του Θάνου Καμήλαλη
«Νομίζω ότι έχει κάποια βεντέτα η κυβέρνηση με τους καλλιτέχνες, δεν εξηγείται αλλιώς… Τρία χρόνια μας έχει συνέχεια στους δρόμους» σχολίασε στην εκπομπή μας, «Φάρμα των Ζώων», μαζί με τον Κωνσταντίνο Πουλή, η Μαργαρίτα Συγγενιώτου, Λυρική τραγουδίστρια και μέλος της Γραμματείας Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ.
Η συζήτηση αφορά το Προεδρικό Διάταγμα 85/2022, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 232/Α/17-12-2022, με τίτλο «καθορισμός προσόντων διορισμού σε φορείς του Δημοσίου (Προσοντολόγιο-Κλαδολόγιο)», που προκαλεί ήδη έντονες αντιδράσεις στον χώρο του Πολιτισμού. Ο λόγος είναι ότι στο σχετικό παράρτημα, οι απόφοιτοι των Καλλιτεχνικών Σχολών της χώρας (από οργανισμούς όπως το Εθνικό Θέατρο, το Ωδείο Αθηνών, το Θέατρο Τέχνης και πολλούς ακόμα) εντάσσονται στη βαθμίδα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ).
«Αυτό το Διάταγμα, δεν εξισώνει απλώς τα πτυχία των καλλιτεχνικών σχολών με απολυτήρια Λυκείου. Γιατί για να πάρεις το δίπλωμα από καλλιτεχνικές σχολές πρέπει να έχεις ήδη απολυτήριο Λυκείου. Ουσιαστικά δηλαδή, το εκμηδενίζει εντελώς. Είτε το έχεις πάρει αυτό το πτυχίο είτε δεν το έχεις πάρει, είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Γεγονος που είναι πάρα πολύ περίεργο γιατί όλες αυτές οι καλλιτεχνικές σχολές, είναι εποπτευόμενες από το Υπουργείο Πολιτισμού. Το Υπουργείο Πολιτισμού καθορίζει το Πρόγραμμα Σπουδών, εγκρίνει τους διορισμούς, διενεργεί τις εξετάσεις, υπογράφει τα δπλώματα. Και το Διάταγμα λέει πως ό,τι έχουμε φτιάξει εδώ, είναι μηδενικό» συνεχίζει η κ.Συγγενιώτου
Ο Άρης Λάσκος, Γενικός Γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, περιγράφει αναλυτικά αυτό το παράδοξο: «Το Υπουργείο Πολιτισμού εποπτεύει τις καλλιτεχνικές σχολές. Για να μπεις σε μια καλλιτεχνική σχολή, πρέπει να είσαι απόφοιτος Λυκείου. Για να μπεις στην όποια καλλιτεχνική σχολή, δίνεις εξετάσεις σε ειδική Επιτροπή, ορισμένη από το Υπουργείο Πολιτισμού. Μπαίνεις λοιπόν σε αυτή τη Σχολή, που είναι εποπτευόμενη από το Υπουργείο Πολιτισμού, είτε δημόσια είτε ιδιωτική και σε πολλές πληρώνεις και μεγάλα δίδακτρα, μιλάμε για ποσά 2 και 3 χιλιάδων τον χρόνο. Για να πάρεις το δίπλωμά σου, δίνεις εξετάσεις πάλι σε Επιτροπή διορισμένη από το Υπουργείο Πολιτισμού. Παίρνεις ένα πτυχίο που έχει την στρογγυλή σφραγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού. Μιλάμε για εντατικές σπουδές, τα προγράμματα των καλλιτεχνικών σπουδών στην Ελλάδα είναι πολύ χρονοβόρα. Οκτώ με δέκα ώρες κάθε μέρα, μερικές φορές και Σάββατα, μία πρακτική σπουδή πάνω στο αντικείμενο καθημερινά. όλοι εμείς τώρα, με αυτό το Προεδρικό Διάταγμα, είναι σαν να έχουμε απολυτήριο Λυκείου. Σαν να έχουμε πάρει δύο απολυτήρια Λυκείου.».
Όσο για το ποιους αφορά πρακτικά αυτή η ρύθμιση, η Μαργαρίτα Συγγενιώτου εξηγεί ότι «προφανώς, ένας καλλιτέχνης, για να βγει στη σκηνή, δεν χρειάζεται πτυχίο, πόσο μάλλον αναγνωρισμένο. Αλλά αυτό, το χρειάζονται άνθρωποι που εμπλέκονται επαγγελματικά, με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Στις κρατικές σκηνές (σ εμάς στη Λυρική Σκηνή, στο Εθνικό Θέατρο και στις Ορχήστρες), έχουν μπει ειδικά μισθολόγια, δηλαδή έχουν εξαιρεθεί από το Ενιαίο Μισθολόγιο οι εργαζόμενοι. Όμως οι διδάσκοντες στα Ωδεία, στις Δραματικες Σχολές και τις Σχολές Χορού που ανήκουν σε δήμους, ειναι στο Ενιαίο Μισθολόγιο. Μέχρι τώρα, οι προκηρύξεις γινόντουσαν ως ΤΕ και η Αποκεντρωμένη Διοίκηση αυτό το δεχόταν. Αλλά με το νέο καθεστώς, αυτό δεν γίνεται,αφού ένας απόφοιτος Ωδείου είναι ΔΕ, στην πιο κάτω βαθμίδα».
«Αυτό σημαίνει» συνεχίζει, ότι οι δήμοι θα «γλυτώσουν» κάποια ελάχισταν λεφτά. Δεν υπάρχουν ομως πάνω από 20-25 τέτοιοι εργαζόμενοι σε έναν δήμο. Βλέπουμε τώρα τις χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις, για τις οποίες δήμοι δίνουν 70 και 100 χιλιάρικα. Λιγότερα από αυτά θα “γλυτώνει” ένας Δημός σε έναν χρόνο από τους μισθούς αυτών των εργαζομένων. Για τον εργαζόμενο όμως η διαφορά είναι μεγάλη. Ίδιο είναι να παίρνεις 600 ευρώ και ίδιο 900 ευρώ;
Εδώ και πολλά χρόνια, τα πτυχία των Καλλιτεχνικών Σχολών είναι αδιαβάθμητα, ένα κενό που κυρίως αφορά την κατάσταση μετά το 2003. Ένα πάγιο αίτημα του κλάδου είναι να ρυθμιστεί αυτή η κατάσταση, μόνο που το συγκεκριμένο Προεδρικό Διάταγμα λειτουργεί ισοπεδωτικά, προς την αντίθεση κατεύθυνση.
Ο Άρης Λασκος εξηγεί το ιστορικό: «Από το 1981 ορίζεται ότι η καλλιτεχνική εκπαίδευση στην Ελλάδα παρέχεται από δημόσιες και ιδιωτικές δομές και ανήκει στην Ανώτερη Βαθμίδα Εκπαίδευσης. Μιλάμε για τα ΤΕΙ τότε. Αυτό προβλέφθηκε σε διάφορους νόμους και προεδρικά διατάγματα, μέχρι το 2003, όταν με απόφαση Ε.Ε. καταργείται η Ανώτερη Εκπαίδευση τριετούς διάρκειας και τα ΤΕΙ γίνονται ΑΤΕΙ. Μένει η ανώτατη εκπαίδευση, που στην Ελλάδα ορίζεται μόνο η 4ετής. Αυτό δημιουργει δύο ταχύτητες, τους αποφοίτους μέχρι και το 2003 και αυτούς μετά το 2003. Οι πρώτοι μπορούσαν να ισοτιμήσουν τα πτυχία τους, αλλά για τους αποφοίτους μετά το 2003 δεν προβλέπεται καμία τέτοια δυνατότητα.Και τώρα, με αυτό το Προεδρικό Διάταγμα, όλοι οι απόφοιτοι και οι πριν το 2003 και οι μετά το 2003, είναι σαν να μην κάναμε καμία σπουδή αυτά τα 3 χρόνια και καμία εξειδίκευση. Επομένως, πέρα από τα υπόλοιπα, αυτό το Προεδρικό Διάταγμα είναι πάρα πολύ πρόχειρα γραμμένο, γιατί αδιαφορεί για την κατάσταση μέχρι και το 2003. Είναι σαν να δημιουργείται σε ένα κενό.
Δεν αρνείται ωστόσο, ότι λόγω της κατάστασης από το 2003 και έπειτα, η κατάσταση απαιτει λύση. «Πρέπει να δοθεί μία λύση για την αναγνώριση των αποφοίτων των Σχολών από το 2003 κι έπειτα. Μέχρι το 2003 δεν πρέπει να αλλάξει τίποτα, έχουμε το τότε Προεδρικό Διάταγμα, έχουμε την αναγνώριση. Αλλά πρέπει να δοθεί λύση για την περίοδο από το 2003 μέχρι και την ίδρυση του Πανεπιστημίου Παραστατικών Τεχνών. Δεν μπορούμε να κάνουμε μεταπτυχιακό, δεν μπορούμε να κάνουμε διδακτορικό, αναγνωριζόμαστε επίσημα ως Δ.Ε., αυτό σημαίνει μικρότερες αποδοχές, σημαίνει λιγότερα δικαιώματα στον ΟΑΕΔ»
«Ακόμα μία χάρη της Κεραμέως στους κολλεγιάρχες»
Αυτή η εκμηδένιση της αξίας των καλλιτεχνικών σπουδών για το Δημόσιο είναι καταφανώς παράλογη. «Έχει αξία μόνο αν τη δεις εμπορικά» σχολιάζει η κ.Συγγενιώτου. «Η προσωπική μου γνώμη είναι πως πρόκειται για ακόμα μία χάρη της Κεραμέως στους κολλεγιάρχες. Ο κορμός της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στη χώρα είναί αυτές οι καλλιτεχνικές σχολές. Οι οποίες, πλην 2-3, είναι ιδιωτικές σχολές, αλλά με πολύ μεγάλη ιστορία. Το Ωδείο Αθηνών, το Θέατρο Τέχνης, η το Εθνικό Ωδείο δεν είναι πολιτιστικοί οργανισμοί χθεσινοί, έχουν παράξει έργο επί δεκαετίες» σημειώνει και στη συνέχεια αναφέρει:
«Αυτήν τη στιγμή έχουμε τα Κολλέγια τα οποία έχουνε, από την αρχή της θητείας της κ.Κεραμέως, πανεπιστημιακού επιπέδου επαγγελματική αναγνώριση και αυτήν τη στιγμή δεν έχουν πολύ μεγάλη διείσδυση στην αγορά της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Επειδή υπάρχουν αυτές οι Σχολές, δεν θα πάει κάποιος σε ένα κολλέγιο που δεν ξερει “από πού κρατάει η σκουφια του”».
Μεταφέρει μάλιστα και τη δική της εμπειρία από ένα τέτοιο κολλέγιο: «Εγώ δίδασκα σε ένα τέτοιο κολλέγιο: Δεν μας επόπτευε κανένας, δεν ερχόταν κανένας από το Υπουργείο να δει τις εξετάσεις μας, αν θέλαμε να δώσουμε πτυχίο σε κάποιον το δίναμε, αν δεν θέλαμε δεν το δίναμε. Δεν υπήρχε καμία ρύθμιση εκεί. Αλλά προφανώς, κανείς δεν θα πάει σε ένα τέτοιο κολλέγιο, ενώ το κύρος των Σχολών αναγνωρίζεται στο εξωτερικό. Ξέρετε πόσα παιδιά πηγαίνουν στο εξωτερικό και τα βάζουν σε μεταπτυχιακά προγράμματα, αναγνωρίζοντας το δίπλωμά τους ως επαρκές; Έρχονται μετά εδώ τα παιδιά με το μεταπτυχιακό και δεν αναγνωρίζεται, γιατί δεν έχουν πρώτο δίπλωμα. Tα κολλέγια λοιπόν, έχουν ένα πολύ ευρύ πεδίο να παίξουν μπάλα. Αλλά κολλάει στο ότι ο κόσμος πηγαίνει στα Ωδεία και στις Δραματικές Σχολές.»
«Ο καλλιτεχνικός χώρος δεν είναι διατεθειμένος να το ανεχθεί αυτό. Το 90% των καλλιτεχνών προέρχονται από αυτές τις Σχολές» τονίζει, σημειώνοντας ωστόσο ότι «δεν θα ισχυριστώ ποτέ ότι τα πράγματα είναι ρόδινα στον χώρο. Ειδικά στα Ωδεία, υπάρχουν στη χώρα 700 ωδεία, επομένως ο ελεγχος είναι υποτυπώδης. Όμως αυτές οι σχολές εποπτέυονται από το κράτος. Αν το κράτος θέλει να αναβαθμίσει αυτές τις σπουδές, έχει όλα τα εργαλεία να το κάνει»
«Χρειάζεται τώρα, άμεσα ένα Πανεπιστήμιο Παραστατικών Τεχνών»
Για τον Γενικό Γραμματέα του ΣΕΗ, είναι ανάγκη να ιδρυθεί ένα Πανεπιστήμιο Παραστατικών Τεχνών, μία δημόσια Ανώτατη Εκπαίδευση για τις Παραστατικές Τέχνες. Αναφέρει μάλιστα ότι το σχέδιο αυτό συναντάει μία «λυσσαλέα» όπως την χαρακτηριζεί, αντίδραση ορισμένων ακαδημαϊκών, θεατρολόγων, σε ένα ακόμα «παράδοξο». «Υπάρχει σε αυτό μία λυσσαλέα αντίδραση από μερίδα θεατρολόγων, κυρίως θεατρολόγων της Αθήνας, ακαδημαϊκών που είναι στο ΕΚΠΑ. Έχουνε κάνει προσφυγή κατά της απόφασης των υπουργών Κονιόρδου και Γαβρόγλου που ισοτιμούσε τα πτυχία μέχρι και το 2003, ενώ έχουν εκδώσει ανακοίνωση στις 11/12, όπου λένε αυτό που λέει τώρα το Προεδρικό Διάταγμα. Ότι οι ηθοποιοί είναι επίπεδο 5 στα ακαδημαϊκά προσόντα, δηλαδή απόφοιτοι Λυκείου. Έχουμε δηλαδή κι αυτό το παράδοξο, αυτόν τον δαίδαλο. Ότι το κράτος κάνει όλη αυτή τη διαδικασία για την πιστοποίηση των αποφοίτων, οι ακαδημαϊκοί εναντιώνονται στη δημιουργία Πανεπιστημίου για όποιον θέλει να σπουδάσει πάνω στις Παραστατικές Τέχνες, αλλά οι ίδιοι θέλουν να μελετούν ακαδημαϊκά την εργασία ανθρωπων που θεωρούν οι ίδιοι ανειδίκευτους εργάτες. Θεατρολόγοι δηλαδή θέλουν να μελετούν επιστημονικά παραστάσεις που κάνουν απόφοιτοι Λυκείου»
Απαντώντας σε ερώτηση για το πώς θα μπορούε να δημιουργηθεί ένας τέτοιος οργανισμός, αναφέρει ως πρότυπο την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. «Ένα πολύ καλο παράδειγμα στην Ελλάδα για τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Παραστατικών Τεχνών, είναι η Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Αυτή η Σχολή είναι ένα “παράδοξο” στα ακαδημαϊκά της Ελλάδας, γιατί εκεί οι φοιτητές δεν μπαίνουν με Πανελλήνιες, μπαίνουν με κατάθεση φακέλου. Στην Α.Σ.Κ.Τ επίσης, μπορούν να διδάξουν και καλλιτέχνες. Ένα από τα ζητήματα της ακαδημαϊκής κοινότητες είναι το ποιος δικαιούται να διδάσκει. Κανονικά χρειάζεται διδακτορικό, στην Α.Σ.Κ.Τ όμως έχει θεσμοθετηθεί ένα ειδικό πλαίσιο, που αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες του χώρου. Λέμε ότι με τα ιδια πρότυπα, θα πρέπει να δημιουργηθεί στην Α.Σ.Κ.Τ τμήμα Θεάτρου, Τμήμα Υποκριτικής, Τμήμα Κινηματογράφου και να μπορεί να μπαίνει κάποιος με καλλιτεχνικές εξετάσεις, χωρίς Πανελλήνιες.»
«Η κυβέρνηση μας αντιμετωπίζει ως κάποιους που απλά κάνουμε το ψώνιο μας»
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι καλλιτέχνες εκτοξεύουν τα βέλη τους εναντίον της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Συνέβη το 2020, με τηνκατάργηση των καλλιτεχνικών σπουδών στα Λύκεια. Συνέβη στην πανδημία, με την άρνηση επί μήνες της κυβέρνησης να δώσει το επίδομα των 600 ευρώ στους εργαζομένους του Πολιτσμού. Ο κ.Λάσκος και η κ.Συγγενιώτου χρησιμοποίησαν την ιδια έκφραση για να περιγράψουν την κατάσταση: «Μας αντιμετωπίζουν ως κάποιους ανειδίκευτους που δε είναι εργαζόμενοι, απλά θέλουν να κάνουν το ψώνιο τους». Μία υποτίμηση που είναι και συμβολική, αλλά και πρακτική.
«Είναι πολλά τα χτυπήματα: Είναι οι ανακοινώσεις των ακαδημαϊκών που ανέφερα, ένα είναι η κατάργηση των καλλιτεχνικών μαθημάτων το 2020 στα Λύκεια και η απόσυρση των ειδικοτήτων, είναι η συνολική αντιμετώπιση του Πολιτισμού, το πόσο μικραίνουν οι επιχορηγήσεις, όλα αυτά δείχνουν ότι εμας του καλλιτέχνες μας πετάνε σιγά σιγα από επαγγελματίες. Ουσιαστικά, λένε ότι οι καλλιτέχνες είναι απλά απόφοιτοι Λυκείου που θέλουν να κάνουν το ψώνιο τους και μπορούν απλά να πηγαίνουν στο “μαγαζί” της γειτονιάς τους, να κάνουν εκεί κάποια μαθήματα ελεύθερου σχεδίου, κάποια μαθήματα ανάγνωσης και κάποια μαθήματα σολφέζ» σχολίασε ο Γ.Γ. του ΣΕΗ. «Και η υποτίμηση των σπουδιών σημαίνει κι άλλα πράγματα, γιατί έτσι, με ποιο δικαίωμα θα πας να διεκδικήσεις, για παράδειγμα συλλογική σύμβαση από τους παραγωγούς, όταν το κράτος λέει ότι είσαι απόφοιτος λυκείου;»
«Είναι όπως πηγαίναμε στους γονείς μας και λέγαμε “θα γίνω τραγουδιστής, ηθοποιός” και μας απαντούσαν “ωραία κι από κανονικό επάγγελμα τι θα κάνεις;”. Γυρίζει την κοινωνία πίσω, τότε που θεωρούσαν όλοι ότι οι καλλιτέχνες είναι κάποιοι τύποι που δεν έχουν σπουδάσει, δεν είναι καλοί σε τίποτα εκτός του ότι “ένα ταλέντο έχουν μωρέ κι ανεβαίνουν στη σκηνή”» περιγράφει η λυρική τραγουδίαστρια. «Όταν υποτιμάς τις σπουδές ενός χώρου, ουσιαστικά υποτιμάς και την επαγγελματική του αξία. Αυτή την προσπάθεια την είδαμε και στην πανδημία. Να θεωρηθούμε δηλαδή οι άνθρωποι του Πολιτισμού ότι δεν είμαστε εργαζόμενοι, κάνουμε την πλάκα μας, το ψώνιο μας και δεν χρειαζόμαστε και καμία βοήθεια»
«Όλο μαζί αυτό το πράγμα, είναι μια ενιαία αφήγηση, πολύ υποτιμητική για όλους μας»