Φωτογραφία: Alexandros Gasteratos / ThePressProject
Χρειάστηκε να κυλήσει το αίμα του Παύλου Φύσσα για να παρασύρει τις αυταπάτες, τα «δεν είδα, δεν ξέρω» πολλών. Αυτών που έβαλαν το λιθαράκι τους για να γιγαντωθεί το τέρας, να οπλιστεί, να ζυμωθεί με την κοινωνία, να εξευγενιστεί το πρόσωπό του, να κανονικοποιηθεί.
Ποιοι είναι όλοι αυτοί;
Εκείνοι οι δήθεν δημοκράτες δημοσιογράφοι που άνοιγαν τις πύλες του ανεξήγητου στον τότε δημοτικό σύμβουλο Μιχαλολιάκο, στην τότε αγανακτισμένη Σκορδίλη και στους υπόλοιπους κατοίκους του κέντρου της Αθήνας που κινδυνεύει από τους μετανάστες.
Εκείνοι οι παράγοντες του αθλητισμού που δεν ενοχλούνταν από την παρουσία της Γαλάζιας Στρατιάς του Παναγιώταρου στις κερκίδες της Εθνικής ομάδας. Ούτε φυσικά οι πρόεδροι που είτε με no politica είτε με Macedonia is Greek έπαιζαν το ένα-δύο με τα φασιστοειδή στις εξέδρες.
Οι σοβαροί δημοσιογράφοι που έπιναν από την κούπα της Χρυσής Αυγής για να μας την ξεπλύνουν και να μας την παρουσιάσουν ως άκακη, εντάξει, λίγο ακραία, πολιτική οργάνωση. Οι ίδιοι που λίγες εβδομάδες μετά πήραν την καταθλιπτική μουσική τους και δεν ντράπηκαν να πάνε στο σπίτι της οικογένειας του Παύλου για να το παίξουν τεθλιμμένοι. Αυτοί που αργότερα, στην πολιτική τους πορεία το έπαιζαν και αντιφασίστες του γλυκού νερού.
Οι εκδότες-σιχάματα που έστηναν ρεπορτάζ για γριούλες που προστατεύονται από τα πρωτοπαλίκαρα της Χρυσής Αυγής.
Τα ακριβοπληρωμένα παπαγαλάκια του «τον σκότωσαν για το ποδόσφαιρο».
Δεκάδες δημοσιογραφίσκοι της πεντάρας που αναπαρήγαγαν όλα τα fake news για να φουσκώσουν τα πανιά των ναζιστών, δημοσιεύοντας «ειδήσεις» για μετανάστες, πρόσφυγες, εβραίους.
Πανελίστριες που έβρισκαν σέξι τον ναζιστή Κασιδιάρη και συμπλεγματικοί κάθε είδους που αναφωνούσαν ‘καλά της έκανε’ όταν σήκωσε το βρώμικο, ματωμένο χέρι του για να χτυπήσει την Λιάνα Κανέλλη.
Πολιτικοί που προέρχονται από εκείνη την Αριστερά που δεν διστάζει να συμμετέχει σε εκδηλώσεις με τους ναζιστές, που ευελπιστεί ότι η εκλογική άνοδος της ΧΑ θα έκοβε ψήφους από την ΝΔ, αριστεροί που δεν είδαν και δεν άκουσαν για τη δράση των Χρυσαυγιτών στο πλευρό των εφοπλιστών στη Ζώνη του Περάματος.
Άλλοι που έβρισκαν στη Χρυσή Αυγή ένα αυθεντικό πολιτικό κίνημα ή κάποιοι που έβλεπαν το ναζιστικό μόρφωμα ως ευκαιρία για τη δημοκρατία. Ή άλλοι που αναζητούσαν μια λίγο πιο σοβαρή Χρυσή Αυγή.
Δημοσιογράφοι που έπνιξαν τη δολοφονία του Λουκμάν. Τις επιθέσεις στους Αιγύπτιους αλιεργάτες, στα μέλη του ΚΚΕ λίγες μέρες πριν τη δολοφονία του Παύλου, τις επιθέσεις σε καταλήψεις και τις επιθέσεις σε μετανάστες στο κέντρο της Αθήνας.
Δήμαρχοι που προσπαθούσαν να μας πείσουν για την ορθότητα της θεωρίας των άκρων. Πολιτικοί και επιστήμονες που κρατούσαν ίσες αποστάσεις μεταξύ θύτη και θύματος.
Ακροδεξιοί δημοσιογραφίσκοι, επαίτες της προσοχής, που έβλεπαν ένα ανθρώπινο ράκος στο πρόσωπο του στυγερού δολοφόνου.
Παπάδες που έσπερναν μίσος μέσα στους ναούς της… αγάπης.
Τραγουδιστές που χαιρετούσαν ναζιστικά και «καλλιτέχνες» που δεν έβλεπαν τίποτα επικίνδυνο στους μαιάνδρους.
Δικαστικοί λειτουργοί που τα βλέπουν όλα καλά. Αυτοί που αφήνουν ατιμώρητη κάθε φασιστική εγκληματική ενέργεια.
Μπάτσοι που όχι μόνο δρούσαν από κοινού σε πολλές περιπτώσεις, αλλά διευκόλυναν την διάχυση της ναζιστικής ιδεολογίας διαδίδοντας αστικούς μύθους του τύπου «πάρε τη χρυσή αυγή να σου λύσει το πρόβλημα».
Απλοί πολίτες, που κοιτάζουν αλλού για να μη δούνε τις σβάστικες, την υποστήριξη στις ναζιστικές θηριωδίες, το θαυμασμό των χρυσαυγιτών στον Χίτλερ, τα αίματα που έσταζαν από τα χέρια τους.
Εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι που επέλεξαν να ψηφίσουν δολοφόνους, ναζιστές, φασίστες, μπράβους, εγκληματίες σφραγίζοντας με αίμα τα ψηφοδέλτιά τους.
Αυτοί και πολλοί ακόμα είναι το ίδιο ένοχοι. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν ήξερε. Απέναντι σε όλους αυτούς στάθηκε ένα αντιφασιστικό κίνημα, με τις αντιφάσεις του, τις αδυναμίες του. Ένα κίνημα που στα δύσκολα έπαιρνε δύναμη από τα μάτια της Μάνας που στάθηκε με τόση αξιοπρέπεια και δύναμη απέναντι στους δολοφόνους του παιδιού της. Χρωστάμε και σε αυτή και σε όλα τα θύματα του φασισμού να είμαστε εδώ και την επόμενη της απόφασης.
*το κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από την Κατιούσα, με την άδεια του ιστότοπου