατί το θέμα έχει ζουμί. Αυτή τη φορά από το φιλόξενο μέσο του TPP, το οποίο ευχαριστούμε.
των Μακρίνας Βιόλας Κωστή* και Σπύρου Νιάκα*
Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του ΔΠ, ουδέποτε αναφερθήκαμε στο άρθρο μας στην απόλυτη φτώχεια. Οι επίσημες στατιστικές, άλλωστε, μετρούν μόνο τη σχετική, είτε μέσω του δείκτη «κινδύνου φτώχειας», είτε μέσω του δείκτη «κινδύνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού», οι οποίοι στην περίπτωση της Ελλάδας το 2021 υπολογίζονταν σε 20% και 30% αντίστοιχα. Επιπλέον, στην οικονομική ανάλυση της φτώχειας δε χρησιμοποιείται ο όρος «σχετική αποστέρηση», που προτείνει ο ΔΠ, αλλά η «σχετική φτώχεια» και η «σοβαρή υλική στέρηση», η οποία μετρά την πρόσβαση σε 7 βασικά τουλάχιστον αγαθά και υπηρεσίες σε σύνολο 13 ως κριτήριο της αποστέρησης. Ο συνδυασμός αυτών των δεικτών συνθέτει την επίσημη μέτρηση του «κινδύνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού», λαμβάνοντας υπόψη και την υλική στέρηση.
O ΔΠ επιμένει στη χρήση του όρου «σχετική αποστέρηση» αποσκοπώντας στην υπογράμμιση των προσδοκιών και συγκρίσεων των πολιτών με υψηλότερα βιοτικά πρότυπα. Σε πείσμα του όμως, ο νέος δείκτης «υποκειμενικής φτώχειας» της Eurostat αποδεικνύει πως το 68% των Ελλήνων θεωρούν τους εαυτούς τους φτωχούς, βάσει αντικειμενικών οικονομικών κριτηρίων όπως εισοδήματα, ακίνητη περιουσία και χρέη. Όπως εξηγήσαμε και στο άρθρο μας, ο νέος αυτός δείκτης απηχεί μεν τις υποκειμενικές εκτιμήσεις των πολιτών, αλλά με βάση υλικότατα κριτήρια, αφού πέραν των εισοδημάτων περιλαμβάνει τον πραγματικό τους πλούτο (καταθέσεις, επενδύσεις, ακίνητα, δάνεια κ.α.) και τις αλλαγές που αυτός έχει υποστεί από έτος σε έτος, και ο οποίος στην Ελλάδα υπέστη τεράστια μείωση λόγω της κρίσης των μνημονίων.
Για να απαξιώσει ο ΔΠ την αξιοπιστία των επίσημων στοιχείων φτώχειας, στο νέο του άρθρο επικαλείται τη δήλωση Στουρνάρα για την αναντιστοιχία συνολικής κατανάλωσης και δηλωμένων εισοδημάτων ως ένδειξη του μεγέθους της παραοικονομίας, καθώς και την προσωπική του εμπειρία ως αγρότης. Συνοψίζουμε τα εξής καταπληκτικά: Κατά τον ΔΠ η επίκληση των δεδομένων της ΕΛΣΤΑΤ οδηγεί μακριά από την αλήθεια, αλήθεια την οποία όμως κομίζει ο Στουρνάρας και η προσωπική εμπειρία του γράφοντα. Στιγμές δόξας για την επιστημονική μέθοδο.
Αλλά και στις λεπτομέρειες του ζητήματος: η ταύτιση (δια της άμεσης σύγκρισης) της κατανάλωσης, εισοδήματος και φτώχειας αποτελεί οξύ μεθοδολογικό σφάλμα Κάθε στατιστικός δείκτης βασίζεται σε διαφορετικές μεθόδους συλλογής και αντανακλά διαφορετικές όψεις της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Συνεπώς, η χρήση ορισμένων στατιστικών για να αναιρεθούν άλλα, χωρίς συνεκτική ανάλυση του πλαισίου και των περιορισμών τους, οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Επιπλέον, είναι λάθος να συγχέουμε την παραοικονομία – η οποία πάντοτε υπήρχε – με τη φοροδιαφυγή η οποία σύμφωνα με το ΔΝΤ από 30% (2013) υποχώρησε στο 16% (2021). Φοροδιαφυγή, είναι το σύνολο των παράνομων ενεργειών, που σκοπό έχουν την μείωση της πληρωμής των φόρων. Παραοικονομία είναι ένα μίγμα δραστηριοτήτων που αποκρύπτονται και δε συμπεριλαμβάνονται στο ΑΕΠ. Σχετικά με την αυξημένη κατανάλωση, είναι υπεραπλούστευση ο ισχυρισμός ότι οφείλεται μόνο στη φοροδιαφυγή, καθώς παράγοντες όπως οι καταθέσεις, ο δανεισμός και η πώληση περιουσιακών στοιχείων μπορεί κάλλιστα να έχουν συμβάλλει σε αυτή.
Στο άρθρο μας επιχειρήσαμε να εκτιμήσουμε το πραγματικό μέγεθος της φτώχειας εστιάζοντας στους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους μακροχρόνια ανέργους. Η αποκλειστική επίκληση από τον ΔΠ μιας διαφορετικής κοινωνικής κατηγορίας (των ελεύθερων επαγγελματιών που φοροδιαφεύγουν) ως αντεπιχείρημα, ικανό να αναιρέσει τα ευρήματά μας, πάσχει από μεθοδολογική ασυνέπεια, καθώς τείνει τη συμπεριφορά της εν λόγω κοινωνικής τάξης να προβάλλει στο σύνολο της κοινωνίας μολονότι αυτή αποτελείται από ανόμοιες ομάδες με διαφορετικά χαρακτηριστικά και συνθήκες, άρα είναι και αυτή επιστημονικά μη αποδεκτή.
Παρεμπιπτόντως, μιας και φιλοτεχνείται από τον ΔΠ μια εικόνα ακμάζουσας τάξης αυτοαπασχολούμενων, οι αυτοαπασχολούμενοι (το 56% των οποίων είναι ελεύθεροι επαγγελματίες) μειώθηκαν κατά 342.000 την περίοδο της κρίσης 2008-2023, όταν το ίδιο διάστημα οι μισθωτοί αυξήθηκαν κατά 490.000 άτομα.
Παρακάτω, ο ΔΠ χρησιμοποιεί το παράδειγμα των σερβιτόρων της Μυκόνου και των ντελιβεράδων που λαμβάνουν τιπς για να ενισχύσει την εικόνα των γενικά περίπου ευκατάστατων εργαζόμενων σε αυτά τα επαγγέλματα. Το να εξάγει κανείς γενικά συμπεράσματα για τη φοροδιαφυγή των χαμηλά αμειβόμενων μισθωτών σε όλη τη χώρα, βασιζόμενος σε μια πολύ συγκεκριμένη και ιδιαίτερη γεωγραφική περιοχή όπως η Μύκονος (που έχει εντελώς διαφορετικά οικονομικά χαρακτηριστικά), αποτελεί λογικό σφάλμα, και δε χρειάζεται αυτό περαιτέρω ανάλυση. Είναι απορίας άξιο όμως, αφού είναι τόσο καλά τα εισοδήματα στον κλάδο, και τόσο γκλάμουρους το καθημερινό βίωμα, γιατί όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι εγκαταλείπουν τη μοναδική αυτή ευκαιρία σε σημείο να μην μπορούν να λειτουργήσουν επιχειρήσεις στον κλάδο της φιλοξενίας και της εστίασης; Ίσως να μην έχουν ενημερωθεί για τις έρευνες του ΔΠ… Η παραδοχή, δε, ότι τα “μαύρα” εισοδήματα από tips (όταν αυτοί δεν πληρώνονται με κάρτες ή μέσω πλατφορμών) είναι ικανά να εξαλείψουν ή να μειώσουν σημαντικά τη φτώχεια, παραβλέπει τις πραγματικές συνθήκες εργασίας, όπως οι χαμηλοί βασικοί μισθοί, οι ανασφάλιστες θέσεις εργασίας και η επισφάλεια που χαρακτηρίζει τα συγκεκριμένα επαγγέλματα. Θυμίζουμε πως τα “μαύρα” αυτά εισοδήματα (αν πληρώνονται 5 ευρώ την ώρα τα τιπ δεν ξεπερνούν τα 2 ευρώ) δεν αναλογούν σε 2ο μισθό διότι οι ώρες εργασίες δεν ξεπερνούν τις 5-6 ώρες ενώ τα μεροκάματα είναι χαμηλά ακριβώς λόγω των τιπ. Τον παραπέμπουμε στο κίνημα και τον αγώνα των ντελιβεράδων, για εμβάθυνση της προσωπικής έρευνας.
Υπάρχουν αναγνωρισμένες μεθοδολογικές αδυναμίες των επίσημων στατιστικών ερευνών. Οι ίδιες οι στατιστικές αρχές (ΕΛΣΤΑΤ π.χ.) σημειώνουν ότι οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες – οι οποίες είναι πιθανότερο να βιώνουν συνθήκες ακραίας φτώχειας – δεν αποτυπώνονται πλήρως στις έρευνες λόγω της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για τη συλλογή δεδομένων. Η υπο-αντιπροσώπευση αυτών των πληθυσμιακών ομάδων (άστεγοι, μη νόμιμοι μετανάστες, Ρομά, άτομα που διαμένουν σε άλλες συλλογικές δομές) σημαίνει ότι οι στατιστικές που προκύπτουν δίνουν μια ελλιπή εικόνα της πραγματικής διάστασης της φτώχειας. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι οι δείκτες αυτοί παραμένουν χρήσιμοι για τη σύγκριση τάσεων στον χρόνο για τη διαμόρφωση πολιτικών, χωρίς να αντικατοπτρίζουν την πλήρη έκταση του φαινομένου. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι η φτώχεια στην Ελλάδα μπορεί να είναι σημαντικά μεγαλύτερη από ό,τι δείχνουν οι επίσημοι αριθμοί.
Επομένως, το επιχείρημα ότι οι επίσημες στατιστικές υποτιμούν τη φτώχεια (και όχι το αντίθετο, όπως υποστηρίζει ο ΔΠ) είναι βάσιμο και τεκμηριώνεται από τις ίδιες τις στατιστικές υπηρεσίες.
Κλείνοντας με αυτό που άνοιξε αυτόν τον… διάλογο, η δήλωση του Α. Γεωργιάδη ότι “οι Έλληνες αισθάνονται φτωχοί, αλλά δεν είναι” επιχειρεί να αποσυνδέσει την αντικειμενική οικονομική κατάσταση από την υποκειμενική αίσθηση των πολιτών. Η αναφορά σε αυτή τη δήλωση ως επιχείρημα κατά του αφηγήματος της κυβέρνησης Μητσοτάκη περί οικονομικής προόδου, όχι μόνο δεν αποτελεί κριτική, αλλά κινδυνεύει να εδραιώσει την ίδια ακριβώς αντίληψη που προωθεί η κυβερνητική ρητορική: ότι η φτώχεια είναι περισσότερο αντίληψη παρά πραγματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο, η επιχειρηματολογία περί “σχετικής αποστέρησης” θεωρούμε πως υποβαθμίζει τη σημασία των πραγματικών οικονομικών δεικτών αποδίδοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια σε ψυχολογικούς παράγοντες ή λανθασμένες προσδοκίες. Το παράδειγμα της παράθεσης του σουβλίσματος του αρνιού ως τεκμηρίου οικονομικής ευμάρειας, δε, είναι ενδεικτικό αυτής της διαστρέβλωσης. Μπορεί η περιστασιακή δυνατότητα κατανάλωσης να αποτελεί κριτήριο για τον καθορισμό της οικονομικής κατάστασης ενός ατόμου ή μιας οικογένειας; Η αποδοχή τέτοιων επιχειρημάτων τελικά υπονομεύει τη σοβαρότητα της συζήτησης για τη φτώχεια και εξυπηρετεί την κυβερνητική στρατηγική διαχείρισης της πραγματικότητας μέσω επικοινωνιακών τεχνασμάτων.
*Η Μακρίνα Βιόλα Κώστη είναι πληροφορικός και μέλος της Π.Γ. της Νέας Αριστεράς
*Ο Σπύρος Νιάκας, μέλος Κ.Ε. Νέας Αριστεράς