Το 2002 η Arthur Andersen LLP, μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες τότε, γνωστή και ως Big 5, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα όταν οι έρευνες έδειξαν ότι τα υψηλόβαθμα στελέχη της είχαν ζητήσει από τους υφισταμένους τους να καταστρέψουν τα εσωτερικά έγγραφα που είχαν σχέση με την Enron, του ενεργειακού κολοσσού που κατέρρευσε εν μέσω ερευνών για μαζική απάτη. Η Andersen ήταν η ελεγκτική εταιρία που είχε αναλάβει την Enron και είχε χρησιμοποιήσει υπεράκτιες εταιρίες στα Channel Islands ως οχήματα για να κρύψει τα χρέη της δημιουργώντας μια ψεύτικη ευημερία της εταιρίας που βασιζόταν σε ανύπαρκτα κέρδη.
Οι αρχές των ΗΠΑ κατηγόρησαν την εταιρία των ορκωτών λογιστών για παρεμπόδιση της δικαιοσύνης ενώ ήρθαν στην επιφάνεια και άλλες αγωγές για τη σχέση της Andresen με απάτες στην Worldcom και άλλες εταιρίες των ΗΠΑ. Οι αναλυτές που ανέλαβαν την έρευνα κατέληξαν στο συμπέρασμα η ταχεία ανάπτυξη της εταιρίας είχε αλλάξει την αρχή της «ακεραιότητας»: «Με την πάροδο του χρόνου η απληστία κατέστρεψε την Andersen» έγραψε στο editorial της η Chicago Tribune, «τα στελέχη της εταιρίας αφοσιώθηκαν στην συλλογή μεγάλων αμοιβών και όχι στην τήρηση των βιβλίων».
Ένα δικαστήριο καταδίκασε την Andersen, κάτι που έφερε και το θάνατο του 89χρονου ιδιοκτήτη της εταιρίας. Μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ να ανατρέψει την δικαστική απόφαση κρίνοντας ότι ο δικαστής είχε διεξάγει κακώς την ακροαματική διαδικασία κάνοντας χρήση ενόρκων ήταν ήδη πολύ αργά. Οι KPMG, Deloitte και Ernst & Young ήχαν προλάβει να αγοράσουν τα ερείπια του άλλοτε μεγάλου ελεγκτικού κολοσσού.
Οι Big 5 ήταν τώρα 4 αλλά η κληρονομιά του Andersen φαίνεται φτάνει στο σήμερα.
Πηγή: ICIJ