«Σήμερα η κυβέρνηση, χωρίς περιορισμό για τον πληθωρισμό, αλλά αντίθετα με «ελευθέρας» για την εκτίναξή του, ουσιαστικά πίεσε το ελατήριο στα ανώτερα επίπεδα για να μειώσει το χρέος ως προς το ΑΕΠ+ΔΤΚ και έτσι να μπορεί να δανείζεται σε βάθος δεκαετίας ακόμη και με επιτόκια στο 3% και 4%. Η κυβέρνηση, “ελεύθερη” -λόγω της διεθνούς σύρραξης τώρα και της κρίσης δημόσιας υγείας αρχικά- από ύψος σε επιτόκια, ΔΤΚ, έλλειμμα και με εξωγενώς δεδομένη ώθηση από κρατικές και κοινοτικές ενισχύσεις, έζησε τον απόλυτο μακροοικονομικό μύθο. Ισχυρό νόμισμα χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς δημοκρατικό έλεγχο και με απευθείας αναθέσεις. Κάτι, όμως, που έχει ημερομηνία λήξης. Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε πως η ΝΔ βρήκε επίσης ρυθμισμένες αποπληρωμές δημοσίου χρέους σε βάθος 15ετίας», αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Σκουρλέτης.

«Η αμοιβαιοποίηση μέρους του δημοσίου χρέους μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης επιβεβαιώνει την αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την ανάγκη αλλαγής του κυρίαρχου ευρωπαϊκού οικονομικού υποδείγματος, όμως η λογική αξιοποίησης των κεφαλαίων του Ταμείου, εκ μέρους της κυβέρνησης, δεν φαίνεται πως θα επηρεάσει το εγχώριο παραγωγικό μοντέλο διευρύνοντας την παραγωγική του βάση», συνεχίζει, για να καταλήξει:

«Για άλλη μια φορά η χώρα μας ακολουθεί μια πορεία ασταθούς και αβαθούς μεγέθυνσης, που επιβεβαιώνεται από τη ραγδαία επιδείνωση στο εμπορικό ισοζύγιο. Αυτή η ανάπτυξη έχει μέσα της το σπέρμα του αυτοχειριασμού της. Η υπέρμετρη αύξηση των εισαγωγών, η οποία υπερκαλύπτει τις εξαγωγές, μας θυμίζει το γνωστό δομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Μέσα σε αυτό το ευρύτερο περιβάλλον, βλέπουμε το μερίδιο των αμοιβών της εργασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ, που το πρώτο εξάμηνο του 2020 ήταν στο 40%, να έχει κυλήσει στο 37% το 2021 και στο 34% το 2022. Αυτή είναι η πιστοποίηση της ταξικής, μεροληπτικής πολιτικής που ακολουθείται, η οποία γεννάει ανισότητες. Με ποια εργαλεία; Τις ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες δεν αλλάζουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της παραγωγικής βάσης της χώρας, απλώς δημιουργούν νέα ιδιωτικά μονοπώλια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα δίκτυα της ενέργειας. Παράλληλα, η κυβέρνηση προωθεί μεροληπτικά τη συγκέντρωση οικονομικής ισχύος σε λίγους και συγκεκριμένους επιχειρηματικούς ομίλους. Μια βαθιά ταξική πολιτική, που δεν μπορεί να έχει βάθος λόγω του αντικοινωνικού της χαρακτήρα και που οδηγεί μονοσήμαντα σε συνεχή διεύρυνση των ανισοτήτων και κοινωνική έκρηξη σε βάθος τριετίας. Υπάρχει, λοιπόν, η ανάγκη για μια νέα πολιτική, που θα θέσει ως προτεραιότητα το ζήτημα της αλλαγής του εγχώριου παραγωγικού μοντέλου, με γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη αλλά και την οικολογική προστασία».