Είχα τσουβάλια πιο ψηλά κι από τον Όλυμπο.

Έχω διαβάσει αυτές τις μέρες δύο πολύ καλές αναλύσεις για το φαινόμενο Κασσελάκη, μία που τον αναλύει ως δοχείο ιντερνετικού περιεχομένου, content που λέμε, και μία ως φορέα απόλαυσης με την ψυχαναλυτική έννοια. Για την δεύτερη διάσταση που είμαι πιο αρμόδιος, πρέπει να πω ότι, πράγματι, ο αμερικανοτραφής Κασσελάκης είναι από τους λίγους Έλληνες πολιτικούς που αντιλαμβάνονται ότι οι εκλογικές οικονομίες είναι κατεξοχήν λιβιδινικές οικονομίες. Όπως ακριβώς η Χίλαρι Κλίντον δεν αναμενόταν ποτέ να κερδίσει τις αμερικάνικες εκλογές με το σλόγκαν “America is already great”, έτσι και η Έφη Αχτσιόγλου δεν θα κυριαρχούσε με το στιλ κουρασμένης γυμνασιάρχισσας που χτυπάει το κουδούνι για να φέρει επιτέλους τάξη και κανονικότητα στην κομματική ροή. Ο κόσμος θέλει να ηδονιστεί, να γαργαληθεί λίγο το μέσα του, να φαντασιωθεί είδωλα υπερφυσικού διαμετρήματος με μεσσιανικό άγγιγμα, να πιστέψει ότι κάτι στη σύντομη ζωή του θα αλλάξει για πάντα προτού αυτή καταλήξει. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πιο Στέφανος όλων των Στέφανων, ακόμα και στις πιο αλλοπρόσαλλες δηλώσεις του («Σήμερα το φως κέρδισε!»), σημαίνει αυτό που ακριβώς πρέπει: το πεπρωμένο μιας σεξουαλικής φαντασίωσης.

Πηγή: LiFO

 

Εντός και εκτός των τειχών της, η παραδοσιακή Αριστερά κατηγορεί τον Στέφανο Κασσελάκη πως είναι μόνο μια απολαυσιακή μηχανή, ένα κατεξοχήν μεταμοντέρνο πολιτικό υποκείμενο που αλέθει κενά σημαίνοντα. Δεν έχει πολιτικό πρόγραμμα, δεν έχει θέσεις, δεν έχει σαφές σημείο εκτόξευσης, ούτε και καθορισμένη πολιτική τροχιά, καλά-καλά δεν έχει ιδεολογικό προσανατολισμό. Απαλλαγμένος από το βάρος της παιδαγώγησης σε κομματικές νεολαίες και κοινοβουλευτικούς μηχανισμούς, ο Κασσελάκης μπορεί να υποθέτει ότι δεν χρειάζεται ακριβώς και κάτι από όλα αυτά – και αυτή του την υπόθεση ίσως να την μετατρέψει σε κοινή αλήθεια. Μέχρι στιγμής πάντως τα έχει πάει περίφημα, εκταμιεύοντας ακριβώς το αστραπιαίο της πολιτικής του παρουσίας με το νόμισμα της προσοχής, εμφανιζόμενος στο χρονικό παράθυρο που θα του επέτρεπε να μεγιστοποιήσει τις ενδοκομματικές εκλογικές του προσόδους πριν κάνει κάποια μεγάλη πατάτα ή, ακόμα χειρότερα, πριν αναγκαστεί να δηλώσει παρουσία αρκετή σε διάρκεια ώστε τα βλέμματα που είναι στραμμένα πάνω του να γίνουν λιγότερο τεταμένα.

Μέσα στον πρόσφατο εμφύλιο της Αριστεράς, οι αναλύσεις της παραδοσιακής πλευράς έχουν μεγάλο ενδιαφέρον αναφορικά και με το τι επιλέγουν να μην πουν. Καδράροντας τον Κασσελάκη ως πολιτιστικό προϊόν της εποχής του, αν όχι ως βαλτό εξωτερικών φορέων, οι ορθόδοξες προσεγγίσεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και όταν είναι υψηλού διανοητικού επιπέδου, υπονοούν δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ο Κασσελάκης είναι αποκλειστικά ένα επικοινωνιακό φιληνάφημα· ότι η μοναδική διερεύνηση που του αναλογεί είναι αυτή που υπογραμμίζει ποιες αδύναμες πλευρές του ανθρώπινου χαρακτήρα μπόρεσε να εκμεταλλευτεί αυτό το διαφημιστικό μάπετ ώστε να αναρριχηθεί στην εξουσία. Είναι μια έξυπνη τακτική: πριν καν ειπωθεί κάτι συγκεκριμένο, το αναλυτικό πλαίσιο έχει από μόνο του στείλει τον αντίπαλο στα σχοινιά. Δεύτερον, ότι οι υπόλοιποι, οι του οικείου στρατοπέδου, δεν επιδέχονται τέτοιων αναλύσεων. Το πρίσμα του θεάματος δεν στρέφεται ποτέ προς τα μέσα, διότι το εντός είναι το πεδίο που ασκείται η πραγματική πολιτική· εκεί που υποστασιοποιούνται οι κατευθύνσεις των στιβαρών παραδόσεων, των οποίων η επικοινωνία είναι σημαντικό εργαλείο αλλά όχι χυδαίος αυτοσκοπός.

Πηγή: Guardian

 

Σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Κατ’ αρχάς, ο Κασσελάκης έχει όντως σημαντικά προσόντα πολιτικού βιογραφικού. Πολύς ντόρος έχει γίνει γύρω από την υποτροφία που πήρε στα 14 του – παρεμπιπτόντως, από αυτές που παίρνεις απολύτως με το σπαθί σου – αλλά το μακράν σημαντικότερο είναι ότι έχει σπουδάσει στο Wharton, ένα από τα καλύτερα business schools των ΗΠΑ. Η γνώση του επιχειρηματικού κόσμου και της σύγχρονης οικονομίας που αυτό συνεπάγεται είναι σοβαρό χαρτί, εκτός αν κανείς πιστεύει ακόμα ότι οι χώρες διοικούνται περίπου σαν φέουδα του 12ου αιώνα, από όποιον μένει εκεί γύρω και δια γυμνού οφθαλμού εποπτεύει τα χωράφια και τις σοδειές από μια πολεμίστρα τα χαράματα. Συναφώς, το ότι ο Κασσελάκης είναι πετυχημένος επιχειρηματίας είναι κάτι που, αν ανήκεις στο είδος της Αριστεράς που δεν εχθρεύεται επί της αρχής το Κεφάλαιο – ακριβώς η Αριστερά που κατά τεκμήριο και δήλωσή του είναι ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή – οφείλεις επίσης να το αναγνωρίσεις ως βαρύνον ατού.

Πιο σημαντικά για το πολιτικό ζουμί της υπόθεσης όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε παρατεταμένη άρνηση να δει το πώς ο ίδιος έχει εκκολαύσει το φαινόμενο Κασσελάκη, παίζοντας σημαντικό ρόλο στο να απαξιωθεί περαιτέρω, την τελευταία δεκαετία, η ίδια η έννοια του πολιτικού περιεχομένου. Η πανηγυρική εκλογή του ’15, η οποία ειδώθηκε από τον κόσμο σαν την ευκαιρία της Αριστεράς να δώσει φωνή στα κοινωνικά κινήματα του κύκλου αγώνων που είχε προηγηθεί, υλοποιήθηκε με ένα σχέδιο που ήταν αφ’ ης στιγμής της σύλληψής του καταδικασμένο να αποτύχει. Αφού η υπόσχεση της κατάργησης της λιτότητας έπεσε στο κενό – όχι γιατί ο Τσίπρας ήταν προδότης αλλά διότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πώς λειτουργεί ο σύγχρονος οικονομικός κόσμος και διότι το επιτελείο του είχε λόγους να παριστάνει πως επίσης δεν ήξερε – η πολιτική ουσία της κυβερνητικής Αριστεράς βρέθηκε σε κενό αέρος. Κανείς δεν ήξερε τι ήταν αυτό που πρέσβευε: δεν ήταν το σκίσιμο των μνημονίων, δεν ήταν μια σοσιαλιστική διαχείριση, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την καθαυτή παραμονή στην εξουσία, σαν την σκιά μιας αντι-Δεξιάς χειρονομίας. Το μοναδικό της άλλοθι ήταν η πρόσφατα διατρανωμένη λαϊκή δημοφιλία του αρχηγού της, που είχε επίσης διατελέσει shiny poster boy της Αριστεράς αφότου πήρε το χρίσμα από τον Αλέκο Αλαβάνο, και που με τη σειρά του είχε απασχολήσει κατακλυσμικά τα λάιφσταϊλ περιοδικά, τις εκπομπές, και τα εναλλακτικά σίριαλ των μέσων των 00s.

Υπό αυτό το πρίσμα, ο κατά τ’ άλλα ημι-Αμερικάνος, άσχετος με τους κοινωνικούς αγώνες και την ελληνική καθημερινότητα, μπίζνεσμαν Κασσελάκης δεν αποτελεί το αντίθετο του Τσίπρα αλλά μάλλον την κατοπτρική του εικόνα, και δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση που ο δεύτερος βλέπει στον πρώτο το επόμενο βήμα για την αναβάθμιση του κόμματος και την επαναφορά του σε κυβερνητική τροχιά. Δεν πρέπει επίσης να κάνει εντύπωση στα μέλη του κόμματος το πώς «τους πήρε το κόμμα μέσα από τα χέρια». Δεν ήρθε ουρανοκατέβατος· είναι υποπροϊόν της συνεχιζόμενης προσπάθειάς τους να πείσουν ότι αυτό που όλοι οι άλλοι βλέπουν δεν είναι αυτό που συμβαίνει, ένα παρατεταμένο «δεν είναι αυτό που νομίζεις» που μοιραία οδηγεί τις ίδιες τις λέξεις στο να χάνουν το νόημα και την διαφοροποιητική τους δύναμη.

Πηγή: Typologies.gr

 

Το πρόβλημα του Κασσελάκη δεν είναι ότι δεν έχει θέσεις. Θέσεις για την οικονομία έχει, γιατί γνωρίζει, και θέσεις για την κοινωνία είναι εύκολο να βρει κανείς. Το πρόβλημά του είναι ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να δηλώσει αυτές τις θέσεις. Αφενός, αυτό θα έχει το αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί η αστραπιαία κίνηση της εικόνας του μεταξύ viral πυκνώσεων και να παγιωθεί σε κάτι πιο βαρετό. Οι επικοινωνιολόγοι του Κασσελάκη ξέρουν ότι η διάρκεια της πρώτης ευεργετικής περιόδου αυτών των συμβόλων είναι αντιστρόφως ανάλογη με την λάμψη της, και αυτήν την περίοδο προσπαθούν να παρατείνουν με το να αποφεύγεται αφενός η είσοδός του στη Βουλή, αφετέρου οποιαδήποτε συνέντευξη στην οποία θα χρειαζόταν να πει κάτι πέρα από αοριστολογίες για το πρόγραμμά του. Αφετέρου, και πιο σημαντικά, ο Κασσελάκης θα πρέπει να εξηγήσει το πώς το πρόγραμμα αυτό θα τον διαφοροποιήσει από το αντίπαλο δέος. Το πρότζεκτ «μάνατζερ Κυριάκος Μητσοτάκης» είναι μεν κάπως βαρετό, αθροίζει πολιτικό κόστος, αλλά, αν ο Κασσελάκης θέλει να το κοντράρει στα ίσια, θα πρέπει να βρει κάποια ουσιαστική τομή μαζί του, και να αντιτεθεί σε αυτό τόσο με κάποιον χειροπιαστό προσανατολισμό, όσο και σε επίπεδο συμβολισμών. Δεδομένων των προσωπικών, ακαδημαϊκών, επαγγελματικών του καταβολών, του brand με το οποίο έχει λανσαριστεί, αλλά και του ασφυκτικού αδιεξόδου της ευρωπαϊκής Αριστεράς των πλατειών γενικότερα, αδυνατώ πλήρως να καταλάβω πώς θα γίνουν όλα τούτα. Υπάρχει πάντα και η άδοξη εναλλακτική κατά την οποία ο Κασσελάκης είναι το πρόσωπο που θα παγιοποιήσει έναν νέο δικομματισμό, δίνοντας στον ΣΥΡΙΖΑ την απαραίτητη απόσταση που χρειάζεται από την «φουρνιά του μνημονίου», δικαιώνοντας τελικά μάλλον αυτό που έχει στο μυαλό του ο Τσίπρας. Πιστεύω παρά ταύτα ότι και η προσωπική φιλοδοξία του Κασσελάκη είναι διαφορετική, και ότι οι εποχές θα παρουσιάσουν τόσο έκτακτες συγκυρίες και οξείες αστάθειες που θα κάνουν την εγκαθίδρυση ενός ακόμα προβλεπόμενου εκκρεμούς δύσκολη υπόθεση.

Πριν απ’ όλα αυτά πάντως, και όπως θυμήθηκε πρόσφατα έτερος τιτάνιος Στέφανος, ο Κασσελάκης έχει να αντιμετωπίσει τον Γκράμσι, και συγκεκριμένα την διαπίστωσή του ότι ο ηγεμόνας σπάνια επιτυχώς επιβάλλεται και συχνότερα αγκαλιάζεται. Ο Κασσελάκης είναι πιθανότατα ο παγκόσμια πρώτος πρόεδρος κόμματος που δεν ήταν μέλος του τη στιγμή που άρχισε την προεκλογική του εκστρατεία, και αυτό συνεπάγεται ότι ξεκινά μέσα σε ένα περιβάλλον ήδη πολύ εχθρικό γι’ αυτόν. Θα πρέπει να επικοινωνήσει με ανθρώπους του παλαιού κομματικού μηχανισμού, να μιλήσει απαραίτητα με κώδικες τους οποίους δεν διαθέτει, να ελιχθεί για να μην βρεθεί από τη μια στιγμή στην άλλη τραγικά έκθετος με τρόπους που δεν μπορεί καν να φανταστεί. Όλα αυτά ενώ καλείται να φέρει σε σύντομο χρονικό διάστημα μια θεαματική ανατροπή στα εκλογικά δεδομένα του ΣΥΡΙΖΑ, κρατώντας τον ενωμένο, κάτι που επίσης στην παρούσα φάση φαντάζει αδύνατο. Το αν θα καταφέρει κάτι απ’ όλα αυτά θα το δούμε. Ριψοκινδυνεύοντας μια πρόβλεψη, πιστεύω αφενός ότι ο ίδιος θα αποτελέσει παρελθόν τόσο γρήγορα που σε όχι και τόσα πολλά χρόνια θα προσπαθούμε να θυμηθούμε το όνομά του, αφετέρου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα διασπαστεί περαιτέρω και θα βυθιστεί εκλογικά ακόμα περισσότερο. Πάντως, όπως δήλωσε ένας άνθρωπος που μπορεί να μην ξέρει τίποτα για τίποτα, αλλά σίγουρα ξέρει τα πάντα για την λιβιδινική οικονομία της ελληνικής πολιτικής ζωής, το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα βαρεθούμε.