του Θάνου Καμήλαλη
Κι όμως, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, οι «ιερές» φοροαπαλλαγές είναι σχετικά καινούριο φαινόμενο , που ισχύει εδώ και λιγότερο από δύο δεκαετίες κι εντάθηκε μετά το 2004. Όσο μάλιστα η υπερφορολογία παρασύρει όλο και μεγαλύτερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, αυτές μεγαλώνουν και το «ταμπού» στις σχέσεις εκκλησίας – κράτους για το οποίο έγραφε από το 2011 η Le Monde κυριαρχεί.
Η διάταξη του 1945 και ο «αρχηγός κράτους»
Ο «χορός» των ευνοϊκών φορολογικών ρυθμίσεων υπέρ του κλήρου ξεκινάει το 1997, όταν η κυβέρνηση Σημίτη απαλλάσσει την Εκκλησία της Ελλάδας από την υποχρέωση καταβολής του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας. Ίσως όμως αυτό να είναι πταίσμα μπροστά στην επόμενη παρόμοια νομοθετική παρέμβαση της ίδιας περιόδου, που κατήργησε μια εκκλησιαστική υποχρέωση σχεδόν 60 ετών.
Το 1945 θεσπίστηκε για πρώτη φορά η εισφορά της Εκκλησίας στο ελληνικό κράτος, ως αντάλλαγμα για την κάλυψη της κρατικής δαπάνης για τη μισθοδοσία των κληρικών. Συγκεκριμένα οριζόταν η καταβολή του 25% των ακαθάριστων εσόδων της Εκκλησίας στον κρατικό προϋπολογισμό, ποσοστό που αργότερα ανέβηκε στο 35%. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο το αν η εισφορά ανταποκρινόταν στα πραγματικά δεδομένα, κάτι που οδήγησε την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ τον Ιανουάριο του 2004 να τη χαρακτηρίσει «αναποτελεσματική». Μόνο που αντί να την τροποποιήσει ή να εγκαταστήσει ελεγκτικούς μηχανισμούς και ενόψει τον εκλογών το Μάρτιο εκείνης της χρονιάς, η κυβέρνηση την κατήργησε εντελώς. Η κατάργηση της υποχρεωτικής εκκλησιαστικής εισφοράς προβλέπεται από το άρθρο 15 του ν. 3220/2004 και υπογράφεται από τους τότε υπουργούς Τσοχαντζόπουλο, Ρέππα, Χριστοδουλάκη, Ευθυμίου, Πετσάλνικο, Σκανδαλίδη και Βερελή.
Ελάχιστους μήνες μετά η νεοεκλεχθείσα κυβέρνηση της Ν.Δ θέλησε να δώσει και τα δικά της δείγματα «καλής πίστης». Με τον ν. 3296/2004 η Εκκλησία σταδιακά απαλλάχθηκε από το φόρο 10% που επιβάρυνε τα εισοδήματα της από την εκμίσθωση γαιών και οικοδομών των μητροπόλεων, των ναών, των μοναστηριών. Όπως προβλέφθηκε, το ποσοστό επιβάρυνσης μειώθηκε στο 7% το 2006, στο 4% το 2007 και τελικά το 2008 εκμηδενίστηκε. Το νόμο υπογράφουν ο Α.Παπαληγούρας, ο Γ.Αλογοσκούφης και ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος.
Η κυβέρνηση Καραμανλή ήταν επίσης εκείνη που αποφάσισε το 2004 να μεταφέρεται το Άγιο Φως στην Ελλάδα με κρατικά έξοδα και τιμές αρχηγού κράτους, ενώ από το 1988 μέχρι τότε τη μεταφορά την αναλάμβανε η ίδια η Εκκλησία ή ιδιώτης. Πριν λίγους μήνες η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ κατάφερε ναι… ξεπεράσει εκείνη την ιδέα, φέρνοντας με τον ίδιο τρόπο τα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας. Την κατάσταση περιέγραψε μάλλον καλύτερα από τον καθένα ο Νίκος Φίλης, νυν υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ: «Δυο αρχηγοί κρατών επισκέφτηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ την Ελλάδα και είναι το Aγιο Φως και τα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας»
Αποτέλεσμα όλων αυτών των διαδοχικών «δώρων» των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν το 2011 να έχει δημιουργηθεί χαοτική διαφορά μεταξύ των κρατικών εσόδων και εξόδων από την εκκλησιαστική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τότε ανακοίνωση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου που είχε σκοπό να απαντήσει σε ανάλογες κριτικές, «η Κεντρική Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι Ιερές Μητροπόλεις, οι Ενορίες, οι Ιερές Μονές και τα Εκκλησιαστικά Ιδρύματα κατέβαλαν συνολικά κατά το έτος 2011 φόρους ύψους 12,6 εκατ ευρώ». Σύμφωνα με ερώτηση στη Βουλή την ίδια χρονιά του τότε βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη «η μισθοδοσία των κληρικών κοστίζει στο κράτος 220 εκατ. ευρώ»
Τα βάρη στο «ποίμνιο»
Στα χρόνια της κρίσης με σειρά νομοθετικών εξαιρέσεων η Εκκλησία απέφυγε να αναλάβει οποιοδήποτε επιπλέον μέρος των φορολογικών βαρών που επωμίστηκε το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Το ιερατείο παρά τις κατά καιρούς αντιδράσεις κατορθώνει να πετύχει ή να διατηρεί την απαλλαγή του από:
ΕΝΦΙΑ: Τα ακίνητα της Εκκλησίας έχουν απαλλαχθεί από την καταβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, τουλάχιστον όσον αφορά τους λατρευτικούς χώρους και τους κοινωφελείς χώρους που ιδιοχρησιμοποιούνται. Ανάλογη ρύθμιση περιείχε και το Έκτακτο Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (το γνωστό »χαράτσι της ΔΕΗ»), που αποτελεί τον «πρόγονο» του ΕΝΦΙΑ. Ο ΕΝΦΙΑ όμως δεν έκανε μόνο αυτό. Το 2010 η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε καταργήσει τη «φοροαπαλλαγή ιερών ναών, μητροπόλεων και ιερών μονών, συμπεριλαμβανομένων των Ιερών Μονών του Αγίου Ορους για τα εισοδήματα από εκμίσθωση κτισμάτων και γαιών των νομικών αυτών προσώπων». H πρόσκαιρη εκείνη κατάργηση ορισμένων προνομίων είναι ένα επιχείρημα που έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς από τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. που προσπαθούν κατά καιρούς να απαντήσουν στα επιχειρήματα περί προκλητικής φοροαπαλλαγής. Ωστόσο είναι λιγότερο γνωστό ότι ο ΕΝΦΙΑ φρόντισε (και) γι αυτό, ακυρώνοντας εκείνη τη ρύθμιση.
Φόρο δωρεάς: Τα εκκλησιαστικά έσοδα από δωρεές των πιστών στα παγκάρια των ενοριών και των μοναστηριών παραμένουν αφορολόγητα. Σύμφωνα με το τεύχος 5 του Επίσημου Δελτίου της, η Εκκλησία της Ελλάδος διαθέτει 7.945 ενορίες και πάνω από 500 μοναστήρια και ησυχαστήρια, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται σε αυτά τα μετόχια μονών του Αγίου Ορους. Η μη επιβολή ΦΠΑ σε αυτά τα έσοδα τα καθιστά ουσιαστικά τα μόνα νόμιμα «μαύρα» χρήματα στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή που οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ανεβάσει επανειλημμένα τον ΦΠΑ σε όλα σχεδόν τα αγαθά και τις υπηρεσίες, με τελευταίο παράδειγμα την κατάργηση του μειωμένου φόρου σε νησιά του Αιγαίου.
Φόρο χαρτοσήμου, δηλώσεις Ε9 κ.α.: Τον Σεπτέμβριο του 2014, 16 βουλευτές της ΝΔ κατέθεσαν τροπολογία για περαιτέρω ιερές φοροαπαλλαγές, στο νομοσχέδιο του υπουργού Παιδείας, Ανδρέα Λοβέρδου, για το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας. Σύμφωνα με αυτήν:
• Θεσπίζεται το αφορολόγητο για εισοδήματα μοναχών από συντάξεις, έως 9.500 ευρώ
• Απαλλάσσονται οι μονές του Αγίου Όρους από την υποχρέωση υποβολής δηλώσεων Ε9
• Απαλλάσσονται οι Ιερές Μονές από την καταβολή τέλους χαρτοσήμου, όπως ισχύει για το Δημόσιο και τους Δήμους.
• Απαλλάσσονται από την τήρηση των δηλώσεων απόδοσης του τέλους χαρτοσήμου το οποίο ορίζεται ότι αποδίδεται στο Ελληνικό Δημόσιο από τους μισθωτές των ακινήτων.
• Τα πρόσωπα που παρέχουν εργασία (μισθωτή ή άλλου είδους) στο Άγιο Όρος θα πληρώνουν οι ίδιοι την εφορία και δεν θα κάνει παρακράτηση η Ιερά Κοινότητα ή η Ιερά Μονή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το «παρών» που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, σε μία άσχετη με το βασικό θέμα τροπολογία που κατατέθηκε με διαδικασίες – εξπρές. Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Θ. Δρίτσας είχε δηλώσει τότε ότι το κόμμα του δεν διαφωνεί «κατ'ανάγκη επί της ουσίας, είμαστε όμως αιφνιδιασμένοι και δεν προλαβαίνουμε να μελετήσουμε το θέμα στην έκτασή του»
Η μόνη ουσιαστικά απόπειρα διαχωρισμού κράτους - εκκλησίας και ελέγχου της εκκλησιαστικής περιουσίας επιχειρήθηκε στα χρόνια της κυριαρχίας του Ανδρέα Παπανδρέου και συγκεκριμένα το 1987. Τότε ψηφίστηκε ο νόμος 1700/87, που πήρε το όνομα του Αντώνη Τρίτση, τότε υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Ο «νόμος Τρίτση» καθώς και ο Ν. 1811/88 της επόμενης χρονιάς αποφάσιζαν την εθνικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, εκτός από ένα κομμάτι το οποίο η Εκκλησία θα μπορούσε να κρατήσει για την κάλυψη των αναγκών της. Την αντικειμενική εκτίμηση και αξιοποίηση της περιουσίας θα καθόριζε ο «Οργανισμός διοικήσεως και διαχειρίσεως της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας» (εν συντομία ΟΔΕΠ), που είχε ιδρυθεί πολύ νωρίτερα, το 1930 από τον υπουργό τότε Γ.Παπανδρεόυ. Μολονότι αντιμετώπισε σφοδρές αντιδράσεις, μεταξύ των οποίων τον... αφορισμό του Προέδρου του ΟΔΕΠ, Γ.Ανωμερίτη και των 6 μελών του Δ.Σ., αλλά και τις προσφυγές 8 μονών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το 1988 η κυβέρνηση πέτυχε την πρώτη της νίκη: 149 μονές υπέγραψαν τη σύμβαση παραχώρησης, έπειτα από απόφαση της Ιεράς Συνόδου.
Ωστόσο η Σύμβαση δεν εφαρμόστηκε. Μάλιστα το κράτος βάσει του «νόμου Τρίτση» είχε δικαίωμα να θέσει μονομερώς την περιουσία υπό την κυριότητα του, εάν οι μονές δεν συμμορφώνονταν με τις διατάξεις του, μετά την παρέλευση ενός εξαμήνου από την υπογραφή της συμφωνίας. Κάτι που φυσικά δεν έκανε ποτέ.
Τελικά, όπως γράφει ο Τύπος της εποχής, ο σύντομος αυτός «πόλεμος» έληξε με συνάντηση του Ανδρέα Παπανδρέου με τον τότε αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Η νίκη της Εκκλησίας ήταν σαρωτική. Όχι μόνο πέτυχε την παραίτηση του Αντώνη Τρίτση, αλλά το κράτος συμφώνησε να διαλύσει τον ΟΔΕΠ, παρατώντας ουσιαστικά κάθε προσπάθεια εκτίμησης κι ελέγχου της εκκλησιαστικής περιουσίας. Το ζήτημα έκλεισε κι έκτοτε δεν ξανάνοιξε ποτέ...
Οι κυβερνήσεις Σημίτη κατάργησαν τον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας και την αναγκαστική εισφορά 25% των εκκλησιαστικών εσόδων, νόμος που υπήρχε από το 1945
Ο Καραμανλής κατήργησε το φόρο από την εκμίσθωση γαιών και οικοδομών και έκανε κρατική δαπάνη τη μεταφορά του Αγίου Φωτός
Η συγκυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου προσέφερε απαλλαγές από τον ΕΝΦΙΑ και από τον φόρο χαρτοσήμου