Ένας τίμιος αμερικανός πολίτης, που επιθυμεί να προστατευτεί η χώρα του από τους μετανάστες που εισβάλλουν και τον απειλούν, αντιμετωπίζει μια έκπληξη: Όταν επιτέλους σχεδιάζεται αυτό το τείχος που τόσο το ήθελε, ανακαλύπτει ότι το σπίτι του είναι πάνω στο σύνορο και πρέπει να απαλλοτριωθεί ή, ακόμη χειρότερα, ότι το σπίτι του βρίσκεται στο Μεξικό. Την ώρα που οι ΗΠΑ βομβαρδίζουν κατά τον πατροπαράδοτο τρόπο, παρά τα όσα κάποιοι πίστευαν για τον Τραμπ, ξανατίθεται το ερώτημα τι είναι τα σύνορα, με τα οποία στιγματίζονται και αποκλείονται λαοί και άνθρωποι.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Αυτή η ιστορία με τις απαλλοτριώσεις συνοψίζει την ψυχική περιπέτεια των συνόρων. Ότι χαράσσονται αποκλείοντας και περιχαρακώνοντας, κι όμως ενδέχεται πάντα κάποιος να ανακαλύψει πως δεν ανήκει εκεί όπου (νομίζει ότι) ανήκει. Το να ανήκεις στην άλλη πλευρά των συνόρων είναι μόνιμο άγχος κάθε ρατσιστή. Τα SS, προκειμένου να επιτρέψουν να εκδοθεί άδεια γάμου, απαιτούσαν πιστοποιητικό άριας καταγωγής που έφτανε μέχρι το 1750. Το 1943 ανακαλύφθηκε ότι δύο αξιωματικοί των SS είχαν Εβραίο πρόγονο γεννημένο το 1685, και έτσι ο Χίμλερ αποφάσισε να επεκτείνει το όριο από τις 15 στις 20 γενιές. Στην περίπτωση του ψηφοφόρου του Τραμπ που ανακαλύπτει ότι η περιουσία του ανήκει στο Μεξικό δεν πρόκειται για το «αίμα» του, αλλά για την ιδιοκτησία του. Δεν είναι όμως και λίγο. Είναι το σπίτι του. Ο μικρός του φράχτης, ενδεχομένως ο σκύλος και ο κήπος του, τα σύμβολα του μικρόκοσμού του, το home sweet home του. Πώς να νιώθει άραγε που διώκεται από εκεί; Φαντάζομαι κάπως δυσάρεστα. Ακόμη περισσότερο, αν πρόκειται να αποζημιωθεί με πενήντα δολάρια μετά από δικαστική διαμάχη με το αμερικανικό κράτος. Ο Τραμπ υποσχέθηκε να είναι δεκάμετρο και πολύ ωραίο το τείχος, ενώ παρεμπιπτόντως προσέλαβε και είκοσι δικηγόρους για αυτές τις δικαστικές διαμάχες, στις οποίες ενίοτε εμπλέκονται και υποστηρικτές του.
Καθώς βλέπουμε σε βίντεο αυτούς τους υπερήφανους αμερικανούς που παραπονούνται γιατί ξαφνικά ανακαλύπτουν ότι το σπίτι τους ανήκει στο Μεξικό ή στο σύνορο, ο νους πηγαίνει στην απαρχή των συρματοπλεγμάτων. Το «σχοινί του διαβόλου» συμβόλιζε στην Αμερική του 19ου αιώνα, με τη βία του και τις διαμάχες με τις οποίες συνδέθηκε ιστορικά, τον αντίποδα των στοιχείων που συγκροτούσαν τον μύθο της Άγριας Δύσης: τον ελεύθερο χώρο, τον νομαδισμό και τον εξισωτισμό (Ο. Ραζάκ, Πολιτική ιστορία του συρματοπλέγματος, εκδ. Βάνιας). Το συρματόπλεγμα έλαμψε σε τρεις πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές της ιστορίας: την κατάκτηση της Άγριας Δύσης, τα χαρακώματα του Α΄ ΠΠ και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με άλλα λόγια, στην εξόντωση των Ινδιάνων, τις εκατόμβες του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και τα κρεματόρια. Τη χρονιά που δίνεται το πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για το συρματόπλεγμα, το 1874 (με το πλεονέκτημα ότι ήταν τόσο φτηνό και συνάμα τόσο αποτελεσματικό), παράγονται σε ένα χρόνο 270 τόνοι, ενώ φτάνουμε ούτε λίγο ούτε πολύ τους 135.000 τόνους το 2001. Όπως υπολογίζει ένας ανερυθρίαστος υμνητής των συνόρων, «27.000 χλμ νέων συνόρων χαράχτηκαν από το 1991. Άλλα 10.000 με τείχη, εμπόδια και τεχνολογικά εξελιγμένους φράχτες προγραμματίζονται για τα επόμενα χρόνια» (Ρ. Ντεμπρέ, Εγκώμιον των συνόρων, εκδ. Εστίας).
Πριν από μερικά χρόνια ταξίδεψα στη Γενεύη και έμεινα σε ένα σπίτι φίλων λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Περπατούσαμε λοιπόν στα χορταράκια κατά μήκος ενός μικρού ποταμιού και περνάγαμε στη Γαλλία, αστειευόμενοι για το ταξίδι μας στο εξωτερικό που γινόταν με τα πόδια. Ο εγκωμιαστής των συνόρων γράφει: «Άσυλο των καταδιωγμένων, τέμενος ή πρεσβεία, το ιερό του χθες ή του σήμερα, στη Θήβα και στο Σαντιάγο της Χιλής, εκεί δεν είναι άραγε που γλιτώνουμε το τομάρι μας όταν έχουμε την αστυνομία καταπόδας;», συγχέοντας το σύνορο με το καταφύγιο. Κι όμως, αυτή η ειρηνική διάσχιση των συνόρων οφείλεται στην καλή μας τύχη. Την ίδια στιγμή πνίγονται κάθε χρόνο χιλιάδες πρόσφυγες στην προσπάθεια να περάσουν τη Μεσόγειο, επειδή αρνούνται να τους προσφέρουν καταφύγιο. Ο μάγκας που λέει «ας μείνουν να πολεμήσουν» μιλά προκλητικά ως άνθρωπος με σπίτι και ειρηνική ζωή. Αυτή είναι η διαφορά του. Δεν είναι στον δρόμο, δεν φοβάται, είναι ριζωμένος, κρατάει ένα κλειδί στο χέρι και ξέρει ότι όταν έρθει το απόγευμα θα γυρίσει το κλειδί και θα μπει σε ένα σπίτι που έχει καναπέ να καθίσει, ψυγείο να πάρει μια μπίρα και κρεβάτι για να κοιμηθεί.
Η έννοια του συνόρου προϋποθέτει για τον εθνικιστή την ακλόνητη πεποίθηση ότι έτσι επιτέλους χωρίζεται το εδώ από το εκεί. Οι βάρβαροι από τους πολιτισμένους. Δεν επιτρέπεται να σκεφτεί ότι η τύχη τον έριξε πέντε μέτρα πιο δω, και θα μπορούσε εξίσου να τον έχει κλωτσήσει πέντε μέτρα παραπέρα. Ο ρατσιστικός λόγος προϋποθέτει την αδυναμία να μπορέσει κανείς να τοποθετήσει τον εαυτό του στη θέση του άλλου. Δεν αναγνωρίζει τη μεταφορά του κόσμου ως ρόδας που γυρίζει, πιστεύει ο καθένας ότι είναι ριζωμένος σε ένα μέρος που το καταπατούν βάρβαροι. Αναρωτιέμαι τι γίνεται αυτή η πεποίθηση όταν το αγαπημένο τους κράτος τούς εξηγεί πως το σπίτι τους είναι μεξικάνικο ή ότι το σπίτι τους είναι ένα σπίτι των συνόρων, ένα μεταίχμιο. Πώς θα είναι άραγε να ανακαλύπτεις ότι εσύ ο ίδιος είσαι το σύνορο και όχι το πολύτιμο πετράδι που προστατεύεται και καλύπτεται από το σύνορο;
Παρακολουθούμε τώρα εικόνες παιδιών που τα χτυπούν με χημικά αέρια και θα ακούμε τις έριδες για το ποιος βρίσκεται πίσω από την επίθεση. Εκθέσεις ειδικών, πολιτικές δηλώσεις και στρατευμένη δημοσιογραφία. Κατά βάθος, όμως, αυτό που συζητούμε είναι το καμάρι του ανθρώπου που βρέθηκε εντός του συρματοπλέγματος και φροντίζει για την «αυτοσυντήρησή» του (ενίοτε προσποιούμενος ότι απειλείται, από απόσταση), που σταυροκοπιέται δηλαδή σαν καλός χριστιανός και αναφωνεί «δόξα τω θεώ» που οι καρχαρίες κυνηγάνε κάποιον άλλον, έξω από το δικό του συρματόπλεγμα. Αν αληθεύει ότι για να γεννηθεί ο λαός χρειάζεται ένας θρύλος κι ένας χάρτης, η ιστορία αυτών των ατυχησάντων υπενθυμίζει μια δυσάρεστη αλήθεια: όσο και να αδιαφορήσεις για τα χημικά που πέφτουν σε κάποιου άλλου το παιδί, η θέση σου στον χάρτη είναι εντελώς τυχαία. Με μία στραβή μολυβιά γίνεσαι εσύ ο πνιγμένος της Μεσογείου και το παιδί με το μολυσμένο πνευμόνι από τα χημικά. Το Τσαντ, το Σουδάν και η Αίγυπτος έχουν σύνορα τραβηγμένα με τον χάρακα, τόσο τακτοποιημένα που ξέρεις ότι εκεί κάποιος έμεινε έξω από τη γραμμή και κάποιος μέσα, γιατί έτσι ήθελε το μολύβι. Χαράχτηκαν έτσι από τους αγαθούς αποικιοκράτες μπαμπάδες τους προκειμένου να πάψουν να τσακώνονται, τα παλιόπαιδα.
Αφού λοιπόν σκεφτήκαμε τα σύνορα ως άσκηση επί χάρτου, με αφορμή τους ανθρώπους των συνόρων, ορίστε μια επίκαιρη χριστιανική νότα, μέρες που είναι, σε σχέση με την αντιμετώπιση των προσφύγων. Αντιγράφω μια φράση του Σταύρου Ζουμπουλάκη από συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών: «δέχομαι να ακούω για την Ανάσταση των νεκρών μόνο από καρκινοπαθείς σε τελικό στάδιο». Αναπροσαρμόζω για την περίσταση: Εύχομαι καλή ανάσταση σε όσους φίλους παίρνουν στα σοβαρά τη θρησκεία τους και το πρότυπο της ζωής που προκύπτει από αυτήν, εις ό,τι αφορά τον ξένο και τον κατατρεγμένο. Στους υπόλοιπους εύχομαι να πετύχουν τα βαρελότα.