*το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από τον ιστότοπο της Λέσβου, «Στο Νησί»
Μια φορά κι ένα καιρό εκεί στα απόμερα υψώματα της βόρειας Μυτιλήνης έστεκε το σαράϊ του Ισμαήλ πασά… Εκεί μέσα είχε κοιμηθεί ως κι ο Σουλτάνος…
Τα χρόνια πέρασαν και μαζί με αυτά κι η δόξα του σαραγιού και του πολυχρονεμένου που είχε κοιμηθεί σε αυτό… Τέτοιες μέρες πριν 97 – 98 χρόνια στο ερειπωμένο πια σαράϊ απάγκιασε ο πόνος κι η τιμή του Ρωμέϊκου. Οι πρόσφυγες της Μικρασίας….
Ανάμεσα στα ερείπια με προσκεφάλι τις πέτρες και βιός όσο όριζε ένα στριμωγμένα ξαπλωμένο κορμί ζήσαν μικροί, μεγάλοι και τα κατάφεραν… Κάποια στιγμή μπήκαν ετούτοι οι άνθρωποι σε σπίτια που χτίσαν εκεί γύρω τριγύρω κάτι απατεώνες τραπεζίτες με ντόπιους επώνυμους συνεργάτες που βαφτίστηκαν «διαχείριση ανταλλάξιμης περιουσίας».
Ο Προσφυγικός Συνοικισμός στέκει και σήμερα όρθιος με τα πέτρινα ντουβάρια των σπιτιών να σημαδεύουν τις ψυχές όλων όσων ξέρουν κι είναι περήφανοι γιατί είναι παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα προσφύγων.
Και το σαράι γκρεμίστηκε κι επί Υπουργίας Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου Πρωθυπουργεύοντος του Ελευθερίου Βενιζέλου χτίστηκε το 8ο Δημοτικό Σχολείο της Μυτιλήνης, το ένα από τα δυο σχολεία των προσφύγων στην πόλη.
Προχθές κατηφόριζα τον κεντρικό δρόμο του Συνοικισμού.Μπροστά μου μια φαμίλια, ένας άνδρας , μια γυναίκα, τρία παιδιά φορτωμένα τα μπαγάζια τους, τη ζωή τους όλη, νεοπρόσφυγες, πρόσφυγες του σήμερα από κάποιο νοικιασμένο σπίτι στο Συνοικισμό, τραβούσαν κατά το λιμάνι. Να φύγουν από τον πρώτο σταθμό τους στην Ευρώπη. Στο δρόμο για κάπου αλλού. Πού; Κανείς δεν ξέρει. Κανείς πρόσφυγας δεν ξέρει…
Τους πήρα στο κατόπι. Να δω πού πάνε, πώς πάνε, πώς κινούνται…
Στον παλιό παιδικό σταθμό, αυτόν που χτίστηκε στη θέση του γκρεμισμένου τσινάρ τζαμί, από ένα αυτοκίνητο που πέρασε δίπλα τους ακούστηκε μια φωνή: «Ουστ βρωμιάρηδες. Ουστ από τον τόπο μας. Ουστ…».
Κάποιοι εγγόνια άραγε των ρακένδυτων, πεινασμένων που ‘χαν απαγκιάσει στο ερειπωμένο σαράϊ του Ισμαήλ με τον πόνο και την τιμή του Ρωμέϊκου να επέβαιναν σε ετούτο το αυτοκίνητο που μπήκε στη Ζαλόγγου και χάθηκε στο Συνοικισμό.
«Ουστ βρωμιάρηδες. Ουστ από τον τόπο μας. Ουστ…»,,, Κι ακούστηκε η φωνή σαν εκείνη την ίδια πριν 87 – 98 χρόνια. Στα ίδια υψώματα, στις ίδιες ακτές, στις ίδιες θάλασσες.«Ουστ πρόσφιγγες».