Κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού, η καπιταλιστική μονοτροπία δείχνει αρκετά ανθεκτική. Ο λόγος είναι ότι ο «υπαρκτός» καπιταλισμός δεν βασίζεται σε μία καθαρή μορφή οικονομικού φιλελευθερισμού, όπως στη θεωρία του τελευταίου. Ο σύγχρονος καπιταλισμός βασίζεται σε ένα δίπολο, όπου κατά το εκκρεμές μεταξύ κρίσεων και ανάπτυξης, το κράτος θα κάνει αισθητή την παρουσία του στις περιόδους υφέσεων και θα επανυποχωρεί κατά τη φάση, που το εκκρεμές θα γυρίσει στην ανάπτυξη μετά από μια μείζονα καταστροφή και η έμφαση θα είναι στην ιδιωτική πρωτοβουλία.

Η υπερνίκηση μεγάλων πανδημιών μπορεί να επιτευχθεί μόνο με γενική κινητοποίηση που υπερβαίνει τα ατομικά συμφέροντα επιμέρους καπιταλιστών, οπότε χρειάζεται να αναλάβει το κράτος ως συλλογικός κεφαλαιοκράτης. Το «παρεμβατικό» κράτος αντικαθιστά το «διεκπεραιωτικό» ως διαμεσολαβητής και θεράπων των κρίσεων, που είναι εγγενώς και εξαρχής έμφυτες στον καπιταλισμό, δρώντας στο δημοσιονομικό και νομισματικό πεδίο[1]. Ο «κρατισμός κρίσης» δεν είναι υπέρβαση του «υπαρκτού» οικονομικού φιλελευθερισμού, αλλά η δύναμη που έχει να αυτοσυντηρείται[2]. Και η καταφυγή στη θαλπωρή του έθνους- κράτους στις αρχές της κρίσης της πανδημίας ήταν εντελώς παροδική, όπως ήταν αναμενόμενο. Ήταν ένα ενστικτώδες «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»[3], περιλαμβάνον ακόμη και «πειρατείες» σε μάσκες και άλλο υγειονομικό υλικό εν σπάνει, η οποία δεν ακολουθήθηκε από μια συνεπή τάση αποπαγκοσμιοποίησης.

Η στρατηγική που βλέπουμε αυτούς τους μήνες είναι η στήριξη κυρίως των επιχειρήσεων από τα κράτη με σωρεία μεθόδων, όπως φορολογικές διευκολύνσεις ή και απαλλαγές, εγγυήσεις για δανεισμό, επιδότηση δανείων, μείωση επιτοκίων δανεισμού και εξασφάλιση στις τράπεζες που συμμετέχουν σε αυτές τις διασώσεις[4]. O David Harvey έχει ορίσει σχετικά τη διαφορά του νεοφιλελευθερισμού από τον παλαιότερο φιλελευθερισμό ότι ενώ στον κλασικό φιλελευθερισμό οι δανειστές αναλαμβάνουν τις απώλειες λόγω λάθος επιχειρηματικών επιλογών, στη νεοφιλελεύθερη εποχή μας οι οφειλέτες αναγκάζονται από το κράτος και ευρύτερους παγκόσμιους θεσμούς να επωμιστούν αυτοί το κόστος της αποπληρωμής των χρεών, χωρίς αναφορά στο πώς ζουν οι πληθυσμοί[5]. Η νοοτροπία και πρακτική αυτή δείχνει να κατισχύει στην επαγγελλόμενη συνεχή μνημονιακότητα για μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης, που φαίνεται ότι θα είναι το μοναδικό «μετά θα λογαριαστούμε» που θα δούμε να υλοποιείται. Ενώ στον τομέα της υγείας θα εμπεδώνεται όλο και περισσότερο η λογική των Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα[6], που ήταν εξαρχής και η πολιτική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στην Ελλάδα.

Η λογική που επικρατεί σήμερα είναι ότι η σωτηρία των θέσεων εργασίας είναι πιο σημαντική από τη διάσωση των μισθών, οπότε η βοήθεια κατευθύνεται κυρίως σε επιχειρήσεις. Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι έχουμε αναβίωση του κεϊνσιανισμού, αφού δεν έχουμε αύξηση των μεγάλων κρατικών επενδύσεων. Έχουμε μια επιστροφή του κράτους στον ρόλο που παίζει σε περιόδους κρίσεων, όταν καλείται να σώσει πρωτίστως τις επιχειρήσεις, καθώς έτσι θεωρείται ότι θα υπάρχει μικρότερη απώλεια θέσεων εργασίας. Το μόνο είδος κεϊνσιανισμού που εφαρμόζεται είναι ο «στρατιωτικός κεϊνσιανισμός» των Η.Π.Α., ο οποίος δείχνει να βρίσκεται σε σχετική υποχώρηση. Επιπλέον, στην τρέχουσα παγκοσμιοποίηση κυριαρχούν πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε πολλά εθνικά κράτη δημιουργώντας συνθήκες μονοπωλίου. Οι εταιρείες αυτές σε πολλές περιπτώσεις έχουν τα εθνικά κράτη ως υποχείρια μέσω αποτελεσματικού lobbying με αποτέλεσμα μια νεοφεουδαλική μεταδημοκρατία, όπου μια ισχνή δημοκρατική νομιμοποίηση αποτελεί το άλλοθι για την εμπέδωση της άλωσης του κράτους[7]. Ο νεοφιλελευθερισμός στηρίζεται ακριβώς στη χρηματιστικοποίηση των πάντων και τη μεταφορά των κέντρων της συσσώρευσης του κεφαλαίου στους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς και τις πολυεθνικές εις βάρος των άλλων συνιστωσών του κεφαλαίου[8].

Δεν ήταν, λοιπόν, παράδοξο ότι, όπως παρατηρεί ο Robert Boyer, τα δύο συμπληρωματικά φαινόμενα που έφερε η πανδημία ήταν αφενός ότι το κράτος παραμένει ο διευθετών τις ράγες του καπιταλισμού, αλλά και η ασύμμετρη κερδοφορία πολυεθνικών εταιρειών που επενδύουν στις ψηφιακές τεχνολογίες[9]. Ο Boyer παρατηρεί ότι υπήρξε βεβαίως μια αρχική αντίφαση κατά την έκρηξη της πανδημίας. Η επιλογή των περισσοτέρων κυβερνήσεων της Δύσης (με την αφετηριακή εξαίρεση της Σουηδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Η.Π.Α.) ότι η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι σημαντικότερη από την οικονομική κανονικότητα ήταν μια αξία που αντέκρουε τις προηγούμενες δεκαετίες εμπεδωμένου νεοφιλελευθερισμού και αυτό αποτυπώθηκε και σε ορισμένες ανατροπές, όπως ο χρηματιστηριακός πανικός, η πτώση της τιμής του πετρελαίου, η χαλάρωση των προϋπολογισμών κ.ο.κ. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας πάντως τα περισσότερα κράτη αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την όποια ορθοδοξία. Οι ελάχιστοι που είχαν προκρίνει την οικονομική κανονικότητα ακολούθησαν εντέλει αυστηρά κρατικά βιοπολιτικά μέτρα, ενώ, αντιστρόφως, όσοι είχαν κάνει σκληρά λοκντάουν στην αρχή οδηγήθηκαν σε πραγματιστικές χαλαρώσεις, για να μην καταρρεύσουν ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας. Η διαχείριση της πανδημίας κατέστη μία «τέχνη», όχι μια επιστήμη, που ενίσχυσε το κράτος ως διαχειριστή του εφικτού μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένου μιμητισμού, όπου η κάθε κυβέρνηση συχνά είχε την αναφορά της στο τι κάνουν οι άλλοι, παρά στις ασαφείς επιστημονικές προβλέψεις. Οπωσδήποτε, όπως σημειώνει ο Boyer, ενισχύθηκε η καταστατική αντίφαση του νεοφιλελευθερισμού: Τα σύνορα έγιναν πιο ασφυκτικά κλειστά εν ονόματι του κινδύνου της μολυσματικότητας και αυτό σήμανε τη σκλήρυνση νέων εθνικιστικών τειχών ενάντια σε νομαδικούς πληθυσμούς προσφύγων και μεταναστών· ενώ την ίδια στιγμή εντάθηκε η τεχνολογική απεδαφικοποίηση εις όφελος των πολυεθνικών του ψηφιακού. Τείχη, λοιπόν, μόνο για τα σώματα, όχι για το κεφάλαιο και τις εταιρείες. Σε αυτόν τον δυστοπικό κόσμο, είναι μάλλον η ταυτοτική εθνικιστική Δεξιά που κερδίζει έδαφος στήνοντας τείχη στα σώματα, ενώ την ίδια στιγμή υποκύπτει στην παντοδυναμία της «άυλης» κερδοφορίας.

 

Επιτάχυνση της μεταφοράς της καπιταλιστικής ηγεσίας στην Κίνα;

 

Η πιο συγκεκριμένη εξέλιξη που ενδέχεται να φέρει η πανδημία είναι μια περαιτέρω καταξίωση του υβριδικού μοντέλου καπιταλισμού της Κίνας[10], η οποία είναι σήμερα πολύ περισσότερο από ένας «πάγκος συναρμολόγησης», καθώς επενδύει μεγάλα ποσά στην έρευνα στις τεχνολογίες αιχμής, αλλά και στη διπλωματική και οικονομική διείσδυση σε όλες τις χώρες που έχουν αφήσει κατεστραμμένες οι προηγούμενες επιχειρήσεις του δυτικού ιμπεριαλισμού. Στις αρχές της νεοφιλελεύθερης περιόδου στη δεκαετία του 1980 η Κίνα είχε επενδύσει σε έναν γραφειοκρατικό οργανωμένο κρατικό τομέα, που φιλοδοξούσε να γίνει ανταγωνιστικός χάρη σε μεταρρυθμίσεις στην αγορά που βασικά σήμαιναν μια μεγαλύτερη ευελιξία στους μηχανισμούς κοστολόγησης[11]. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κομμουνισμός δεν είχε ολοκληρώσει ποτέ μια εξάλειψη των δομικών ανισοτήτων στην κινέζικη κοινωνία και οικονομία και οι διαφορές πόλεων και περιφέρειας σημειώνονταν ρητά ακόμη και στη νομοθεσία[12]. Η Κίνα ανέπτυξε έναν συνδυασμό κρατικών προγραμμάτων υποδομών και ένα αποχαλινωμένο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ιδιωτικοποιήσεων και εμπέδωσης των ταξικών διαφορών υπό αυταρχικές κυβερνήσεις[13]. Από την εποχή των μεταρρυθμίσεων αυτές οι ανισότητες μετατράπηκαν σε ταξικές διαφορές και πόλωση.

Πλέον, το κινεζικό μείγμα πατερναλιστικού κράτους στο εσωτερικό, ατμομηχανής του παγκόσμιου καπιταλισμού και διπλωματικής διείσδυσης στο εξωτερικό χωρίς μείζονες πολεμικές κινητοποιήσεις είναι ένας συνδυασμός που δείχνει ο πλέον επιτυχημένος στις συνθήκες της μεταδημοκρατίας. Εντέλει είναι και ο οιονεί μεταδυτικός ιδεότυπος του νεοφιλελευθερισμού, που λειτουργεί ακόμη και προφητικά σε σχέση με τα οράματα των Αμερικανών νεοσυντηρητικών. Σε μία πρώτη φάση η άμυνα των δυτικών κέντρων του καπιταλισμού έναντι της ροής προϊόντων από την Κίνα ήταν η προστασία της τεχνολογικής αιχμής μέσα από αυστηρούς νόμους πνευματικής ιδιοκτησίας και πρακτικές πατενταρίσματος[14]. Πλέον, όμως, η Κίνα πλειοδοτεί σε επενδύσεις στις τεχνολογίες αιχμής και χρησιμοποιεί η ίδια κατά κόρον τις πρακτικές πατενταρίσματος που αρχικά στρέφονταν εναντίον της. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας η Κίνα και οι λοιπές ασιατικές χώρες βρέθηκαν στην πρωτοπορία μηχανισμών παρακολούθησης, όπως ο γεωεντοπισμός σε συνδυασμό με κάμερες στους δημόσιους χώρους, μη αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα των δυτικών δημοκρατιών που αναγκάζονται να καταφεύγουν στην πρακτική του «συνταγματικού μιθριδατισμού» για να κοιμίζουν τις τελευταίες δημοκρατικές ευαισθησίες των πολιτών[15]. Στο Διαδίκτυο η Alibaba, η Tencent και η Baidu δεν είναι μακριά από την εμβέλεια της Amazon, του Facebook και της Google, ενώ εξίσου ραγδαία είναι η πρόοδος στη Γονιδιωματική, τη Ρομποτική τους κβαντικούς δορυφόρους κ.ά. Δεν είναι αδιανόητη μια εποχή όπου ο κυβερνοχώρος θα έχει σπάσει σε δύο συστήματα: ένα υπό αμερικανική ηγεμονία, όπου ο κόσμος θα εξακολουθεί να «γκουγκλάρει», να «φεϊσμπουκάρει»/ «τουιτάρει» και να αγοράζει μέσω Amazon, ενώ ένας άλλος κόσμος θα αξιοποιεί αντίστοιχα την Baidu, την Tencent και την Alibaba[16].

Η Shoshana Zuboff διατυπώνει ως εξής τη διαφορά ανάμεσα στην Κίνα και τη Δύση: «Τόσο η Κίνα όσο και η Δύση χαρακτηρίζονται από έναν νοσηρό καταμερισμό της μάθησης. Στην Κίνα το κράτος ανταγωνίζεται τους επιχειρηματίες του κατασκοπευτικού καπιταλισμού για την απόκτηση ελέγχου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη το κράτος συνεργάζεται με τους επιχειρηματίες του κατασκοπευτικού καπιταλισμού ή τους διορίζει για να επιτύχει τους στόχους του. Οι ιδιωτικές εταιρείες είναι αυτές που σκαρφάλωσαν τον πέτρινο όγκο του βουνού και διαφεντεύουν από ψηλά. Στέκουν στην κορυφή του καταμερισμού της μάθησης, έχοντας αποθησαυρίσει πρωτόγνωρο και αποκλειστικό πλούτο, πληροφοριακό όγκο και τεχνογνωσία, χάρη στην απαλλοτρίωση της δικής μας συμπεριφοράς»[17]. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μία τρίτη καπιταλιστική νεωτερικότητα, μετά τον αρχικό και τον φορντικό καπιταλισμό, η οποία θα χαρακτηρίζεται από την ανατροπή των φιλελεύθερων ιδεωδών και κεκτημένων.

Ήταν εν προκειμένω πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο η Κίνα προσπάθησε να κάνει κορονοδιπλωματία, στέλνοντας ιατρικό υλικό σε πληγείσες χώρες από την πανδημία και διασκεδάζοντας το αρνητικό κλίμα για τις θεωρούμενες ευθύνες της στην αρχή της διάδοσης της πανδημίας. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν βέβαια η περίπτωση του Βιετνάμ που, έχοντας μείνει συγκριτικά αλώβητο από το πρώτο κύμα πανδημίας, έστειλε όχι μόνο υγειονομικό υλικό, αλλά και γιατρούς σε μια Δύση που αναδιπλωνόταν στην εθνικιστική φιλαυτία. Ενώ από την άλλη, μια μικρή νίκη του σοσιαλισμού μπορούμε να διακρίνουμε στην περίπτωση της Κούβας, η οποία έδωσε ένα παράδειγμα ανθρωπισμού και σε εγχώριο επίπεδο, δίνοντας τοπικές λύσεις στα προβλήματα με μη ταξικό τρόπο, αλλά και σε παγκόσμιο, αναβιώνοντας ένα αυθεντικό διεθνιστικό πνεύμα με το να παράσχει ιατρούς, υγειονομικό υλικό και τεχνογνωσία σε δεκάδες χώρες[18]. Για να επιστρέψουμε στην Κίνα, πρέπει να σημειωθεί ότι η χώρα έχει εισέλθει ήδη σε φαινόμενα που αναιρούν τον προηγούμενο χαρακτήρα της, λ.χ. και η δημογραφική της ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί, αλλά και το κόστος εργασίας έχει αυξηθεί σε σύγκριση με άλλους γείτονές της στη Νοτιανατολική Ασία. Η επιβράδυνση αυτή όμως δείχνει μικρότερη από την επέκτασή της στο διπλωματικό, γεωπολιτικό και τεχνολογικό πεδίο, που εντάθηκε σε συνθήκες πανδημίας. Στην πραγματικότητα βιώνουμε ένα μεταιχμιακό κενό, όπου οι Η.Π.Α. δεν μπορούν να διαδραματίσουν πια τον ρόλο της ηγέτιδας δύναμης του καπιταλισμού και η Κίνα δεν μπορεί να τον αναλάβει ακόμη. Ακόμη κι αν ο Joseph Biden εγκαταλείψει το «η Αμερική πρώτα» του Donald Trump για ένα «η Αμερική μπροστά», δεν θα μπορέσει να αγνοήσει ότι πλέον ζούμε σε έναν πολυπολικό κόσμο. Στην πραγματικότητα, διανύουμε μια εποχή ανεπίκριτης μελαγχολίας σαν το αδύνατο πένθος[19] για τους νεκρούς της πανδημίας που τελευτούν μόνοι και σαν στην τραγωδία της Αντιγόνης δεν λαμβάνουν τις αρμόζουσες επικήδειες τελετές.

[1] David Harvey, Χώροι του Νεοφιλελευθερισμού. Μια θεωρία της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης, εκδ. ΕΑΠ, Αθήνα 2020, μτφρ.: Αλέξης Καλοφωλιάς [τίτλος του πρωτοτύπου: Spaces of neoliberalization: Toward a theory of uneven geographical development, Franz Steiner Verlag, Στουτγάρδη 2005], σ. 193.

[2] Βασίλης Μηνακάκης, Μετά την πανδημία COVID-19. Τι είδους κόσμο θέλουμε; Εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2020,  σ. 165.

[3] Σάββας Μιχαήλ, Πανδημία και κρίση. Η τέλεια καταιγίδα, Νέα Προοπτική, Αθήνα 2020, σ. 6.

[4] Μηνακάκης, Μετά την πανδημία COVID-19, σ. 169.

[5] Harvey, Χώροι του Νεοφιλελευθερισμού, σ. 42.

[6] Μηνακάκης, Μετά την πανδημία COVID-19, σ. 178.

[7] Colin Crouch, The strange non-death of neoliberalism, Polity Press, Κέιμπριτζ 2011.

[8] Harvey, Χώροι του Νεοφιλελευθερισμού, σ. 44.

[9] Robert Boyer, Les Capitalismes à l’épreuve de la pandémie, La Découverte, Παρίσι 2020.

[10] Μηνακάκης, Μετά την πανδημία COVID-19, σ. 219.

[11] Harvey, Χώροι του Νεοφιλελευθερισμού, σ. 65.

[12] Wang Hui, China’s New Order: Society, politics and economy in transition, Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασαχουσέτης 2003, σ. 57-58.

[13] Harvey, Χώροι του Νεοφιλελευθερισμού, σ. 73.

[14] Ό.π., σ. 181.

[15] Βλ. Σπύρος Βλαχόπουλος, Συνταγματικός Μιθριδατισμός. Οι ατομικές ελευθερίες σε εποχές πανδημίας, εκδ. Ευρασία, Αθήνα 2020.

[16] Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Άνθρωποι και Ρομπότ. Οι προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης, Λιβάνης, Αθήνα 2020, σ. 249-252.

[17] Shoshana Zuboff, Η Εποχή του Κατασκοπευτικού Καπιταλισμού. Ο αγώνας για ένα ανθρώπινο μέλλον στο μεταίχμιο της νέας εξουσίας, Καστανιώτης, Αθήνα 2020, μτφρ.: Γιώργος Μπέτσος [τίτλος του πρωτοτύπου: The Age of Surveillance Capitalism: The fight for a human future at the new frontier of power, Public Affairs, Hachette Book Group, Νέα Υόρκη 2019], σ. 584.

[18] Μιχαήλ, Πανδημία και κρίση, σ. 11-12.

[19] Κατερίνα Μάτσα, Νιόβη. Το αδύνατο πένθος στον καιρό της πανδημίας, Άγρα, Αθήνα 2020, σ. 15.