του Glenn Greenwald για το The Intercept
Ο Τζούλιαν Ασάνζ είναι ένα βαθιά πολωτικό πρόσωπο. Πολλοί τον θαυμάζουν και πολλοί τον περιφρονούν (σε ποια κατηγορία βρίσκεται κάποιος στη δεδομένη στιγμή εξαρτάται συνήθως από τα συναισθήματά του για την πιο πρόσφατη δημοσίευσή των εγγράφων που έχουν διαρρεύσει).
Ωστόσο οι απόψεις για τον Ασάνζ είναι εντελώς άσχετες με αυτό το άρθρο, το οποίο δεν είναι για τον Ασάνζ. Το θέμα αυτού του άρθρου σχετίζεται με ένα ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε από την εφημερίδα The Guardian, που αποδίδει με επιπολαιότητα στον Ασάνζ σχόλια που ο ίδιος δεν έκανε. Αυτό το άρθρο είναι για το πώς αυτοί οι ψευδείς ισχυρισμοί –πραγματικά επινοήματα– εξαπλώθηκαν σε όλο το διαδίκτυο από δημοσιογράφους, έχοντας ως αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι (αν όχι εκατομμύρια) να διαβάσουν ψευδείς ειδήσεις. Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να υπογραμμίσει, για μία ακόμη φορά, ότι όσοι καταγγέλλουν πιο έντονα τις Ψευδείς Ειδήσεις και θέλουν το Facebook και άλλους γίγαντες της τεχνολογίας να απαγορεύσουν τη δημοσίευση του περιεχόμενού τους, στο όνομα της καταπολέμησής τους, είναι συχνά οι πιο επιθετικοί και ιδιοτελείς αυτουργοί.
Αυτό το πρόχειρο και παραπλανητικό άρθρο του Guardian, γραμμένο από τον Μπεν Τζέικομπς, δημοσιεύτηκε στις 24 Δεκεμβρίου. Παρουσίαζε δύο κύριους ισχυρισμούς, που είναι και οι δύο αποδεδειγμένα ψευδείς. Ο πρώτος ψευδής ισχυρισμός προωθούνταν ήδη από τον τίτλο του άρθρου: «Ο Τζούλιαν Ασάνζ επαινεί επιφυλακτικά τον Τραμπ αλλά επιτίθεται στην Κλίντον σε συνέντευξή του». Αυτός ο ισχυρισμός επαναλήφθηκε στην πρώτη παράγραφο του άρθρου: «Ο Τζούλιαν Ασάνζ, ιδρυτής του WikiLeaks, επαίνεσε συγκρατημένα τον Ντόναλντ Τραμπ…».
Ο δεύτερος ισχυρισμός ήταν μια ακόμη χειρότερη επίθεση στις στοιχειώδεις αρχές της δημοσιογραφίας. Ο Τζέικομπς κατασκεύασε αυτόν τον ισχυρισμό στηριζόμενος στο ότι ο Ασάνζ «εδώ και πολύ καιρό έχει μια στενή σχέση με το καθεστώς του Πούτιν». Η μόνη «ένδειξη» που υπήρξε για αυτόν τον φοβερό ισχυρισμό ήταν ότι το 2012 ο Ασάνζ έδωσε οχτώ συνεντεύξεις που μεταδόθηκαν στο RT. Μιλώντας για μια συμμαχία μεταξύ Ασάνζ και Πούτιν, ο Τζέικομπς έγραψε μετά: Στη συνέντευξή του στη la Repubblica, [o Ασάνζ] έγραψε ότι δεν υπήρχε ανάγκη για το WikiLeaks να αναλάβει έναν ρόλο εσωτερικού πληροφοριοδότη στη Ρωσία, χάρη στον ανοιχτό και ανταγωνιστικό δημόσιο διάλογο που ισχυρίστηκε ότι υπάρχει εκεί».
Ο λόγος που αυτοί οι δυο ισχυρισμοί είναι τόσο σημαντικοί και τόσο σίγουρο ότι θα προσελκύσουν τεράστιο αριθμό διαδικτυακών επισκέψεων και κοινοποιήσεων είναι προφανής. Καθρεφτίζουν καθαρά την προκατάληψη των υποστηρικτών της Κλίντον και υποστηρίζουν την κεντρική τους αφήγηση για τις εκλογές: η Κλίντον έχασε επειδή το Κρεμλίνο χρησιμοποίησε πράκτορές του, όπως ο Ασάνζ, για να ενισχύσει τον Τραμπ και να υπονομεύσει την Κλίντον. Εκ προθέσεως, το άρθρο κάνει τον Ασάνζ να φαίνεται σαν να έχει εμφανίσει τη Ρωσία ως μια χώρα με τέτοια ελεύθερη, ζωντανή και διαφανή πολιτική κουλτούρα που -σε αντίθεση με την καταπιεστική Δύση- δεν χρειάζεται εσωτερικούς πληροφοριοδότες, και όλα αυτά ενώ επαινεί τον Τραμπ.
Αλλά τίποτα από τα παραπάνω δεν συνέβη στην πραγματικότητα. Αυτοί οι ισχυρισμοί είναι κατασκευασμένοι.
Παρά τη μεγάλη προσοχή που κέρδισε στο διαδίκτυο το άρθρο του Τζέικομπς στον Guardian, δεν περιείχε καμία πρωτογενή αναφορά στοιχείων. Πραγματικά, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να επιδιώξει να συνοψίσει τη δουλειά μιας άλλης όντως επιμελούς δημοσιογράφου: της Στεφανία Μαουρίτσι από την καθημερινή ιταλική εφημερίδα la Repubblica, που ταξίδεψε στο Λονδίνο και πήρε τη συνέντευξη από τον Ασάνζ. Η συνέντευξη της Μαουρίτσι έγινε στα αγγλικά και το la Repubblica δημοσίευσε την απομαγνητοφώνηση στο ίντερνετ. Η «δουλειά» του Τζέικομπς δεν ήταν τίποτα άλλο παρά να υποκριθεί ότι ξαναέγραψε τα κομμάτια που ήθελε να τονίσει από αυτήν τη συνέντευξη, ώστε αυτός και ο Guardian να κερδίσει επισκεψιμότητα από τη δουλειά της.
Από τότε που δημοσιεύτηκε και διαδόθηκε το άρθρο του Guardian, η Μαουρίτσι έχει επανειλημμένα αντιταχθεί στους ψευδείς ισχυρισμούς που διατυπώνονται σχετικά με το τι είπε ο Ασάνζ στη συνέντευξή τους. Αλλά ενώ δημοσιογράφοι της Δύσης συνεχίζουν να αναδημοσιεύουν στο τουίτερ την περίληψη της συνέντευξης από δεύτερο χέρι, αγνοούν τελείως τις διαμαρτυρίες της Μαουρίτσι, για λόγους που είναι τοξικοί όσο και αποκαλυπτικοί.
Γκλεν Γκρίνγουολντ μέσω τουίτερ: Από τη στιγμή που ο Ασάνζ είναι ο Επίσημος Κακός, τα πάντα γίνονται δεκτά, αλλά η σύγκριση της αληθινής συνέντευξής του με τη λανθασμένη σύνοψη του Guardian είναι σοκαριστική.
Στεφανία Μαουρίτσι μέσω τουίτερ: Είμαι απολύτως έξαλλη για το πώς η συνέντευξή μου με τον Τζούλιαν Ασάνζ έχει διαστρεβλωθεί και χρησιμοποιηθεί.
Για να δείτε πόσο κατάφωρα ψευδείς είναι οι ισχυρισμοί του Guardian, το μόνο που χρειάζεται να κάνετε είναι να συγκρίνετε τους ισχυρισμούς σχετικά με το τι είπε ο Ασάνζ στη συνέντευξη, με το κείμενο που γράφει τι πραγματικά είπε.
Κατ’ αρχάς, ο Ασάνζ δεν επαίνεσε τον Τραμπ, με συγκρατημένο ή κάποιο άλλο τρόπο. Δεν ρωτήθηκε αν του αρέσει ο Τραμπ, ούτε ο ίδιος διατύπωσε κάποια γνώμη για αυτόν. Αντίθετα, ρωτήθηκε ποιες πίστευε ότι θα είναι οι συνέπειες της νίκης του Τραμπ: «Σχετικά με τον Ντόναλντ Τραμπ; Τι πρόκειται να συμβεί; … Τι σημασία νομίζετε ότι έχει;». Διατυπώνοντας μία πρόβλεψη, ο Ασάνζ περιέγραψε με ουδέτερο τρόπο ποιο πίστευε ότι θα ήταν το αποτέλεσμα:
«Η εκλογή της Χίλαρι Κλίντον θα ήταν μια εδραίωση της ισχύος της υπάρχουσας άρχουσας τάξης των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι γνώστης των πραγμάτων στην Ουάσιγκτον, αλλά είναι μέλος της πλούσιας άρχουσας ελίτ των Ηνωμένων Πολιτειών και συγκεντρώνει γύρω του ένα ευρύ φάσμα άλλων πλουσίων και αρκετά ιδιότυπων προσωπικοτήτων. Δεν αποτελούν από μόνοι τους ένα υπάρχον σχήμα και έτσι είναι ένα αδύναμο σχήμα, το οποίο εκτοπίζει και αποσταθεροποιεί το προϋπάρχον δίκτυο κεντρικής εξουσίας στην Ουάσιγκτον. Είναι μια νέα προστατευμένη δομή η οποία θα εξελιχθεί ραγδαία, αλλά αυτή τη στιγμή η χαλαρότητά της σημαίνει ότι υπάρχουν ευκαιρίες για αλλαγή στις Ηνωμένες Πολιτείες: αλλαγή προς το χειρότερο και αλλαγή προς το καλύτερο».
Τα περισσότερα από αυτά τα δεδομένα- «Η εκλογή της Κλίντον θα ήταν η εδραίωση της εξουσίας» και ο Τραμπ κατασκευάζει μια «νέα προστατευμένη δομή»- είναι δύσκολο να αμφισβητηθούν. Είναι απλά καταφανείς αλήθειες. Αλλά όποιες και αν είναι οι απόψεις κάποιου για τις δηλώσεις του, δεν αποτελούν καθόλου «έπαινο» για τον Τραμπ.
Στην πραγματικότητα, ο Ασάνζ λέει ότι ο Τραμπ «είναι μέλος της πλούσιας άρχουσας ελίτ των Ηνωμένων Πολιτειών», που «συγκεντρώνει γύρω του ένα ευρύ φάσμα άλλων πλουσίων και αρκετά ιδιότυπων προσωπικοτήτων». Το γεγονός ότι ο Ασάνζ βλέπει μια δυνατότητα για την αξιοποίηση της προκύπτουσας αστάθειας για θετικά αποτελέσματα, μαζί με φόβο για «αλλαγή προς το χειρότερο», τον κάνει ακριβώς ίδιο με σχεδόν κάθε πολιτικό και ενημερωτικό οργανισμό που καιροσκοπικά ψάχνει τρόπους για να βρει κάτι θετικό μέσα στην αρνητική κατάσταση με το φαινόμενο Τραμπ.
Όλοι, από τους New York Times και το ThinkProgress μέχρι την Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες και τους Δημοκρατικούς Σοσιαλιστές επεδίωξαν ή διακήρυξαν μια μαζική άνοδο της υποστήριξης που εγκαινιάστηκε με τη νίκη του Τραμπ, με την ελπίδα ότι θα τονωθεί ξανά η στήριξη σε σημαντικές πολιτικές αξίες. Αμέσως μετά τις εκλογές, Δημοκρατικοί όπως ο Μπέρνι Σάντερς, η Ελίζαμπεθ Ουόρεν και ο Τσακ Σάμερ είπαν ακριβώς το ίδιο με τον Ασάνζ: ότι ήταν πρόθυμοι και διατεθειμένοι να εκμεταλλευτούν τους τρόπους με τους οποίους η προεδρία του Τραμπ μπορεί να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες (στην περίπτωση των δυο πρώτων, την κατάργηση της Συμφωνίας Συνεργασίας των Δυο Πλευρών του Ειρηνικού [ΤΡΡ] από τον Τραμπ και στην περίπτωση του τελευταίου, την ενίσχυση της υποστήριξης προς το Ισραήλ. Όπως το έθεσε ο Σάντερς, «Στον βαθμό που ο κ. Τραμπ σκοπεύει στα σοβαρά να ακολουθήσει πολιτικές που θα βελτιώσουν τη ζωή των εργατικών οικογενειών σε αυτήν τη χώρα, εγώ και άλλοι προοδευτικοί είμαστε προετοιμασμένοι να συνεργαστούμε μαζί του»). Τίποτα από αυτά δεν αποτελεί έστω και λίγο κάποιον «έπαινο προς τον Τραμπ». Και αν ήταν κάποιος άλλος εκτός από τον Ασάνζ που θα έλεγε κάτι τέτοιο, κανένας δεν θα προσποιούνταν ότι ήταν έπαινος – και όντως σε αυτές τις περιπτώσεις, κανείς δεν το έκανε.
Αν κάποιος θέλει να είναι μεγαλόψυχος και να μετριάσει αυτόν τον ισχυρισμό ως πρόχειρο και παραπλανητικό και όχι μια απροκάλυπτη απάτη, θα μπορούσε να το κάνει. Αλλά αυτό δεν ισχύει για τον δεύτερο και πιο εξοργιστικό ισχυρισμό του Guardian: ότι ο Ασάνζ πιστεύει ότι η Ρωσία είναι πολύ ελεύθερη και ανοιχτή στο κοινό για να έχει ανάγκη από εσωτερικούς πληροφοριοδότες.
Σε αυτό το μέρος της συνέντευξης, ο Ασάνζ ρωτήθηκε γιατί οι περισσότερες από τις δημοσιεύσεις του WikiLeaks είχαν μεγαλύτερη επίδραση στη Δύση και όχι σε χώρες όπως η Ρωσία ή η Κίνα. Για να δείτε πόσο εξωφρενικά παραπλανητικός ήταν ο ισχυρισμός του Τζέικομπς σχετικά με την απάντησή του, απλά διαβάστε τι είπε: Δεν είπε ότι η Ρωσία ήταν πάρα πολύ ελεύθερη για να χρειάζεται εσωτερικούς πληροφοριοδότες. Αντ’ αυτού, ο ίδιος εξηγεί ότι κάθε ρώσος εσωτερικός πληροφοριοδότης που θα ήθελε να διαρρεύσει πληροφορίες θα έχει πολύ καλύτερες επιλογές από το WikiLeaks, δεδομένου ότι η οργάνωση του Ασάνζ δεν μιλά ρωσικά, αποτελείται από αγγλόφωνους Δυτικούς και εστιάζει στη Δύση:
«Στη Ρωσία, υπάρχουν πολλές δυναμικές εκδόσεις, ιντερνετικά μπλογκς και αρθρογράφοι που κρατούν κριτική στάση προς το Κρεμλίνο, όπως ο [Αλεξέι] Ναβάλνι που είναι μέρος αυτού του συνόλου. Υπάρχουν επίσης εφημερίδες, όπως η Novaya Gazeta, όπου διαφορετικά μέλη της κοινωνίας της Μόσχας μπορούν να κάνουν κριτική ο ένας στον άλλον και αυτό είναι ανεκτό, γενικά, γιατί δεν είναι ένα μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι που μπορεί να έχει μια μαζική λαϊκή επίδραση και το κοινό της είναι μορφωμένοι άνθρωποι της Μόσχας. Έτσι, η δική μου ερμηνεία είναι ότι στη Ρωσία υπάρχουν ανταγωνιστές του WikiLeaks και κανένα μέλος του προσωπικού του WikiLeaks δεν μιλάει ρωσικά και έτσι για μια ισχυρή κουλτούρα που έχει τη δική της γλώσσα, πρέπει να θεωρείσαι ως ένας τοπικός παίκτης. Το WikiLeaks είναι μια κυρίως αγγλόφωνη οργάνωση με μια ιστοσελίδα κατά κύριο λόγο στα αγγλικά. Έχουμε δημοσιεύσει περισσότερα από 800.000 έγγραφα σχετικά ή με αναφορά στη Ρωσία και τον πρόεδρο Πούτιν, οπότε έχουμε αρκετή κάλυψη, αλλά η πλειοψηφία των δημοσιεύσεών μας προέρχονται από Δυτικές πηγές, αν και όχι πάντα. Για παράδειγμα, έχουμε δημοσιεύσει περισσότερα από 2 εκατομμύρια έγγραφα από τη Συρία, συμπεριλαμβανομένου του Μπασάρ αλ-Άσαντ προσωπικά. Μερικές φορές κάνουμε μια δημοσίευση για μια χώρα όπου θα δουν το WikiLeaks ως παράγοντα στο εσωτερικό της χώρας, όπως συνέβη με το Ανατολικό Τιμόρ και την Κένυα. Ο πραγματικά καθοριστικός παράγοντας είναι το πόσο απομακρυσμένος είναι αυτός ο πολιτισμός από τα αγγλικά. Ο κινεζικός πολιτισμός για παράδειγμα είναι αρκετά απομακρυσμένος».
Αυτό που λέει εδώ ο Ασάνζ είναι προφανές. Δεν λέει ότι η Ρωσία είναι πολύ ελεύθερη και διαφανής για να χρειάζεται εσωτερικούς πληροφοριοδότες. Μάλιστα, ο ίδιος επισημαίνει ότι το WikiLeaks έχει δημοσιεύσει μερικά έγγραφα που διέρρευσαν σχετικά με τη Ρωσία και τον Πούτιν, μαζί με τον Άσαντ. Αυτό που λέει, αντίθετα, είναι ότι οι ρώσοι πληροφοριοδότες και οι διαρροές αντιλαμβάνονται ότι έχουν καλύτερες επιλογές από το WikiLeaks, το οποίο δεν μιλά τη γλώσσα και δεν έχει καμία θέση στα μέσα ενημέρωσης της χώρας και του πολιτισμικού τους περιβάλλοντος. Λέει ακριβώς το ίδιο πράγμα για την Κίνα («Ο πραγματικά καθοριστικός παράγοντας είναι το πόσο απομακρυσμένος είναι αυτός ο πολιτισμός από τα αγγλικά. Ο κινεζικός πολιτισμός είναι αρκετά απομακρυσμένος»).
Το να μετατραπεί αυτό σε έναν ισχυρισμό ότι ο Ασάνζ θεωρεί ότι η Ρωσία είναι πολύ ελεύθερη και ανοιχτή στο κοινό για να χρειάζεται εσωτερικούς πληροφοριοδότες -ένας τρόπος για να απεικονιστεί ο Ασάνζ ως προπαγανδιστής υπέρ του Πούτιν- δεν είναι απλώς ένα απερίσκεπτο λάθος. Είναι δημοσιογραφική απάτη.
Αλλά, όπως τόσες πολλές άλλες διαδικτυακές ψεύτικες ειδήσεις, αυτή ήταν μια απάτη με τεράστιο αντίκτυπο, που ο Guardian και ο Τζέικομπς ήξεραν πολύ καλά ότι θα προκληθεί. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποσοτικά πόσο πολλοί άνθρωποι διάβασαν αυτούς τους ψευδείς ισχυρισμούς, αλλά ήταν σχεδόν σίγουρα δεκάδες χιλιάδες, πολύ πιθανόν εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια. Εδώ είναι μόνο ένα τουίτ, από τον μπλόγκερ της Washington Post που υποστηρίζει την Κλίντον (και καθηγητή πολιτικών επιστημών στο Tufts) Νταν Ντρέζνερ, που διέδωσε τον ισχυρισμό για την υποτιθέμενη πεποίθηση του Ασάνζ ότι η Ρωσία είναι πολύ ανοιχτή στο κοινό για να έχει την ανάγκη εσωτερικής πληροφοριοδότησης. Μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα είχε αναδημοσιευτεί μέσω του τουίτερ από περισσότερους από 7.000 ανθρώπους και «άρεσε» σε άλλους 7.000.
Ντάνιελ Ντρέζνερ, μέσω τουίτερ: Την επόμενη φορά που θα έχετε τη διάθεση να πάρετε στα σοβαρά τον Τζούλιαν Ασάνζ, θυμηθείτε αυτό: «Ο Ασάνζ, που είχε για ένα μικρό διάστημα δική του εκπομπή στον κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο Russia Today, έχει εδώ και καιρό στενή σχέση με το καθεστώς του Πούτιν. Στη συνέντευξή του στο la Repubblica είπε ότι δεν υπήρχε καμία ανάγκη για το WikiLeaks να αναλάβει ρόλο εσωτερικού πληροφοριοδότη στη Ρωσία εξαιτίας του ανοιχτού και ανταγωνιστικού διαλόγου που υπάρχει εκεί».
Τίποτα δεν απεικονίζει καλύτερα από αυτό τη ζημία που γίνεται από τη διαδικτυακή δημοσιογραφική εξαπάτηση: Ενώ η διάδοση των ψευδών ισχυρισμών του Τζέικομπς από τον Ντρέζνερ αναδημοσιεύτηκε στο τουίτερ χιλιάδες φορές, η ένσταση από την ίδια τη δημοσιογράφο, τη Μαουρίτσι, που επεσήμανε ότι ήταν ψευδείς, αγνοήθηκε σχεδόν εντελώς. Τη στιγμή που δημοσιεύτηκε αυτό το άρθρο, είχε ένα γενικό σύνολο 14 αναδημοσιεύσεων στο τουίτερ:
Απάντηση της Στεφανία Μαουρίτσι στη δημοσίευση του Ντάνιελ Ντρέζνερ στο τουίτερ: Αυτό είναι απολύτως ψευδές: Ο Τζούλιαν Ασάνζ ποτέ δεν το δήλωσε αυτό στη συνέντευξή μου.
Ακόμα χειρότερα, οι περισσότεροι ειδήμονες, ισχυροί υποστηρικτές της Κλίντον, όπως ο Ντέιβιντ Φρομ του Atlantic, άρχισαν τότε να προωθούν μια άνευ επιφυλάξεων έκδοση των ψευδών ισχυρισμών σχετικά με το τι είπε ο Ασάνζ για τον Τραμπ. Είχε πλέον μετατραπεί σε έναν απόλυτο θαυμαστή του Τραμπ:
Ντέιβιντ Φρομ μέσω τουίτερ: «Λοιπόν λοιπόν» (αναδημοσίευση από το The Hill: «Ο Ασάνζ επαινεί τον Τραμπ για το ότι φέρνει “ευκαιρίες για αλλαγή”».
Αυτό που συνέβη οφείλεται εν μέρει στο απόλυτο μίσος του Guardian για το WikiLeaks, με το οποίο συνεργάστηκε προς μεγάλο όφελός του, μόνο και μόνο για να εξαπολυθεί ένας αμοιβαίος πόλεμος μετά. Ενώ η εφημερίδα συχνά παράγει σπουδαίο δημοσιογραφικό έργο, η βαθιά συναισθηματική και προσωπική του βεντέτα με τον Ασάνζ την έχει οδηγήσει συχνά στην εγκατάλειψη όλων των κανόνων, όταν αναφέρονται στο WikiLeaks.
Αλλά ο Τζέικομπς έχει μια ιδιαίτερα άσχημη ιστορία με το WikiLeaks. Τον Αύγουστο του 2015, βγήκε η είδηση ότι η Τσέλσι Μάνινγκ- για την οποία οι διαρροές έγιναν μία από τις πιο σημαντικές ιστορίες του Guardian στην ιστορία τoυ και τις οποίες βρήκε ο ΟΗΕ και κατήγγειλε ως «σκληρή και απάνθρωπη» την κακοποίηση κατά τη διάρκεια κράτησης- την αορίστου χρόνου απομόνωση λόγω κατοχής μη εγκεκριμένων περιοδικών στο κελί της, καθώς και ληγμένης οδοντόκρεμας. Ο Τζέικομπς δημοσίευσε στο τουίτερ χλευάζοντας την κατάστασή της: “Και το πιο μικρό βιολί του κόσμου παίζει ένα θλιβερό τραγούδι» (σημ. μεταφράστριας: ειρωνική αγγλική έκφραση, με την έννοια ότι παραπονιέται και αυτός με το μικρότερο πρόβλημα). Αναγκάστηκε να διαγράψει αυτήν την απαράδεκτη δημοσίευση στο τουίτερ όταν ακόμα και κάποιοι από τους συναδέλφους του στον Guardian τον επέκριναν δημοσίως, αν και ποτέ δεν ζήτησε συγγνώμη ανοικτά, υποστηρίζοντας ότι το έκανε «ιδιωτικά», μπλοκάροντας τεράστιο αριθμό των ανθρώπων που αντιτίθενται στα σχόλια του (συμπεριλαμβανομένου και εμού).
Κλερ Βίλεν μέσω τουίτερ: Ο πολιτικός ρεπόρτερ του Guardian Μπεν Τζέικομπς χλευάζει την πιθανόν αορίστου χρόνου απομόνωση της Μάνινγκ. Το τουίτ έπειτα διαγράφτηκε.
Το απολύτως τελευταίο πρόσωπο που θα πρέπει κάποιος να εμπιστεύεται για ακριβή και δίκαια ρεπορτάζ σχετικά με το WikiLeaks είναι ο Μπεν Τζέικομπς, εκτός και αν ο στόχος του είναι να δημοσιεύει κατασκευάσματα που θα δημιουργούν προβλέψιμα μαζική επισκεψιμότητα για τον Guardian. Όποια και αν είναι η πρόθεση, αυτό ακριβώς συνέβη εδώ.
Οι άνθρωποι που θα πρέπει να είναι πιο εκνευρισμένοι από αυτήν την απάτη είναι ακριβώς αυτοί που έπαιξαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξάπλωση αυτή: συγκεκριμένα, όσοι ισχυρίζονται με τη μεγαλύτερη ένταση ότι οι Ψευδείς Ειδήσεις είναι μια σοβαρή απειλή. Τίποτα δεν θα υπονομεύσει γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα την αξιοπιστία αυτής της εκστρατείας από την αντίληψη ότι το αντικείμενο αυτής της σταυροφορίας είναι στην πραγματικότητα η επιλεκτική επιθυμία να απαγορευτούν οι ειδήσεις που υπονομεύουν την πολιτική ατζέντα κάποιου, μεταμφιεσμένη ως ανησυχία για τη δημοσιογραφική ακρίβεια και ακεραιότητα. Ωστόσο, όπως έχω επανειλημμένα τεκμηριώσει, οι ίδιοι άνθρωποι που εκφράζουν περισσότερο την ανάγκη να απαγορευτούν οι Ψευδείς Ειδήσεις είναι συχνά οι πιο πρόθυμοι να τις διαδώσουν όταν τους συμφέρει.
Αν κάποιος θέλει πραγματικά να πολεμήσει τις Ψευδείς Ειδήσεις και την παραπλανητική δημοσιογραφία που αποπροσανατολίζει τους άλλους, δεν μπορεί να καταγγέλλει επιλεκτικά κάποιους λογαριασμούς Ψευδών Ειδήσεων, ενώ ταυτόχρονα επιδοκιμάζει και διαδίδει αυτούς που προωθούν τη δική του πολιτική ατζέντα ή δυσφημεί άλλους (όπως ο Ασάνζ) τους οποίους μισεί. Κάτι τέτοιο θα εξασφαλίσει ότι κανείς δεν παίρνει αυτή την υπόθεση στα σοβαρά, γιατί οι υπερασπιστές της θα θεωρηθούν ανέντιμοι καιροσκόποι: όπως και η κυνική εκμετάλλευση των κατηγοριών «αντισημιτισμού» εναντίον των επικριτών του Ισραήλ έχει αποδυναμώσει σοβαρά την αξία αυτής της κατηγορίας όταν είναι πράγματι δικαιολογημένη.
Είναι επαρκώς τεκμηριωμένο ότι πολλές από τις Ψευδείς Ειδήσεις διαδόθηκαν το 2016 για να υπονομεύσουν την Κλίντον, κάποιες φορές από τον ίδιο τον Τραμπ. Γι’ αυτόν τον λόγο, μια δημοσκόπηση που κυκλοφόρησε από κοινού από τον Τhe Economist και το ΥouGov την προηγούμενη Τρίτη έδειξε ότι το 62% των ψηφοφόρων του Τραμπ- και το 25% των ψηφοφόρων της Κλίντον- πιστεύουν ότι «εκατομμύρια παράνομοι ψήφοι δόθηκαν στις εκλογές», που είναι ένας εξαιρετικά αμφίβολος ισχυρισμός που προέβαλε ο Τραμπ χωρίς αποδείξεις.
Αλλά αυτή η δημοσκόπηση έδειξε επίσης ότι το 50% των ψηφοφόρων της Κλίντον πιστεύουν τώρα σε μια παράλογη και γελοία θεωρία συνωμοσίας: «Η Ρωσία παραποίησε τους εκλογικούς καταλόγους για να βοηθήσει τον Τραμπ». Δεν είναι περίεργο που το πιστεύουν αυτό: Μερικοί από τους πιο αγαπημένους Δημοκρατικούς ειδήμονες χρησιμοποιούν συνήθως τη φράση «η Ρωσία χάκαρε τις αμερικανικές εκλογές», υπονοώντας όχι ότι χάκαρε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αλλά τις ίδιες τις εκλογές. Και το αποτέλεσμα είναι ότι -όπως ακριβώς ισχύει και για πολλούς ψηφοφόρους του Τραμπ- πολλοί ψηφοφόροι της Κλίντον έχουν εξαπατηθεί πιστεύοντας σε μια ευχάριστη και αυτοεπιβεβαιωτική αν και εντελώς αβάσιμη θεωρία συνωμοσίας σχετικά με το γιατί έχασε η υποψήφιά τους.
Οπωσδήποτε, να αντιμετωπίσουμε και να νικήσουμε τον κίνδυνο των Ψευδών Ειδήσεων. Αλλά για να γίνει αυτό, είναι καθοριστικής σημασίας το να μην γινόμαστε επιλεκτικοί με το είδος που καταγγέλλουμε και είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μην επιτρέπουμε τις Ψευδείς Ειδήσεις όταν προωθούν τους δικούς μας πολιτικούς στόχους. Το πιο σημαντικό είναι εκείνοι που θέλουν να ηγηθούν της προσπάθειας της καταγγελίας των Ψευδών Ειδήσεων να μη μετατραπούν στους πιο αποδοτικούς φορείς διάδοσής τους, όποτε οι ισχυρισμοί ενός λογαριασμού Ψευδούς Είδησης είναι ευχάριστοι ή αυτοβεβαιωτικοί.
Αυτό ακριβώς είναι που έκαναν αυτοί που διέδωσαν αυτό το επαίσχυντο άρθρο του Guardian. Αν θέλουν αξιοπιστία, όταν αντιτίθενται στις Ψευδείς Ειδήσεις στο μέλλον, θα πρέπει να αναγνωρίσουν αυτό που έκαναν και να το ανακαλέσουν – με την εφημερίδα The Guardian να κάνει την αρχή.
Ενημέρωση (30 Δεκεμβρίου): Η εφημερίδα The Guardian, προς τιμήν της, ανακάλεσε τώρα έναν από τους αβάσιμους ισχυρισμούς στο άρθρο του Τζέικομπς, διόρθωσε και τροποποίησε αρκετούς άλλους:
«Το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου για να αφαιρεθεί μια πρόταση στην οποία υπήρχε ο ισχυρισμός ότι ο Ασάνζ «έχει από καιρό μια στενή σχέση με το καθεστώς Πούτιν». Μια ακόμα πρόταση έχει επίσης τροποποιηθεί και η οποία παρέφρασε τη συνέντευξη, υποδηλώνοντας ότι ο Ασάνζ είπε ότι «δεν υπήρχε καμία ανάγκη για το Wikileaks να αναλάβει ρόλο εσωτερικού πληροφοριοδότη στη Ρωσία λόγω του ανοικτού και ανταγωνιστικού διαλόγου που ισχυρίστηκε ότι υπάρχει εκεί». Έχει τροποποιηθεί για να περιγράψει με πιο άμεσο τρόπο την ερώτηση στην οποία απαντούσε ο Ασάνζ όταν μιλούσε για τις «πολλές δυναμικές εκδόσεις της Ρωσίας».
Δυστυχώς, τα ψεύδη δημοσιεύθηκαν στο τουίτερ, αναδημοσιεύτηκαν και κοινοποιήθηκαν δεκάδες χιλιάδες φορές, διαβάστηκαν από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, αν όχι εκατομμύρια. Θα δούμε αν εκείνοι που διέδωσαν αυτά τα ψεύδη θα διαδώσουν τώρα και αυτές τις διορθώσεις με το ίδιο σθένος.
Μετάφραση για το TPP: Νικολέττα Αλεξανδρή