Της Βασιλικής Σιούτη
Σίγουρα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπέστη την πανωλεθρία που περιέγραφαν πολλά ΜΜΕ και κάποιοι δημοσκόποι. Η πρωτιά της Δούρου στην Αττική και η είσοδος του Σακελαρίδη στο δεύτερο γύρο για την Αθήνα, ήταν το θετικότερο σενάριο για το Σύριζα που αν τους έβγαινε, θα έσωζε τις εντυπώσεις. Και τις έσωσε.
Στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ βγαίνουν σαφώς λαβωμένοι, καταφέρνουν ωστόσο να διατηρήσουν ισχυρές δυνάμεις, κυρίως χάρη στους μηχανισμούς συναλλαγής που διατηρούνται ακόμα στην τοπική αυτοδιοίκηση και από ό,τι φαίνεται εξακολουθούν να αποφέρουν καρπούς. Όσο αισιόδοξο κι αν είναι το μήνυμα της Αττικής, της Αθήνας, του Αριστοτέλη, μερικών ακόμα μικρών δήμων και των πέντε περιφερειών όπου η αριστερά για πρώτη φορά περνάει στο δεύτερο γύρο, δεν παύει αυτή να αποκλείστηκε στην πλειοψηφία των περιφερειών, καθώς και στην πλειοψηφία των μεγάλων δήμων, πλην της πρωτεύουσας.
Ανησυχητικά όμως, είναι και τα μηνύματα από τα αποτελέσματα που δίνουν την πρωτιά σε ψηφοδέλτια με οπαδικό χαρακτήρα (Μαρινάκη-Μώραλη και Μπέου) ή οικογενειοκρατικό (Μπακογιάννης) ή ακόμα και λάιφ στάιλ (Ψινάκης). Πολύ ανησυχητικά επίσης είναι τα μεγάλα ποσοστά της Χρυσής Αυγής που, ειδικά στην Αθήνα, μπορεί να επαίρεται ότι θριάμβευσε. Δυστυχώς, μεγάλο τμήμα των πολιτών της χώρας ψηφίζουν ακόμα ως οπαδοί ή ως πελάτες.
Πολλοί ψηφοφόροι ωστόσο, είναι προφανές ότι ήθελαν να καταψηφίσουν την κυβερνητική πολιτική, στέλνοντας το μήνυμα και στις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τους διευκόλυνε με τις ατυχείς -κατά γενική ομολογία στους περισσότερους δήμους και περιφέρειες- επιλογές του. Παρόλα αυτά, αρκετοί πολίτες- οργισμένοι από την πολιτική και τις συνέπειες των μνημονίων- προσπέρασαν ακόμα κι αυτό και ψήφισαν τις υποψηφιότητες του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς έκριναν ως πρώτη προτεραιότητα την αποδοκιμασία προς την κυβέρνηση. Άλλοι ωστόσο, ακόμα και ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2012, αρνήθηκαν να ψηφίσουν τις ατυχείς επιλογές του στου δήμους. Κι εδώ υπάρχει μία ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ, που αντί να αναδείξει προσωπικότητες με κοινωνική δράση και αίγλη στις τοπικές κοινωνίες, που ξεχώρισαν στα τέσσερα αυτά πέτρινα χρόνια του μνημονίου, επέμεινε σε επιλογές του παλιού ΣΥΡΙΖΑ του 4%.
Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Δήμος Περιστερίου. Ένας από τους μεγαλύτερους δήμους της χώρας, ένας δήμος ταξικός, στον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές τον Ιούνιο του 2012 πήρε 37,7% , ενώ ο υποψήφιος δήμαρχος του εχθές έλαβε μόλις 11% .
Σε αυτή την περίπτωση δεν καταποντίστηκε ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ (γιατί στις Ευρωεκλογές αναμένεται να πάρει και πάλι πολλαπλάσιες ψήφους) αλλά η επιλογή του για την τοπική αυτοδιοίκηση, που ήταν μία υποψηφιότητα χωρίς ουσιαστική παρουσία στην κοινωνική ζωή της πόλης και χωρίς αξιόλογη δράση – ένα πρόσωπο χωρίς απήχηση στους κατοίκους του Δήμου, πλην του κομματικού περίγυρου.
Την ίδια αδιαφορία για την ανάδειξη προσωπικοτήτων με απήχηση στην κοινωνία έδειξε σχεδόν παντού η Κουμουνδούρου, η οποία ασχολήθηκε με το θέμα μόνο την τελευταία στιγμή και σχεδόν διεκπεραιωτικά –με λίγες εξαιρέσεις.
Όσο κι αν ήθελαν λοιπόν κάποιοι πολίτες να στείλουν μήνυμα στην κυβέρνηση ενάντια στη μνημονιακή πολιτική, οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ στην τοπική αυτοδιοίκηση δεν βοήθησαν σε αυτό.
Στις ευρωεκλογές το πολιτικό μήνυμα αναμένεται να είναι πιο σαφές. Γιατί ο κόσμος θέλει να στείλει μήνυμα στην κυβέρνηση. Και ευτυχώς για τον κόσμο, αλλά και για το ΣΥΡΙΖΑ, παρά τους κακούς χειρισμούς του στην αρχή, κατάφερε να συγκροτήσει τουλάχιστον ένα ευρωψηφοδέλτιο με δυνατά ονόματα και πολλές επιλογές.
Θα δουλέψουν βέβαια στο φουλ οι συστημικές δυνάμεις και η κυβερνητική προπαγάνδα. Δύσκολα όμως θα καταφέρουν να αποτρέψουν την αναμενόμενη έκφραση της λαϊκής οργής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ οπωσδήποτε κερδίζει από την λαϊκή οργή και αυτή την Κυριακή τουλάχιστον διαθέτει και καλές υποψηφιότητες. Αυτό που εξακολουθεί να του λείπει είναι η ικανότητα να εμπνεύσει την εμπιστοσύνη, να προτείνει όραμα και σχέδιο. Και η δυνατότητα να κινητοποιήσει τις μάζες. Αλλά αυτό σχετίζεται άμεσα με το προηγούμενο.
Ένα πράγμα είναι σαφές: για να υπάρξει μεγάλη και σαρωτική νίκη, για να υπάρξει κυβέρνηση της αριστεράς, θα χρειαστεί επιδοκιμασία του ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο αποδοκιμασία της κυβέρνησης.