του Θάνου Καμήλαλη
Καταρχάς, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η παλινόρθωση έχει μικρή σχέση με το πώς θα επιχειρήσει να την χρησιμοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ της επόμενες μέρες. Είναι βέβαιο ότι ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του θα χρησιμοποιήσουν ανελέητα το χαρτί του μπαμπούλα που έρχεται, στοχεύοντας στα αντιδεξιά αντανακλαστικά που δεν εμφανίστηκαν την Κυριακή. Μπορεί εδώ να γίνει μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με τις διαφορές ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, το ποιος μπορεί να υπηρετήσει καλύτερα, πιο έντονα ή πιο ήσυχα τον μονόδρομο νεοφιλελευθερισμού και λιτότητας και την (εντελώς πραγματική) απειλή που συνιστά για την κοινωνία η παντοδυναμία μιας (τουλάχιστον) σκληρής Δεξιάς σε κάθε επίπεδο διακυβέρνησης. Ωστόσο, ακόμα και στο απίθανο πλέον σενάριο που ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει την ανατροπή, με μια πρόσκαιρη ένεση ψήφου διαμαρτυρίας σε αυτό που έρχεται, η παλινόρθωση δεν θα σταματήσει έτσι απλά.
Γιατί η παλινόρθωση που είδα εγώ να αποτυπώνεται το βράδυ της Κυριακής εκτείνεται πέρα από τα νούμερα και τα ποσοστά. Είναι πολιτική, ιδεολογική και μιντιακή. Το μέγεθος της είναι κάτι που εξέπληξε ακόμα και το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Υπήρχε, όπως ήξεραν τα κομματικά επιτελεία, ένα αποφασιστικής σημασίας ποσοστό ψηφοφόρων που δήλωναν αναποφάσιστοι ή αρνούνταν να αποκαλύψουν την ψήφο τους στις δημοσκοπήσεις. Καθώς επρόκειτο για πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, ή για νέους, 17-24 ετών, υπήρχε επίσης η πεποίθηση ότι η πλειοψηφία θα κατευθυνθεί προς το κυβερνών κόμμα. Αυτήν την αίσθηση την μοιράζονταν όλες οι πλευρές. Γι αυτό ,το τελευταίο διάστημα οι δημοσκοπήσεις μαζεύονταν, στελέχη της ΝΔ εξαφανίζονταν, άλλα άφηναν αιχμές κατά Μητσοτάκη και υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ πίστευαν μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής ότι τα exit polls θα πέσουν έξω. Εν μέρει έπεσαν, αλλά από την ανάποδη. Το κρίσιμο ερώτημα είναι, γιατί;
Ο Κώστας Εφήμερος έλεγε πως βρισκόμαστε σε μία περίοδο που ό,τι και να ρωτήσεις τους πολίτες της Ευρώπης, θα ακούσεις ένα «όχι». Συνέβη στην Ελλάδα, ξανά και ξανά, από την αρχή της κρίσης, συνέβη και συμβαίνει στη Βρετανία με το Brexit, στο ιταλικό δημοψήφισμα του 2016 κι έπειτα με την άνοδο της Ακροδεξιάς των Σαλβίνι – Γκρίλο, συμβαίνει ακόμα και στη Γερμανία με την πρώτη των δύο κραταιών κομμάτων και τη ραγδαία άνοδο των Πρασίνων. Συμβαίνει στη Γαλλία με τα «Κίτρινα Γιλέκα», αλλά εκφράζεται κυρίως μέσω της Λεπέν και συγκρατήθηκε μόνο από την συσπείρωση όλων απέναντι στην Ακροδεξιά τις προεδρικές εκλογές.
Ήταν η σειρά του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα να ακούσουν το δικό τους «Όχι». Βασικά, το προηγούμενο ήταν πλεονασμός: Δεν υπάρχει ΣΥΡΙΖΑ εδώ και πολύ καιρό, υπάρχει το κόμμα του Τσίπρα. Ο Πρωθυπουργός εμφανίστηκε στη δήλωσή του απογοητευμένος, για το εκλογικό αποτέλεσμα αλλά και γιατί η κοινωνία δεν εκτίμησε τα όσα έκανε. Παρακολουθώ με ένα μείγμα ενδιαφέροντος και απέχθειας οπαδούς του (όχι ψηφοφόρους ή υποστηρικτές, φανατικούς οπαδούς) να στρέφουν το δάχτυλο στην αχάριστη κοινωνία, που δεν εκτίμησε όσα προσέφερε ο ηγέτης τους στον τόπο. Θα παρακολουθήσω επίσης με ενδιαφέρον τη δεύτερη ανάλυση των αποτελεσμάτων της κάλπης, πώς ψήφισαν, πως μετακινήθηκαν οι ψηφοφόροι. Πιστεύω όμως, πέρα από στατιστικά και συγκυριακά στοιχεία, ότι απλά υπάρχει μία σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος που βασανίζεται από ένα εσωτερικό ερώτημα: «Σου αρέσουν τα δεδομένα που καθορίζουν τη ζωή σου; Όχι.» Και μετά, είτε απέχουν, είτε λένε ένα «καλά είναι κι αυτά», είτε επιλέγουν μια πρόχειρη διαμαρτυρία, ψηφίζοντας τον διπλανό.
Λέμε και γράφουμε εδώ και χρόνια ότι μετά την ιστορική ήττα του 2015 και με την σταδιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, από το «this is a coup», στον «συμβιβασμό» και στο «είμαστε περήφανοι για τις μεταρρυθμίσεις», εξαφανίστηκαν από τον δημόσιο διάλογο όλα τα κοινωνικά αιτήματα και βασικά σημεία συζήτησης που έχουν να κάνουν με την οικονομία: Το τι σημαίνει μνημόνιο, δόσεις, λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις, το ζήτημα του χρέους (τι είναι, πως συσσωρεύτηκε), το θέμα του νομίσματος, της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Αυτό που μου φαίνεται σοκαριστικό είναι ότι με το αποτέλεσμα των Ευρωκλογών συνειδητοποιώ ότι η λογική της TINA (There is no alternative – δεν υπάρχει εναλλακτική) καλύπτει σχεδόν τα πάντα. Δεν εκφράστηκε π.χ. το αίτημα καταδίκης της διαφθοράς, ούτε η καταδίκη του δικομματισμού, ούτε η (θεωρητικά τεράστια) ανάγκη μη επιστροφής στο «παλιό». Δεν εκφράστηκε καν μια στοιχειώδης, απολιτίκ σύγκριση Τσίπρα – Μητσοτάκη ή των προγραμμάτων που υποσχέθηκαν. Ο πολιτικός που θεωρήθηκε από πολλούς ως ο πιο «χαρισματικός» (επικοινωνιακά πάντα) έχασε με σχεδόν διψήφια διαφορά από έναν γκαφατζή νεοφιλελεύθερο που γεννήθηκε για να κυβερνήσει. Και την μισητή και γεμάτη μίσος παρέα του.
Όλα τα παραπάνω δεν εκφράστηκαν γιατί επιστρέψαμε στην «κανονικότητα». Ο Αλέξης Τσίπρας, με τα «χαρίσματά» του (και τους Δραγασακοφλαμπουραροτσακαλώτους του) αποριζοσπαστικοποίησαν μια ολόκληρη κοινωνία. Μια κοινωνία που έδωσε για πέντε χρόνια μεγάλους αγώνες, άρχισε να συζητάει, να καταλαβαίνει τι συμβαίνει, να απαιτεί και μετά σταδιακά να συμβιβάζεται. Μια κοινωνία όχι πολιτικά «Αριστερή» στο σύνολό της, αλλά που βρέθηκε για μια κρίσιμη συγκυρία κοντά στα αριστερά ιδεώδη, ήταν πρόθυμη μέχρι και για «άλμα στο κενό» με το δημοψήφισμα, βίωσε την ήττα, έχασε την ελπίδα και την συγκρουσιακή της διάθεση και κλείστηκε σπίτι της.
Η ιδεολογική πλευρά της παλινόρθωσης λοιπόν, δεν έχει να κάνει με την ποιότητα των επιχειρημάτων. Είναι ότι αυτά τα επιχειρήματα σταμάτησαν να ακούγονται. Το οξύμωρο και τραγελαφικό είναι τα «συγγνώμη λάθος» ακούστηκαν και από τον Τσίπρα και από την τρόικα. Πρόσφατα, το ΔΝΤ είπε ωμά ότι ό,τι συνέβη το 2010 – 2012 ήταν για να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες και ο Γιούνκερ ότι «η βοήθεια προς την Ελλάδα δεν κόστισε σε κανέναν ούτε ένα ευρώ». Μέσα σε μια εβδομάδα, τα δύο μεγαλύτερα fake news της δεκαετίας καταρρίφθηκαν, για άλλη μια φορά.
Η «παλαβή Αριστερά» της πρώτης περιόδου της κρίσης είχε ξεκάθαρο, απόλυτο δίκιο. Αλλά τι σημασία έχει να έχεις δίκιο όταν, αφενός αυτή η συζήτηση για την κοινωνία έχει τελειώσει αυτήν την περίοδο, αλλά και όλα σχεδόν τα μέσα για να κοινωνήσεις το δίκιο σου έχουν σφραγιστεί; Εδώ έχουμε την μιντιακή παλινόρθωση, εφάμιλλη της πολιτικής. Μας φαίνεται παράλογο μερικές φορές, λόγω της εμπειρίας των προηγούμενων χρόνων και του προσωπικού – πολιτικοκοινωνικού κύκλου του καθενός/καθεμιάς, αλλά ισχύει. Η τηλεόραση φαίνεται να διαμορφώνει και πάλι ατζέντα, έστω και δια βοής. ΜΜΕ που άσκησαν σφοδρή κριτική στις πρώτες μνημονιακές κυβερνήσεις, έκαναν στροφή στην ανάλυση και τη ρητορική τους μαζί με την στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι και την μετονομασία της τρόικας σε «θεσμούς» και του «μνημονίου» σε «πρόγραμμα» ακολούθησαν.
Η αποδοχή της «TINA» πέρασε, με ελάχιστες εξαιρέσεις και στη δημοσιογραφία, τόσο σε επίπεδο «γραμμής», όσο και στο πολύ απλό, ειδησεογραφικό ζήτημα που προκύπτει όταν στη Βουλή έχεις πέντε κόμματα που λένε και εκτελούν την ίδια πολιτική. Και καθώς σημαντικά ζητήματα έφυγαν σχεδόν ολοκληρωτικά από τη δημοσιότητα και την πολιτική σκηνή, έμεινε άπλετος χώρος για Ρουβίκωνες, παροξυσμό γύρω από το Μακεδονικό, μικροπολιτικά fake news και έναν νέο καθορισμό της ατζέντας από τα παραδοσιακά ΜΜΕ.
Μ'αυτά και μ'αυτά, βρισκόμαστε ξανά στην «εποχή των τεράτων» του Γκράμσι. Το αρνητικό είναι ότι το παλιό δεν πέθανε. Το θετικό είναι ότι το νέο, για ένα μεγάλο διάστημα πάσχιζε να γεννηθεί και τώρα τουλάχιστον ξέρουμε ότι υπάρχει. Με τα λάθη του, τις υποχωρήσεις του, τον μεσσιανισμό και τελικά την απογοήτευσή του. Την επιστροφή του στην «κανονικότητα».
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι απλό: Να μιλήσουμε ξανά, να συζητήσουμε ψύχραιμα για τα σημαντικά. Να μην αφήσουμε ζητήματα πολιτικής, ζητήματα ζωής σε προπαγανδιστές και οπαδούς. Να επαναπροσδιορίσει ο καθένας και η καθεμιά την στάση του/της, την επιλογή για αποχή, ιδιώτευση, περιχαράκωση, απάθεια. Να αμφιβάλλουμε για τα πάντα, να μην είμαστε σίγουροι για τίποτα και να κάνουμε καινούρια λάθη αντί να επαναλαμβάνουμε τα παλιά. Και κάποια στιγμή στα κοντά, με κάποιον τρόπο, να μετρηθούμε για το πόσο «μικρή» ή «παλαβή» μειοψηφία είμαστε.