Από την στιγμή που άρχισα να ξεφυλλίζω το Sons Of Chaos, σε κείμενα του Αμερικάνου δημιουργού Chris Jaymes και σκίτσα του Αργεντίνου Ale Aragon, ήξερα πως ήθελα οπωσδήποτε να μιλήσω με τον Chris. Η Ιστορία που επανέρχεται ως μνήμη και μάθημα μέσα από την Τέχνη, κι όχι την παιδαγωγική, είναι η Ιστορία που δεν ξεχνιέται. Πως, όμως, ένας άνθρωπος, που δεν τον ενώνει κανένας δεσμός με την Ελλάδα, μπορεί να σταθεί με  τέτοιο δέος, τέτοια ευγένεια και τέτοιο σεβασμό απέναντι στην Επανάστασή μας;  Πως ένας καλλιτέχνης με πορεία στο σινεμά και το σενάριο, αποφασίζει να μπει στα κόμικς εξαιτίας μιας παλιάς ιστορίας; Πως ένα τόσο μικρό κομμάτι της Παγκόσμιας Ιστορίας μπορεί να βρει τη θέση του μεταξύ των σημαντικών έργων τέχνης σήμερα, δύο αιώνες μετά την εποχή των Φιλελλήνων, χάρη σε κάποιους “ξένους”; Οι απαντήσεις ήρθαν σύντομα, όταν ο Chris με χαρά απάντησε στις ερωτήσεις του The Press Project.

– Μοιάζει σαν την αρχή ενός κλασσικού ανεκδότου: ενας Αμερικάνος κι ένας Αργεντίνος, πέφτουν πάνω στην Ελληνική Επανάσταση του ’21. Πως βρέθηκε μπροστά σου;

“Το ίδιο ρωτάω κι εγώ τον εαυτό μου σήμερα, δηλαδή 10 χρόνια μετά. Από όταν γεννήθηκα νομίζω ότι βρίσκω τον εαυτό μου μπλεγμένο με τέτοιες μονομανίες, βρίσκω έναν στόχο κι ύστερα κολλάω σε αυτόν, με αντίκτυπο στην πνευματική μου σταθερότητα. Μήνες περνάνε χωρίς να τους καταλάβω και η δομή του χρόνου καταρρέει. Ώσπου, κάποια στιγμή, αναδύομαι με κάποιου είδους αποτέλεσμα και ύστερα, συνήθως, κάτι καινούριο ξεκινάει και ο κύκλος ξαναρχίζει. Παρ’ όλα αυτά, τίποτε άλλο [που έκανα] δεν κράτησε τόσο πολύ. Για άγνωστο λόγο, εδώ “κόλλησα” για μια δεκαετία. Αρχικά ήταν μια συζήτηση με ένα φίλο μου Έλληνα που με οδήγησε να διαβάσω κάθε βιβλίο που κυκλοφορεί στα αγγλικά για την Επανάσταση [του ’21] και, αναπόφευκτα, στη συγγραφή των “Γιών του Χάους”.”.

Έχεις κάποια προσωπική σχέση με την Ελλάδα; 

“Πολύ μεγαλύτερη από ότι ποτέ μου θέλησα, όπως βλέπεις από αυτό που ανέλαβα. Ξέρω για την Επανάσταση [του ’21] περισσότερα από όσα ξέρω για οποιονδήποτε πόλεμο στον οποίο έχει εμπλακεί η χώρα μου, που λέει, βέβαια, και πολλά για το πόσο ενεργητικός, δυστυχώς, τείνει να είναι ο στρατός μας. Η αρχική μου σχέση ήταν με τον καλύτερο μου φίλο, το Νικ, που με σύστησε στο θέμα. Γνωρίζοντας ότι έχω σκηνοθετήσει ταινίες κι έχω γράψει σενάρια, μου ανέφερε συνεχώς το 1821, προσπαθώντας να με πείσει ότι θα γινόταν μια καλή ταινία. Από τότε, έχω αποκτήσει πάρα πολλούς Έλληνες φίλους και οικογένειες έχουν γίνει μέρος της ζωής μου, σε όλη αυτή την πορεία”.”.

Η  έρευνα σε έφερε στην Ελλάδα; Τι εντύπωση σου άφησε η σημερινή χώρα; Βρήκες ζωντανές μνήμες, την προφορική ιστορία παρούσα;

“Κατά τα αρχικά στάδια της έρευνας, πέρασα πέντε εβδομάδες οδηγώντας από την μια άκρη της Ελλάδας στην άλλη. Η μόνη φάση που μπορούσα να φύγω, για τόσο καιρό, από το Λος Άντζελες, ήταν με τις διακοπές Δεκέμβρη και Γενάρη, κι έτσι πέρασα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά σε τυχαία μέρη, ενώ αποκτούσα εικόνα για την αίσθηση και τη γεωγραφία της Ελλάδας. Πέρασα μια μέρα κολυμπώντας γύρω από τη Μονεμβασιά, για να αποκτήσω οπτική εικόνα του χώρου. Τα χειμωνιάτικα νερά εκείνου του χαρούμενου Δεκέμβρη δεν ήταν ακριβώς φιλόξενα, αλλά μετά από πάρα πολύ γκρίνια κατάφερα να κολυμπήσω, ευγνωμονώντας. Κι από κει, οδήγησα από την Πελοπόννησο στα Ιωάννινα, ενώ τεράστιες ποσότητες χιονιού γέμιζαν τους ορεινούς δρόμους. Είναι πολλές οι ομοιότητες της Ελλάδας με τη βόρεια Καλοφόρνια, απ’ όπου κατάγομαι. Το έδαφος είναι πολύ όμοιο. Όταν σκαρφάλωνα τις πλαγιές, για να φτάσω στη σπηλιά του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ένοιωσα ακριβώς όπως όταν σκαρφαλώνω τα βουνά έξω από το Λος Άντζελες.

Η Αίσθησή μου για την Ελλάδα ήταν πολύ διαφορετική από όσα συνδέουμε με την Ελλάδα, γιατί ήμουν εκεί τον κρύο καιρό και πολύ συχνά μόνος μου. Εγκλωβίστηκα στη Σύρο μέρες ολόκληρες, κι ήταν σαν πόλη φάντασμα. Ήμουν ολομόναχος στην παραλία Καμάρι της Σαντορίνης, κι είχα σχεδόν όλο το νησί για τον εαυτό μου. Η Ύδρα ήταν άδεια, εκτός από ένα σκύλο, με τον οποίο γίναμε φίλοι και με συνόδευσε σε όλους τους λόφους, τις ατελείωτες ώρες που τριγυρνούσα εκεί. Δεν είχε πάρτυ ή κλαμπς ή χάος. Ήταν ακριβώς το αντίθετο, και είχε μιαν ομορφιά που μάλλον δεν βρίσκεις τους πιο ζεστούς μήνες. Η απομόνωση έφερε μια σιωπή που μου επέτρεψε να γεμίσω το χώρο με τις εικόνες από τα γεγονότα για τα οποία διάβαζα. Ήταν συνεχώς στο μυαλό μου, αποκτώντας νόημα πολύ διαφορετικό από τα συνήθη μου ταξίδια. Να βλέπεις τα μέρη που συνήθως βουλιάζουν από τουρίστες, γεμάτα φανταστικές αιματοχυσίες και ανθρώπους που δεν είχαν προβλήματα πολυτελείας [σαν τα σημερινά], που ζούσαν στην αβεβαιότητα, λεπτό το λεπτό. Είναι ένας πολύ διαφορετικός τρόπος να δεις ένα χώρο ή μια περιοχή. Ειλικρινά, οι εντυπώσεις μου [από την Ελλάδα] δεν έχουν ακόμη διαμορφωθεί γιατί δεν έχω μπορέσει ακόμη να έχω όντως την εμπειρία και να δω πως είναι τώρα. Είναι κάτι που το περιμένω πως κι πως.”.

Πόσα χρόνια σου πήρε αυτή η επική δουλειά; υπήρχαν φάσεις που ήθελες να τα παρατήσεις;

“Οι αρχικές συζητήσεις, όπως σου είπα, άρχισαν πριν δέκα χρόνια και η διαδικασία είναι πολλές φάσεις, ήρθαν και άλλες δουλειές που έπρεπε να κάνω ενδιαμέσως, οπότε, ναι, υπήρξαν πολλές φορές που φλέρταρα με την ιδέα να τα παρατήσω, αλλά κάπως γινόταν και είχα υποστήριξη και υπήρχαν άνθρωποι που δεν ήθελα να απογοητεύσω, κι έτσι κρατήθηκα και συνέχισα. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν ολόκληροι μήνες που έπρεπε να σταματήσω και να αφήσω το μυαλό μου να ανασάνει και να βρει ισορροπίες. Και άυπνα βράδυα για βδομάδες, καθώς προσπαθούσα να μοιράσω το χρόνο σε όλα αυτά που έκανα, και πονοκέφαλοι, και κάποιες επισκέψεις σε νοσοκομεία, αλλά, όταν ήμουν πια σε σημείο χωρίς επιστροφή. Ευτυχώς, συνέχισα και τώρα μπορώ και σου μιλώ χάρη σε αυτό”.

 

 

 

Γιατί το Σούλι; γιατί ο Μπότσαρης; γιατί τον διάλεξες ως κεντρικό σου ήρωα; 

“Οταν άρχισα να διαβάζω για τους Σουλιώτες, το μυαλό μου γέμισε έντονες και κινηματογραφικές εικόνες. Ο νους μου εμπορευματοποιούσε την πραγματικότητα [των Σουλιωτών] και φανταζόταν μια πολύ ψευδή εκδοχή ενός καρτούν σαν της Ντίσνεϊ, ας πούμε την ύπαρξη μιας φυλής Ρομπέν των Δασών, με υπεράνθρωπους ήρωες που μάχονταν τον εχθρό. Αυτή η φανταστική εικόνα μεγάλωνε, ώσπου κάποια στιγμή έπεσαν οι ρυθμοί και συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν καρτούν ούτε υπερήρωες, και φαντάστηκα πως θα ήταν να γεννιόμουν παιδί σε εκείνη την πραγματικότητα. Εναν κόσμο ακραίου χάους, που δεν έχει σε τίποτε να κάνει με σένα, έξω από τους γονείς που σε συνέλαβαν. Ενα απολύτως τυχαίο αποτέλεσμα σε τοποθετεί σε μια πραγματικότητα αστάθειας και ακραίας βίας – μια ζωή απόλυτης αβεβαιότητας. Για κάποιο λόγο, το μυαλό μου μπήκε στην οπτική γωνία ενός παιδιού, που στέκεται στη μέση του Σουλίου την εποχή των επιθέσεων που διέταξε ο Αλή Πασάς. Κι άρχισε να ζωντανεύει τόσο όλο αυτό, που έγινε το σημείο εκτόξευσης της ιστορίας.

Ο Μάρκος Μπότσαρης και η οικογένειά του συνδέονταν με αυτά τα γεγονότα και είχαν διαρκείς εντάσεις με τον Αλή Πασά, που συνεχίστηκαν μέχρι το θάνατο του πατέρα του, του Κίτσου, και μέχρι το θάνατο και του Αλή. Τα γεγονότα αυτά μου φάνηκαν ένας ωραίος τρόπος να συστήσω το θέμα σε ένα μη Ελληνικό κοινό και κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, με πολλούς τρόπους, τα συμπεράσματά μου με οδήγησαν να πιστέψω ότι η εξέγερση κέρδισε momentum λόγω της αδιαφορίας του Αλή προν το σουλτάνο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως σύνολο. Αν υπήρχε άλλη ηγεσία στα Γιάννενα,  υπάκουη στην ατζέντα του Σουλτάνου, τα αποτελέσματα μπορεί να ήταν πολύ διαφορετικά. Γι’ αυτό αποφάσισα να ακολουθήσω την ιστορία του Αλή και να δείξω τι τον έκανε να λάβει τις αποφάσεις που έλαβε, που, κατά την άποψή μου, ενδυνάμωσαν την Ελλάδα με έμμεσο τρόπο, και οδήγησαν στο momentum που δεν θα δημιουργούνταν διαφορετικά. Βεβαίως, όλα αυτά είναι θεωρίες, και είμαι σίγουρος ότι θα υπάρχουν πολλά επιχειρήματα που θα αντιτίθενται σε αυτή την οπτική, όμως αυτό πιστεύω και αυτό έγινε μέρος της ιστορίας που διηγούμαι.

Τα περισσότερα στοιχεία αποδίδονται μεταφορικά, μέσα από τη σχέση του Αλή με το Μάρκο, ο οποίος είναι περισσότερο ένα σύμβολο της Ελλάδας παρά ο άνθρωπος αυτός καθ’ αυτός. Ο χαρακτήρας που αποδίδεται στο Μάρκο θα μπορούσε να αποδοθεί στον καθένα, για να είμαι ειλικρινής, κι ίσως αυτή να ήταν καλύτερη απόφαση, γιατί μετά την εμφάνιση του χαρακτήρα του Μάρκου, η υπόλοιπη ιστορία τον χρησιμοποιεί σαν ξεναγό, ώστε να εισάγει τον αναγνώστη στα κυριότερα σημεία κλειδιά κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, ενώ παράλληλα τον εμπλέκει στην λογοτεχνική και ψυχολογικά ορμώμενη διήγησή [μου] με τον Αλή Πασά να αντιπροσωπεύει την εσωτερική φυλακή στην οποία και αυτός [ ο Μάρκος] και πολλοί ακόμη Έλληνες είχαν βρεθεί λόγω της δράσης του Αλή και της αβεβαιότητας των συνθηκών που τους είχαν επιβληθεί.

Η ιδέα να χρησιμοποιήσω το Μάρκο Μπότσαρη αντί για έναν άοπλο λογοτεχνικό Έλληνα ήρωα ήταν αμφισβητούμενη, αλλά όλη μου τη ζωή έβλεπα ταινίες που με έκαναν να θέλω να μάθω περισσότερα. Όταν είδα το Braveheart ήθελα να μάθω περισσότερα για τον Γουίλιαμ Γουαλας. Ακόμη κι αν η αλήθεια της ζωής του Γουίλιαμ Γουάλας ήταν πολύ διαφορετική από όσα έδειξε το Braveheart, δεν είχε σημασία. Εξαιτίας της ταινίας θέλησα να μάθω περισσότερα. Φοβήθηκα ότι αν ο κεντρικός ήρωας ήταν απολύτως φανταστικός, το μη Ελληνικό κοινό θα δυσκολευόταν περισσότερο να δει [όσα διηγούμαι] σαν έναν αληθινό πόλεμο και μέρος της Ιστορίας. Παρόλα αυτά,  υπάρχουν πολλές αλήθειες και ποιότητες από τη ζωή του Μάρκου Μπότσαρη που πλέκονται με την ιστορία του και το χαρακτήρα του, αν και μερικές φορές αυτό γίνεται συμβολικά και όχι άμεσα. Αποφεύγοντας τα σπόιλερς για το τέλος του βιβλίου, να πω ότι, προφανώς, ο θάνατος του πατέρα του Μάρκου, του Κίτσου, δεν συνέβη όπως απεικονίζεται. Όμως, ο θάνατος [του Κίτσου] διετάχθη από τον Αλή Πασά και ο Μάρκος δεν είχε ανάμειξη. Αυτό που έκανα ήταν να προσθέσω περισσότερες στρώσεις [ανάδειξης] του χειριστικού τρόπου του Αλή και της ψυχολογικης παγίδας που υπέφερε ο Μάρκος, που δεν κατάφερε να τον σώσει και κατηγορούσε τον εαυτό του. Εν τέλει, η ερμηνεία αφήνεται στον αναγνώστη, που μπορεί να το δει όσο λεπτομερώς ή όσο επιπόλαια αποφασίσει και η στρατηγική μου ήταν να χρησιμοποιήσω αυτά τα στοιχεία ώστε να φέρω τα γεγονότα πιο κοντά στον υπόλοιπο κόσμο”.”

Η Αργεντινή έχει μια τεράστια παράδοση στις graphic novels και τις τέχνες, και πολλούς αντίστοιχους αγώνες με την Ελλάδα. Ήταν κι αυτό λόγος για τη συνεργασία; 

“Το κάνεις να ακούγεται σα να είχε μεγαλύτερη σημασία από ότι όντως είχε, οπότε καλύτερα να συμφωνήσω μαζί σου!  Αυτές οι δυναμικές ίσως να έπαιξαν κάποιο ρόλο με τον τραχύ, ενστικτώδη τρόπο που ταιριάζει σε σενάριο και σκίτσο, γιατί η σφοδρή και ακραία συναισθηματικότητα του Ale εμφανίζεται σε κάθε καρέ. Δουλεύει με μελάνι, και το μελάνι δε συγχωρεί. Δεν υπάρχει ούτε γραμμή ψηφιακή – είναι ωμό από πρόθεση και το αισθάνεσαι στη δουλειά του”.

Ενας φίλος, που είδε τη δουλειά σας, παρατήρησε ότι,  με κάποιο τρόπο, ενώ είναι πρωτότυπη αποτελεί και φόρο τιμής στους “300”.  

“Δεν υπήρχε ποτέ η πρόθεση να αποτελέσει φόρο τιμής, αλλά είναι αδύνατον να αποφύγεις τη σύγκριση. Το εξώφυλλο έχει ένα κράνος της περιόδου το ’21 που συνήθως το θεωρούν δάνειο από τους 300. Είναι, επίσης, σπάνιο να δουλεύεις με ευρεία πανοραμική φόρμα και να λες ιστορίες από την Ιστορία με μέσο τις graphic novels ή τα κομικς. Παρ’ όλα αυτά, με χαροποιεί και με τιμά να συνδέεται ένα βιβλίο μου με τους 300, με οποιοδήποτε τρόπο. Αλλά το κοινό πρέπει να καταλάβει ότι το κράνος στο εξώφυλλο δεν είναι λάθος. Θα ήταν απίστευτο μετά από τόσα χρόνια δουλειάς να μην δούμε ότι χρησιμοποιούσαμε πανοπλίες από μια τελείως διαφορετική εποχή. Αλλά, είμαι και Αμερικάνος, οπότε ποτέ δεν ξέρεις! [Γελάει].”.

Που συναντώνται η Τέχνη και η Ιστορία; Πόσο ακριβής ιστορικά μπορεί να είναι ένας καλλιτέχνης, όταν το θέμα του είναι τόσο σημαντικό; πόσο ελεύθερος μπορεί να είναι, σεβόμενος την ιστορία;

“Νομίζω πως δεν υπάρχει μια στάνταρ απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Όποια κατεύθυνση κι αν πάρεις, ποτέ δε θα είναι όλοι ευχαριστημένοι. Μπορώ να εξηγήσω το κάθε λεπτό και γιατί πείραξα λογοτεχνικά αυτό το σημείο κι εκείνο το σημείο, και κάποιοι θα το λατρέψουν κι άλλοι θα θέλουν να με δείρουν. Μια χαρά. Γιατί σημαίνει πως μιλάμε για κάτι που νοιάζει τους ανθρώπους, κι είναι προτιμότερο από την αδιαφορία. Όπως εγινε με το παραδειγμα του κράνους. Ήταν προφανώς καλλιτεχνική επιλογή να φοράει ο Μουχτάρ, ο γιός του Αλή Πασά, ένα κράνος που μοιάζει περισσότερο με αρχαιοελληνικό. Εκτός Ελλάδας, βλέπουν ένα ενδιαφέρον κράνος, αν και η απλή απόφαση να παρουσιάσουμε ένα τέτοιο κράνος και τον αριθμό 1821 αρκεί για να οδηγήσει σε ψυχολογικό ξεσηκωμό ενα συγκεκριμένο κοινό.

Δεν μπορώ να ορίσω τις παραμέτρους για το τι είναι αποδεκτό και τι δεν είναι αποδεκτό, όταν ξαναλές ιστορίες της Ιστορίας. Νομίζω πως, τα περισσότερα βιβλία ιστορίας είναι λογοτεχνία. Οι περισσότερες ιστορίες παίρνουν θέση. Και αυτό ισχύει είτε μιλάμε για ταινίες, είτε για ντοκυμανταίρ, είτε για βιβλία ιστορίας είτε για ειδησεογραφία. Δεν ξέρω πολλά για τον Ελληνικό Τύπο, αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν κατασκευάζουν ιστορίες ορισμένοι στον Αμερικάνικο Τύπο. Οπότε, κάνεις απλώς ότι θεωρείς καλύτερο με βάση το στόχο σου. Ο στόχος μου δεν ήταν να μπω στη μάχη για την Ελληνική Ιστορία. Ήταν να τιμήσω ένα άγνωστο κομμάτι της Ιστορίας που καθόρισε τον Κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα και να το κάνω γνωστό έξω από την Ελλάδα. Δεν ήρθα να σας πω την Ιστορία σας, αλλά να κάνω τον υπόλοιπο κόσμο να τη μάθει και να μιλήσει για αυτήν ώστε να καταλάβει καλύτερα την εποχή μας αλλά κα αυτούς που θυσίασαν όσες πολυτέλειες απολαμβάνουμε σήμερα. Και αυτό δε σημαίνει ότι κι εμείς δεν υποφέρουμε και δεν αγωνιζόμαστε, αλλά, όπως και να το κάνεις, δεν περνάμε τη ζωή μας ανησυχώντας πότε θα μας σφάξουν – τουλάχιστον οι περισσότεροι από μας.”.

Σε έχουν πλησιάσει Έλληνες εκδότες; Πόσο κοντά είμαστε σε μιαν Ελληνική Έκδοση;

“Δεν είμαι βέβαιος ότι είμαστε κοντά. Το βιβλίο είναι ογκώδες και ακριβό στην παραγωγή του, οπότε αποτελεί πρόκληση για τους εκδότες. Κι από πάνω, οι ελευθερίες που πήρα και η συμβολική χρήση του Μάρκου Μπότσαρη δημιουργεί κάποιες ανησυχίες, πράγμα αστείο αν σκεφτείς ότι έστειλα το βιβλίο σε κάποιους απογόνους των Μποτσαραίων και το αγάπησαν και γίναμε και φίλοι. Ισως η αλλαγή των ονομάτων για την ελληνική έκδοση να εξαφάνιζε αυτό το φόβο, αλλά τίποτε δεν αλλάζει αυτό που όντως είναι το βιβλίο: μια εισαγωγή και απεικόνιση ενός επικού αγώνα που πέρασε απαρατήρητος έξω από την Ελλάδα και η συμβολική ιστορία ενός ανθρώπου που προσπαθεί να βρει το δρόμο του μέσα σε μια ασύλληπτη πραγματικότητα. Μοιάζει λογικό να βρει τελικά το σπίτι του και στην Ελλάδα το βιβλίο, και θεωρώ ότι κάποια στιγμή θα το βρει.”.

Ενδιαφέρθηκαν άλλες χώρες;

“Σήμερα κυκλοφορεί σε όλες τις αγγλόφωνες χώρες και έχουμε αρχίσει συζητήσεις στην Ιαπωνία και ..τη Γερμανία [γελάει]”.

Υπήρξαν κάποιες συγκινητικές ή αστείες στιγμές στην επαφή σου με τους ελληνοαμερικάνους, κατά τις εκεί παρουσιάσεις του βιβλίου;

“Υπήρξαν κάποιες ξεχωριστές στιγμές. Μια γυναίκα ήρθε και με βρήκε στο Comicon του Σαν Ντιέγκο, είχε διαβάσει το βιβλίο μόλις και έτρεμε και δεν μπορούσε να βάλει τις λέξεις σε μια σειρά, τόσο την είχε επηρεάσει. Αυτές είναι και οι πιο σημαντικές στιγμές. Οι αστείες στιγμές είναι όταν οι άνθρωποι νομίζουν ότι έβαλα σπαρτιάτικα κράνη στους ήρωες του ’21, κρίνοντας από το εξώφυλλο. Όμως, αυτό που ακούω πιο συχνά, και με έκπληξη, είναι: “Δεν είχα ακούσει ποτέ μου για αυτόν τον πόλεμο”.”.

Ερχεσαι Αθήνα για το AthensCon, στα τέλη του Νοέμβρη. Τι περιμένεις να βρεις; 

“[Γελάει]. Χμμμ… είχα επικοινωνία με τόσους πολλούς Έλληνες που στηρίζουν την προσπάθεια και οι εργαζόμενοι από το AthensCon ήταν τόσο υπέροχοι, που πιστεύω ότι θα είναι μια επική στιγμή. Πέραν τούτου, είμαι σίγουρος ότι θα έχουμε και κάποιες αναπάντεχες εκπλήξεις, αλλά ελπίζω να είναι από τις καλές. Δεν έχω ξαναβρεθεί ποτέ σε αυτή τη θέση και είναι δύσκολο να φανταστώ τι θα γίνει. Εκείνο που μπορώ να πω είναι πως, είναι προσωπικά πολύ σημαντικό για μένα να έρθω να γιορτάσω αυτή την τεράστια δουλειά με τους ανθρώπους του τόπου ο οποίος έγινε τόσο σημαντικό μέρος της ζωής μου. Το περιμένω πως και πως.”.