των Kate Aronoff και Ryan Grim στο The Intercept
Ένα αφεντικό που φέρεται άσχημα στις γυναίκες ή στους ξένους ή αρνείται να τους προσλάβει, βρίσκεται σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση, αν δεν υπάρχει εφεδρεία ανέργων.
Θυμηθείτε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ανεργία εξανεμίστηκε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του πολέμου. Η Rosie the Riveter δεν βρήκε τη δουλειά της ως αποτέλεσμα ενός κοινωνικού κινήματος που εκπροσωπούσε την ισότητα των φύλων στον εργασιακό χώρο. Τη βρήκε γιατί τα εργοστάσια χρειάζονταν χέρια και είχαν μικρότερα περιθώρια να ενδώσουν στον σεξισμό τους. Η πλήρης απασχόληση αφαιρεί την εξουσία από τα χέρια των αφεντικών που τη χρησιμοποιούν για να κάνουν διακρίσεις και τη δίνει στους εργάτες για να έχουν αιτήματα – και εφόσον τα αιτήματά τους αυτά δεν ικανοποιηθούν έχουν την ελευθερία να δουλέψουν κάπου αλλού.
Αυτή η θεωρία για την ανεργία σε μια καπιταλιστική οικονομία σχετίζεται με το πώς αναλύεται η διήμερη κατάρρευση του χρηματιστηρίου που ξεκίνησε την Παρασκευή και τις επακόλουθες ασυγκράτητες μεταπτώσεις του. Οι αναλυτές της αγοράς έχουν δηλώσει κατηγορηματικά ότι η κατάρρευση προκλήθηκε από ένα δελτίο που αφορούσε τις νέες θέσεις εργασίας και βγήκε την Παρασκευή και έδειξε ότι οι μισθοί, μια δεκαετία πλέον σε κλίμα οικονομικής ανάκαμψης, μπορεί τελικά να αρχίσουν να ανεβαίνουν.
Τώρα, όταν οι αναλυτές λένε ότι ο δείκτης Dow Jones ανέβηκε ή έπεσε γι’ αυτόν ή εκείνον τον λόγο, πολύ συχνά απλά κάνουν υποθέσεις. Το τι συγκεκριμένα κινεί έναν οργανισμό τόσο περίπλοκο όσο το χρηματιστήριο, είναι κατά κάποιον τρόπο άγνωστο, όμως είναι χρήσιμο να εξερευνήσουμε την αιτία που προσάπτεται στην κατάρρευση της τελευταίας εβδομάδας – την άνοδο των μισθών – ξεχωριστά από τις επιπτώσεις της στην αγορά. Αυτό που λέει για τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένη η οικονομία μας είναι πολύ ουσιαστικό.
Ξεκινάμε με την υπόθεση, που φαίνεται παράξενη αρχικά, ότι η αγορά κατέρρευσε επειδή οι μισθοί φαίνεται να ανεβαίνουν. Οποιοσδήποτε εκτός του οικονομικού συστήματος θα έβλεπε αμέσως την άνοδο των μισθών ως κάτι θετικό. Εν τέλει, είναι αυτό που κάθε πολιτικός σε κάθε κόμμα λέει πως επιθυμεί να συμβεί. Αλλά για τους αναλυτές της αγοράς, είναι κάτι κακό, γιατί λέγεται πως κάτι τέτοιο αποτελεί ένδειξη πως ο πληθωρισμός παραμονεύει.
«Ο προβληματισμός για τον πληθωρισμό ήταν πιο εξόφθαλμος στις 2 Φεβρουαρίου, που οι μετοχές πάτωσαν όταν το δελτίο του Ιανουαρίου για τις θέσεις εργασίας αποκάλυψε τη μεγαλύτερη άνοδο των μισθών από το 2009», ανέφερε το CNN Money. «Ο άμεσος καταλύτης ήταν το δελτίο εργασίας, που έδειχνε ότι η ισχυρή οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών μπορεί τελικά να μεταφραστεί σε αυξανόμενους μισθούς για τους Αμερικανούς εργαζόμενους – σημάδι πως ένας υψηλότερος πληθωρισμός θα μπορούσε να επίκειται» είπαν οι New York Times.
Και αν ο πληθωρισμός έρχεται, τότε η Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) είναι πιθανό να αυξήσει τις τιμές των επιτοκίων για να επιβραδύνει την οικονομία και να χαλαρώσει τον πληθωρισμό. Όταν η Fed αυξάνει τα επιτόκια, τα ομόλογα γίνονται πιο ελκυστικά, κι έτσι ο κόσμος μετακινεί χρήματα από τις μετοχές στα ομόλογα και η χρηματιστηριακή αγορά βυθίζεται. Γίνεται πιο δύσκολο να δανειστείς, οπότε οι εταιρείες και οι ιδιοκτήτες κατοικιών έχουν λιγότερο κεφάλαιο να διαθέσουν. Τα κέρδη συμπιέζονται από τις πληρωμές υψηλών επιτοκίων. Και όπως τα επιτόκια ανεβαίνουν, η αξία των παλιών μετοχών, οι οποίες δίνουν μικρότερα επιτόκια, κατεβαίνει. Όλα αυτά επειδή οι μισθοί άρχισαν να ανεβαίνουν.
Τότε, όλα στη δομή της οικονομίας προσαρμόζονται στο να διασφαλιστεί ότι οι μισθοί δεν θα ανέβουν ποτέ. Και για σχεδόν μισό αιώνα, αυτό είχε επιτευχθεί. Οι μισθοί δεν είχαν μετακινηθεί από το 1970.
Ο εφεδρικός στρατός του καπιταλισμού υποστηρίζεται από έναν μηχανισμό που είναι γνωστός ως «στόχος πληθωρισμού». Η Fed προς το παρόν θέτει τον στόχο στο 2%, εννοώντας ότι δεν θέλει να δει πληθωρισμό υψηλότερο ή χαμηλότερο από αυτόν. Αυτό που στ’ αλήθεια σημαίνει είναι ότι δεν θέλει να δει πληθωρισμό μεγαλύτερο από αυτόν, καθώς η οικονομία δεν έχει επιτύχει το στόχο του 2% εδώ και χρόνια.
Όμως ο στόχος ο ίδιος έχει νόημα στο βαθμό που κάθε μικρή ένδειξη αύξησης των αμοιβών χρησιμοποιείται για να εννοηθεί ότι ο πληθωρισμός είναι κοντά, οπότε η Fed πατάει το φρένο για να κρατήσει τα πάντα υπό έλεγχο. Όταν η Fed πατάει φρένο, ο κόσμος χάνει τη δουλειά του. Αυτό δεν είναι μια ατυχής παρενέργεια μιας αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής – είναι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Μα ο στόχος του 2%, διατείνονται εκείνοι που θέλουν να δουν εργασία με πλήρη απασχόληση, είναι πολύ χαμηλός. Η Fed πετάει ανθρώπους εκτός απασχόλησης χωρίς να χρειάζεται ή τουλάχιστον χωρίς εμφανή οικονομικό λόγο.
Ο πολιτικός ακτιβισμός στην αριστερά γύρω απ’ τη νομισματική πολιτική δεν έχει μεγάλη υποδομή, αλλά το Center for Popular Democracy, μέσω μιας ομάδας με το όνομα Fed Up Campaign, έχει ξεκινήσει να το αλλάζει αυτό. Η πρόοδος σε αυτό το μέτωπο έγινε ορατή με ξεκάθαρο τρόπο τον Ιούνιο, όταν η τότε επικεφαλής της Fed, Janet Yellen, σε μια συνέντευξη Τύπου, κλήθηκε να απαντήσει σε μια επιστολή που είχε συνταχθεί από το Fed Up και υπογραφόταν από εικοσιτέσσερεις οικονομολόγους, που της ζητούσε να αυξήσει τον στόχο πληθωρισμού.
Η ίδια ήταν ανοιχτή σε αυτό. «Θα έλεγα πως αυτή είναι μια από τις πιο σημαντικές ερωτήσεις, όταν αντιμετωπίζουμε τη νομισματική πολιτική σε παγκόσμια κλίμακα» είπε.
Επειδή η γλώσσα που χρησιμοποίησε η προεδρία της Τράπεζας είναι τόση μεγάλης σημασίας, εδώ είναι ολόκληρη η απάντησή της:
Από τη στιγμή που υιοθετήσαμε το στόχο του 2% το 2012, είχαμε μια πολύ διεξοδική συζήτηση των παραγόντων που θα καθόριζαν ποιος θα ήταν ο πληθωριστικός μας στόχος. Πιστεύω πως ήταν μια καλοσχεδιασμένη απόφαση. Τώρα, στην παρούσα φάση, εστιάζουμε έντονα στην προσπάθεια επίτευξης του σκοπού μας, του 2%, και αναγνωρίζουμε ότι ο πληθωρισμός είναι χαμηλότερος και είναι ουσιαστικό για μας να ξαναφέρουμε τον πληθωρισμό σε αυτόν τον στόχο. Τώρα μάθαμε πολλά σε αυτό το διάστημα και οι αξιολογήσεις του επιπέδου του επιτοκίου ομοσπονδιακών κεφαλαίων — του πιθανού επιπέδου, τώρα και στο μέλλον — έχουν αλλάξει πολύ και είναι αρκετά χαμηλότερα από εκεί που βρίσκονταν το 2012 ή τα προηγούμενα χρόνια, και αυτό σημαίνει ότι στην οικονομία δημιουργείται η δυνατότητα η οικονομική πολιτική να μπορούσε να δεσμεύεται από το μηδενικό κατώτατο όριο πιο συχνά απ’ ό,τι όταν υιοθετήσαμε τον στόχο του 2%, αυτή λοιπόν η παραδοχή κάνει πολλούς να σκέφτονται ότι μπορεί να είμαστε καλύτερα με έναν μεγαλύτερο στόχο πληθωρισμού. Αυτή είναι μία από τις πιο κρίσιμες αποφάσεις μας και μία στην οποία μας ενδιαφέρουν τα στοιχεία και τα πρωτότυπα επιχειρήματα. Είναι μια απόφαση που θα επανεξετάζουμε στο προσεχές μέλλον.
Είναι σημαντικό για τις αποφάσεις μας να ενημερωνόμαστε από ένα ευρύ φάσμα απόψεων και ερευνών, οι οποίες βρίσκονται σε διαρκή εξέλιξη, εντός και εκτός της τράπεζας. Όμως μια επανεξέταση αυτού του στόχου χρειάζεται να ληφθεί υπόψη όχι μόνο για τα οφέλη – τα πιθανά οφέλη – ενός υψηλότερου στόχου πληθωρισμού, αλλά και για το πιθανό κόστος που μπορεί να συσχετίζεται με αυτόν. Χρειάζεται να είναι μια ισορροπημένη αξιολόγηση, αλλά θα έλεγα πως αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά ερωτήματα, όταν αντιμετωπίζουμε τη νομισματική πολιτική σε παγκόσμια κλίμακα στο μέλλον και περιμένω με πολύ μεγάλη ανυπομονησία να δω έρευνες από οικονομολόγους που θα μας βοηθήσουν να βασίσουμε τις μελλοντικές μας αποφάσεις πάνω σε αυτές.
Με απλά λόγια, η Yellen είπε ότι η απόφαση που έβγαλε η Fed το 2012 – προτού αυτή αναλάβει την προεδρία της – μπορεί να ήταν σωστή για εκείνη τη στιγμή, αλλά τα στοιχεία από τότε καταδεικνύουν ότι ο πήχυς θα μπορούσε να τεθεί υψηλότερα. «Οι αυξήσεις των αμοιβών από την ύφεση και μετά είναι ασθενικές και το ποσοστό των μισθών στα επιχειρηματικά έσοδα δεν βρίσκεται σε καμία περίπτωση εκεί που πρέπει», είπε στο Intercept ο Jordan Haedtler, υπεύθυνος της εκστρατείας του Fed Up. « Αν η Fed ανακοίνωνε ότι ήταν διατεθειμένη να ανεχθεί έναν μεγαλύτερο στόχο πληθωρισμού ή ακόμα και να υιοθετήσει ένα στόχο αμοιβών, ίσως οι επενδυτές να αντιμετώπιζαν την πρόσφατη μικρή ανοδική τάση στους μισθούς σαν το καλό νέο που είναι, αντί να πανικοβάλονται».
Στο μεταξύ, ο πρόεδρος Donald Trump διάλεξε να μην επαναδιορίσει τη Yellen, αντικαθιστώντας την με τον Jerome Powell.
Το ερώτημα για τον Powell, ο οποίος πήρε τα ηνία της Τράπεζας αυτή τη βδομάδα, θα είναι αν θα μετακινηθεί προς την κατεύθυνση που η Yellen είχε υποδείξει ή αν θα ασκήσει πιέσεις για τους μισθούς. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει κάποια ιδεολογία ταξικής μεροληψίας πίσω από το τρέχον μοντέλο, το πρόβλημα είναι ότι η σχέση μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας γίνεται ολοένα και λιγότερο καθαρή από τότε που το μοντέλο πρωτοσχεδιάστηκε το 1958 από τον A.W. Phillips, χρησιμοποιώντας δεδομένα από το 1861 μέχρι το 1957. Οπότε αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα δεν μπορεί να πει ότι πετάει ανθρώπους εκτός εργασίας για να αποτρέψει τον πληθωρισμό στο μέλλον, τότε για ποιον άλλο λόγο το κάνει, εκτός από το να κρατάει απλά χαμηλά τους μισθούς για λογαριασμό των εταιρειών;
Η τρέχουσα ανάκαμψη συγκεκριμένα δείχνει ότι η οικονομία μπορεί να διατηρήσει σημαντικά χαμηλά την ανεργία – κάτω από τη «φυσιολογική τιμή» του 5% – και να μην υποστεί πληθωρισμό. Ο όρος «φυσιολογική τιμή» αποτελεί από μόνος του μια προσφορά του οικονομικού επαγγέλματος, όταν το τελευταίο τόλμησε να εξερευνήσει υποθετικά πεδία. Η ιδέα ότι υπάρχει μια «φυσιολογική» τιμή ανεργίας σε μια οικονομία φτιαγμένη από τους ανθρώπους είναι ανόητη με την πρώτη ματιά. Έχει επίσης διαψευσθεί από τα γεγονότα: στην πραγματικότητα ο πληθωρισμός συνεχίστηκε, καθώς η ανεργία οξύνθηκε μετά την τελευταία ύφεση, παραξενεύοντας την Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Επιπλέον δεν έχει υπάρξει κάποια εμπειρική σύνδεση ανάμεσα στις αλλαγές στην ανεργία και στις τιμές του πληθωρισμού μέχρι τα μέσα του 1980, όπως τόνισε πρόσφατα ο Matthew Klein των Financial Times.
Η Fed δεν έχει καταφέρει να πετύχει με αξιοπιστία τον στόχο πληθωρισμού του 2% από τότε που εφαρμόστηκε το 2012, αστοχώντας τους 66 από τους 72 μήνες. Οποιαδήποτε ανησυχία σχετικά με τον πληθωρισμό στον ορίζοντα είναι κυρίως υποθέσεις. Οι τραπεζίτες της Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να λένε, και ακόμα και να πιστεύουν το αντίθετο, αλλά αν προχωρήσουν σε μια αύξηση επιτοκίων μέσα στις επόμενες βδομάδες ή μήνες – όπως ευρέως αναμένεται – αυτό θα εξυπηρετήσει κυρίως στο να διασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι δεν θα αξιώσουν παραπάνω διαπραγματευτική δύναμη απ’ όση τους αναλογεί.
«Ο σύνδεσμος μεταξύ των μισθών και του πληθωρισμού έχει σπάσει. Είναι ανέντιμο σε αυτό το σημείο για την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να αναφέρεται στις υψηλότερες αμοιβές σαν να ήταν η αιτία του πληθωρισμού», είπε ο J.W. Mason, οικονομολόγος στο John Jay College of Criminal Justice και υπότροφος στο Roosevelt Institute. «Πάντως λύνει πολλά προβλήματα για αυτούς, αν καταφέρουν να πειστούν ότι η ιστορία με τον πληθωρισμό είναι αληθινή».
Αυτό έχει να κάνει με αυτό που ονομάζεται μη-επιταχυνόμενος ρυθμός ανεργίας (non-accelerating rate of unemployment ή NAIRU). Η θεωρία είναι ότι οι μεταβολές του ρυθμού πληθωρισμού μπορούν να εντοπιστούν στο βαθμό στον οποίο το πραγματικό ποσοστό ανεργίας ξεφεύγει από το θεωρητικό επίπεδο, το NAIRU. Εάν η ανεργία είναι χαμηλότερη από το ποσοστό αυτό, ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα χρησιμοποιεί αυτή τη θεωρία μέσω της διπλής εντολής για τον περιορισμό των τιμών και τη μεγιστοποίηση της απασχόλησης μέσω των στόχων επιτοκίων της, μια διαδικασία η οποία – με τη λογική του NAIRU – τείνει να αντιμετωπίζει την τελευταία ως μέσο για την πρώτη, διατηρώντας το λεγόμενο φυσικό ποσοστό της ανεργίας γύρω στο 5%.
Στην Ευρώπη, οι τραπεζίτες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πιο απροκάλυπτοι σχετικά με το ρόλο τους σε αυτό το μέτωπο: το να διατηρούν τους μισθούς σε χαμηλά επίπεδα και (μέσω του στόχου των επιτοκίων) να προκαλούν αύξηση της ανεργίας όταν οι αμοιβές αυξάνονται πέραν της αρεσκείας τους. Η ΕΚΤ έχει ξεκινήσει ήδη να χρησιμοποιεί έναν διαφορετικό, πιο ειλικρινή όρο: την τιμή της ανεργίας που δεν επιταχύνει τους μισθούς (Non-Accelerating Wage Rate of Unemployment). Στην πράξη, τείνουν να εννοούν το ίδιο πράγμα – ότι μόνο τόσοι άνθρωποι μπορούν να είναι εργαζόμενοι πριν ανέβει ο πληθωρισμός, και ότι η δουλειά ενός τραπεζίτη της Κεντρικής Τράπεζας είναι το να βρει και να διατηρήσει τη μαγική ισορροπία.
Ακόμα, υπάρχουν πολλοί λόγοι που κάνουν τις αγορές να διστάζουν απέναντι στους υψηλούς μισθούς. Σε μια σφιχτή αγορά εργασίας στην οποία οι απαιτήσεις είναι υψηλές, οι εργοδότες πρέπει να κάνουν μια καλύτερη προσφορά στους εργαζόμενους για να μείνουν ή για να πάρουν τη δουλειά, από τη στιγμή που είναι ευκολότερο να βρεις μια δουλειά με είτε καλύτερη αμοιβή είτε καλύτερες εργασιακές συνθήκες. Είναι επίσης πιο δύσκολο για τις επιχειρήσεις να βρουν άτομα που θα δουλεύουν σ’ αυτές, καθώς είναι λιγότεροι εκείνοι που ψάχνουν για δουλειά. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα αφεντικά κάνουν πιο θελκτική τη συμφωνία, υποσχόμενα προνόμια όπως υψηλότερες αμοιβές, bonus και αμοιβόμενες διακοπές – εν γένει, δίνουν περισσότερα χρήματα για να δελεάσουν και να κρατήσουν τους εργαζόμενους που χρειάζονται. «Καθώς όλοι οι εργοδότες το κάνουν αυτό» λέει ο Mason, «ανταγωνίζονται ο ένας με τον άλλο και αυξάνουν την αξία της εργασίας. Ο ανταγωνισμός οδηγεί τους καπιταλιστές να δρουν με τρόπο τέτοιο που αντιβαίνει στο συλλογικό τους συμφέρον».
Σε αυτό το σημείο, προσθέτει, έρχεται η Fed να «προστατέψει τις επιχειρήσεις από τις δικές τους χείριστες τάσεις, να δίνουν στους εργαζόμενους υψηλότερες αμοιβές».
Είναι επίσης αυτό που ενδέχεται να δούμε να κάνει η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοιχτής Αγοράς – ο φορέας χάραξης πολιτικής της Fed- μέσα στις επόμενες εβδομάδες, καθώς κατευθύνεται προς την αύξηση των επιτοκίων. Για πρώτη φορά από τα τέλη του 1990, το μερίδιο των εταιρικών εσόδων που αφορούν αμοιβές και επιδόματα φαίνεται να αυξάνεται σταθερά. Δεν έχει φτάσει ακόμα ψηλά, σε σύγκριση με το πού βρισκόταν πριν από την ύφεση. Αλλά είναι αρκετά ψηλά ώστε να κάνει νευρικούς τους μετόχους. «Δεν είναι παράλογο αν είσαι κάποιος που λαμβάνει κέρδη, να νιώσεις προβληματισμένος όταν αντ’ αυτού, τα κέρδη πάνε στους εργαζόμενους. Αυτό είναι κάτι που όντως συμβαίνει» είπε ο Mason στο Intercept.
Η απάντηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, το να ηρεμήσει δηλαδή την οικονομία αυξάνοντας τα επιτόκια, θα ήταν καταστροφική για τους εργαζόμενους. Με το να αποθαρρύνουν τις επενδύσεις, τα υψηλά επιτόκια μειώνουν τις πιθανότητες οι εταιρείες να προσλάβουν περισσότερους εργαζόμενους. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται περισσότερο κόσμο χωρίς δουλειά εν γένει, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο μέσα στον οποίο οι άνθρωποι ξοδεύουν λιγότερα χρήματα επειδή οι αμοιβές τους είναι λιγότερο ασφαλείς, το οποίο με τη σειρά του κάνει τις εταιρείες να δημιουργούν λιγότερες θέσεις προσωπικού και να προσλαμβάνουν λιγότερα άτομα. Όλο αυτό χρησιμεύει στο να δώσει στα αφεντικά το πάνω χέρι. Σε μια δύσκολη αγορά εργασίας, οι εργαζόμενοι μπορούν να αξιώσουν περισσότερα, αφού θα είναι πολύ πιο εύκολο γι' αυτούς να βρουν δουλειά απ’ ό,τι στο αφεντικό τους να βρει καινούργιο εργαζόμενο. Μια πιο χαλαρή εργασιακή αγορά αναποδογυρίζει αυτή τη δυναμική, αυξάνοντας το ρίσκο των εργαζόμενων να απολυθούν – ειδικά δεδομένης της 40χρονης επίθεσης κατά της οργανωμένης εργασίας.
Ουσιαστικά αυτό συνέβη το 1979, όταν – εν μέσω επώδυνα υψηλού πληθωρισμού – ο τότε προεδρεύων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Paul Volcker κινήθηκε έτσι ώστε να εκραγεί το επιτόκιο, εν πολλοίς για να υποβαθμίσει αυτό που εκείνος και άλλα νομισματικά γεράκια είδαν ως υπερβολική διαπραγματευτική δύναμη των εργατών. Όπως έχει επισημάνει ο κοινωνιολόγος Michael McCarthy, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα ανησυχούσε ανοιχτά στα τέλη του 1970 ότι τα σωματεία διασφάλιζαν συλλογικές συμβάσεις με υπερβολικά καλούς όρους για τους εργαζόμενους και ότι οι επιχειρήσεις – σύμφωνα με την απομαγνητοφώνηση της FOMC (Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοιχτής Αγοράς)- «δεν φαίνονταν να ασκούν πίεση τόσο ενεργά όσο θα μπορούσαν ώστε να κρατήσουν χαμηλά το εργασιακό κόστος, φοβούμενοι τον αντίκτυπο των απεργιών και υποθέτοντας ότι ο πληθωρισμός θα συνεχιστεί». Το 1982, ο Volcker είπε στη Γενική Οικονομική Επιτροπή του Κογκρέσσου ότι «η πρόοδος θα χρειαστεί να αντικατοπτρίζεται με μέτρο, όσον αφορά την άνοδο του κατώτατου μισθού. Οι γενικοί δείκτες για τις αποζημιώσεις των εργαζομένων δείχνουν ακόμα σχετικά μικρή βελτίωση» εννοώντας «μείωση». Η προεδρία του Council of Economic Advisers του Reagan το έθεσε ακόμη πιο ωμά: «Καθώς δημιουργούμε ένα αυστηρότερο περιβάλλον, όταν οι εργάτες και η διοίκηση πηγαίνουν για να διαπραγματευτούν, θα πρέπει να περιστραφούν γύρω από μια μικρότερη τιμή πληθωρισμού». Ο Volcker δάμασε τον πληθωρισμό, προκάλεσε δύο υφέσεις και έστρωσε το δρόμο για την ολοσχερή επίθεση του Reagan στα σωματεία.
Έτσι ο Carter, ο Volcker, και ο Reagan ξεκίνησαν να καταστέλλουν τη δύναμη της οργανωμένης εργασίας. Για να το κάνουν αυτό, βασίστηκαν σε έναν αυξανόμενο εφεδρικό στρατό ανέργων, δημιουργημένο προσεκτικά από την κυβερνητική πολιτική.
Τότε και τώρα, το εμπόδιο της ανόδου των επιτοκίων έπεφτε δυσανάλογα στους πιο ευάλωτους εργαζόμενους – συγκεκριμένα στις γυναίκες και τους έγχρωμους – οι οποίοι αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα της σημερινής εργατικής τάξης. Κάποιοι από τους κλάδους με τον πιο ενεργό συνδικαλισμό, όπως ο κατασκευαστικός τομέας και η βιομηχανία, έχουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό λευκών εργατών, αρσενικού φύλου, σε σχέση με τους μεγαλύτερους εργοδότες, όπως ο κλάδος των υπηρεσιών, ο οποίος τώρα αντιπροσωπεύει ένα 80% των θέσεων εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό αν αναλογιστούμε ότι η ανάρρωση από την τελευταία ύφεση για τους έγχρωμους εργάτες είχε καθυστερήσει δραματικά σε σχέση με τους αντίστοιχους λευκούς συναδέλφους τους, πράγμα που σημαίνει ότι – εκτός από τις διακρίσεις τόσο στις προσλήψεις όσο και μέσα στη δουλειά – βρίσκονται ήδη σε μειονεκτική θέση όσον αφορά την διαπραγματευτική τους δύναμη, ειδικά σε χαμηλά αμειβόμενους κλάδους όπως αυτοί του λιανικού εμπορίου και του γρήγορου φαγητού.
Οι πρόσφατες διακυμάνσεις του Dow Jones έχουν πολύ λίγο να κάνουν με έναν έγκυρο φόβο πληθωρισμού. Το χρηματιστήριο πανικοβλήθηκε κυρίως επειδή οι CEO’s και οι μέτοχοι φοβήθηκαν ότι θα χάσουν το πάνω χέρι σε ένα εργατικό δυναμικό που μειώνει όλο και περισσότερο τα κέρδη τους. Η ανταπόκριση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας σε αυτό μπορεί να είναι χειρότερη για το μέσο Αμερικάνο από οτιδήποτε συμβαίνει στο χώρο του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης: μπορεί να θυσιάσει εργαζόμενους που ήδη υποφέρουν στο όνομα της αποτροπής κάποιου πράγματος – του πληθωρισμού – που όμως δεν υπάρχει πουθενά. Υπάρχει μια εξαιρετικά μεγάλη πιθανότητα κάτι τέτοιο να πυροδοτήσει ακόμα μία ύφεση, καθώς κάτι τέτοιο έκαναν οι περισσότερες δραματικές αυξήσεις των επιτοκίων στο παρελθόν.
Όπως συμβαίνει στην πλειονότητα των περιπτώσεων χάραξης οικονομικής πολιτικής, η δουλειά της Ομοσπονδιακής Τράπεζας είναι να κρίνει ποιος θα έχει στα χέρια του την εξουσία στην οικονομία και την κοινωνία, φαινομενικά για το δημόσιο συμφέρον. Αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα ανεβάσει τις τιμές των επιτοκίων τις ερχόμενες βδομάδες και μήνες, η απάντησή της θα είναι σαφής.
Η μετάφραση έγινε από μέλη της πλατφόρμας των 1101