Του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη
Σύμφωναμε τα όσα γράφει ο Dinucci του Κέντρου Στρατιωτικών-Πολιτικών Ερευνών (TsVPI), το στρατηγικό σχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών κατά της Ρωσίας συντάχθηκε πριν από τρία χρόνια από το Ινστιτούτο Ραντ. Το Ραντ με έδρα την Ουάσιγκτον είναι ένας παγκόσμιος ερευνητικός οργανισμός που αναπτύσσει λύσεις σε πολιτικές προκλήσεις’: διαθέτει μια στρατιά από 1.800 ερευνητές και άλλους στρατολογημένους ειδικούς από 50 χώρες που μιλούν 75 γλώσσες, είναι κατανεμημένοι σε γραφεία και άλλα σημεία στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη, την Αυστραλία και τον Περσικό Κόλπο. Το προσωπικό του Ραντ στις ΗΠΑ ζει και εργάζεται σε περισσότερες από 25 χώρες. Η Rand Corporation, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως’μη κερδοσκοπικός και μη κομματικός οργανισμός, χρηματοδοτείται από το Πεντάγωνο, τον αμερικανικό στρατό και την αεροπορία, τις υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας (CIA και άλλες), υπηρεσίες άλλων χωρών και ισχυρές μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Σημειώνει πως το Ινστιτούτο Ραντ καυχιέται ότι βοήθησε στην ανάπτυξη της στρατηγικής που επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες να βγουν νικήτριες από τον Ψυχρό Πόλεμο αναγκάζοντας τη Σοβιετική Ένωση να καταναλώσει τους πόρους της σε μια εξαντλητική στρατιωτική αντιπαράθεση. Το νέο σχέδιο που σχεδιάστηκε το 2019 με τίτλο ‘Επέκταση της Ρωσίας – Ανταγωνισμός από πλεονεκτικό έδαφος, είναι εμπνευσμένο από αυτό ίδιο μοντέλο, το οποίο επιδιώκει να αναγκάσει τον αντίπαλο να επεκταθεί υπερβολικά για να τον αποσταθεροποιήσεις και να τον ανατρέψε. Αυτές είναι οι κύριες γραμμές επίθεσης που περιγράφονται στο σχέδιο του Ραντ, στις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πράγματι κινηθεί τα τελευταία χρόνια.
Υπενθυμίζουμε ότι στο άρθρο μας Το Καζακστάν και η κατάκτηση της κεντρικής Ασίας αναπτύξαμε αναλυτικά πως το 200 σελίδων έγγραφο το Ινστιτούτου -που συμβούλευε την κυβέρνηση των ΗΠΑ κατά τον πόλεμο στο Βιετνάμ- περιγράφει το σχεδιασμό για την ανάσχεση της επιρροής της Ρωσίας στην Κεντρική Ασία. Η τακτική που περιγράφεται έχει στόχο τη πλήρη κατάκτηση των πρώην σοβιετικών αγορών -και τελικά της ίδιας της Ρωσικής Ομοσπονδίας- από το βορειοαμερικανικό κεφάλαιο, αφού πρώτα την διαλύσει σε μικρότερα αδύναμα κρατίδια που δεν θα μπορέσουν να αμφισβητήσουν ξανά τον μεταπολεμικό μονοπολισμό. Παρακάτω περιγράφεται ξεκάθαρα πως αυτό θα υλοποιηθεί με την προώθηση της πολεμοκαπηλείας κατά της Ρωσίας στους Ευρωπαίους συμμάχους στο ΝΑΤΟ, με τους οποίους η Μόσχα διατηρεί σημαντικές ενεργειακές σχέσεις. Αναφέρεται ακόμη η ενθάρυνση των αντιρωσικών πορτοκαλί κινητοποιήσεων, που παρατηρούμε τις τελευταίες ημέρες στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό:
«Πρώτα απ’ όλα -όπως ορίζει το σχέδιο- η Ρωσία πρέπει να δεχθεί επίθεση στην πιο ευάλωτη πλευρά της, αυτή της οικονομίας της που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξαγωγή φυσικού αερίου και πετρελαίου: για τον σκοπό αυτό πρέπει να χρησιμοποιηθούν εμπορικές και οικονομικές κυρώσεις, ενώ παράλληλα πρέπει να διασφαλιστεί ότι η Ευρώπη θα μειώσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου αντικαθιστώντας το με αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο. Στον ιδεολογικό και πληροφοριακό τομέα, είναι απαραίτητο να ενθαρρυνθούν οι εσωτερικές διαμαρτυρίες και ταυτόχρονα να υπονομευθεί η εικόνα της Ρωσίας προς τα έξω. Στον στρατιωτικό τομέα, πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες ώστε οι ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις δυνάμεις τους σε αντιρωσική κατεύθυνση. Οι ΗΠΑ μπορούν να έχουν υψηλή πιθανότητα επιτυχίας και υψηλά οφέλη με μέτριους κινδύνους επενδύοντας περισσότερο σε στρατηγικά βομβαρδιστικά, και πυραύλους επίθεσης μεγάλου βεληνεκούς που κατευθύνονται κατά της Ρωσίας. Η ανάπτυξη στην Ευρώπη νέων πυρηνικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς με στόχο τη Ρωσία τους δίνει υψηλή πιθανότητα επιτυχίας, αλλά ενέχει επίσης υψηλούς κινδύνους. Βαθμολογώντας κάθε επιλογή για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος – καταλήγει το Ραντ- η Ρωσία θα καταλήξει να πληρώσει το υψηλότερο τίμημα σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, αλλά οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να επενδύσουν μεγάλους πόρους αφαιρώντας τους από άλλους σκοπούς».
Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, το σχέδιο του Ινστιτούτου Ραντ προέβλεπε το 2019 πως «παρέχοντας φονική βοήθεια στην Ουκρανία θα εκμεταλλευόμασταν τη μεγαλύτερη εξωτερική ευπάθεια της Ρωσίας, αλλά οποιαδήποτε αύξηση των όπλων και των στρατιωτικών συμβουλών που παρέχουν οι ΗΠΑ στην Ουκρανία θα πρέπει να είναι προσεκτικά βαθμονομημένη ώστε να αυξηθεί το κόστος για τη Ρωσία χωρίς να προκληθεί μια πολύ ευρύτερη σύγκρουση στην οποία λόγω της εγγύτητάς της η Ρωσία θα είχε σημαντικά πλεονεκτήματα». Ακριβώς εδώ, εξηγεί ο Dinucci σε αυτό που το Ίδρυμα Ραντ έκανε λόγο για «τη μεγαλύτερη εξωτερική ευπάθεια της Ρωσίας, που μπορεί να αξιοποιηθεί με τον εξοπλισμό της Ουκρανίας με «βαθμονομημένο τρόπο ώστε να αυξηθεί το κόστος για τη Ρωσία – χωρίς να προκληθεί μια πολύ ευρύτερη σύγκρουση» έγινε η ρήξη. Έτσι προσθέτει πως τριμωγμένη στον πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό βραχίονα που οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έσφιγγαν όλο και περισσότερο, αγνοώντας τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις και προτάσεις για διαπραγματεύσεις από τη Μόσχα, η Ρωσία αντέδρασε με τη στρατιωτική της επιχείρηση που κατέστρεψε πάνω από 2.000 στρατιωτικές βάσεις που είχαν κατασκευαστεί και ελεγχθεί όχι από τους κυβερνήτες του Κιέβου αλλά από τις διοικήσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Ο ίδιος αναφέρει πως στο άρθρο του που ανέδειξε το σχέδιο του Ραντ πριν από τρία χρόνια τελείωνε με τα εξής λόγια: «Οι προβλεπόμενες από το σχέδιο επιλογές είναι στην πραγματικότητα μόνο παραλλαγές αυτής της πολεμικής στρατηγικής, το τίμημα της οποίας σε όρους θυσιών και κινδύνων πληρώνουμε όλοι μας». Εμείς οι Ευρωπαίοι πληρώνουμε τώρα, και θα το πληρώνουμε όλο και πιο ακριβά αν συνεχίσουμε να είμαστε αναλώσιμα πιόνια στη στρατηγική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, καταλήγει ο Manlio Dinucci.