Ένα κείμενο στη μνήμη του Ντιέγκο Μαραντόνα και όσων πολέμησαν τον αγώνα τον καλό, ξεκινώντας από τα γήπεδα που αγάπησαν

“Ρε μπιν Λάντεν, Τι να κάνω, που δεν ξέρω να πετώ αεροπλάνο”

Οι οπαδοί της ΑΕΚ προέρχονται από μια χριστιανική χώρα, άρα οι αντιδράσεις τους έναντι των ΗΠΑ δεν οφείλονται σε θρησκευτικό φανατισμό κάποιου Ισλάμ, είχε γράψει ο, γνωστός τροτσκιστής διανοούμενος και ακτιβιστής, ο Street Fighting Man των Rolling Stones, Ταρίκ Αλί, όταν το σύνθημα του τίτλου ακούστηκε τρανταχτό σε βρετανικό γήπεδο. Αμέσως μετά είχε κάνει το γύρο του κόσμου ως «κατηγορώ» κατά των Ελλήνων φιλάθλων, αντί ως τιμή τους, και ο Ταρίκ Αλί θέλησε να ρίξει και το φως του αντι-ιμπεριαλιστικού αγώνα στο σύνθημα.

Κάπως έτσι, χαρακτήρισε, τότε, τους φιλάθλους της ΑΕΚ ως παράδειγμα αντίδρασης και έκφρασης της αντιστασιακής συνείδησης ενός λαού, του ελληνικού, που είχε βιώσει στο πετσί του τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Οφείλονταν σε εθνική υπερηφάνεια, είπε –Ένας ιστορικός λαός που έχει υποφέρει πολιτικά και οικονομικά από την παντοκρατορία των ΗΠΑ εξέφραζε στο γήπεδο την πίστη του, την άποψή του, ότι το πλήγμα κατά των Διδύμων πύργων ήταν έκφραση λαϊκής οργής και απελπισίας κάποιων άλλων αδυνάτων και μαζί εξέφραζε την αλληλεγγύη του προς αυτούς τους αδυνάτους. Το σύνθημα δεν ήταν σύνθημα μίσους, αλλά σύνθημα εμπειρίας, αδελφοσύνης και αλληλεγγύης, όπως αυτή επιδεικνύεται στα γήπεδα από αρχαιοτάτων χρόνων, ως η φωνή αυτών που δεν έχουν άλλο τρόπο να ακουστούν, πριν γίνει φωνή τους η βία, κατά Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τζούνιορ.

Η ερμηνεία αυτή, όσο και αν προκάλεσε τότε, έχει γερά θεμέλια. Αφήνει έξω όμως δύο σημαντικούς παράγοντες- που, βεβαίως δεν όφειλε να γνωρίζει ο Αγωνιστής των Δρόμων και που πάνε πολύ πιο πίσω από τη συγκυρία.

Ο πρώτος, είναι ο μόνιμος ιδεολογικός, και κάποτε και πραγματικός, πόλεμος που βιώνει από την ίδρυση του το νεοελληνικό κρατίδιο. Η Ανατολή εναντίον της Δύσης, η Δύση εναντίον της Ανατολής. Με την εξουσία, την ελίτ, μονίμως να αγκαλιάζει τη Δύση και τις λαϊκές, κάποτε προσφυγικές, πάντα υπό τη μπότα της εξουσίας, δυνάμεις να αγωνίζονται να σώσουν τη μνήμη της Ανατολής. Η  χώρα, όπως έχει αποφασίσει η εξουσία της από τον πρώτο Γερμανό βασιλιά της κιόλας, στα πάνω πατώματα ανήκει εις την Δύσιν. Αυτοί κάνουν και την «εθνική» πολιτική. Οι ηττημένοι πολεμούν με τους τρόπους που οι λαοί πολεμούν αιώνες τώρα, και, βέβαια, παίζουν μπαλα κι εμπνέονται συνθήματα που ξεπερνούν το χώρο και το χρόνο, ορίζοντας με λίγες λέξεις τη σχέση τους με το ελληνικό κρατος, με φορέα, κάποτε, μιαν ομάδα.

Από το «Και τώρα μπορείτε να πα…» ως το «Όσο με πληγώνεις, τόσο με πορώνεις» η διαδρομή περνάει και μέσα από τα γήπεδα. Το γνωστό ανέκδοτο, με τους αγρότες στα μπλόκα των Τεμπών, που ζητούν από το λαό του ΠΑΟΚ να τους βγάλει επιτόπου συνθήματα για να του επιτρέψουν να κατέβει Αθήνα να δει την ομάδα με τον Ολυμπιακό, έχει πολλαπλές αναγνώσεις, όμως, η πρώτη τονίζει αυτή την λαϊκή απλότητα και μαζί σοφία των συνθημάτων, αλλά και τα «κολλήματα» των οπαδών όταν αφήνουν σε δεύτερη μοίρα τις λοιπές ταυτότητές τους.

Έτσι κάπως φτάνεις στον δεύτερο παράγοντα: στα γήπεδα ζει η συμπυκνωμένη μνήμη όλων των γηπέδων της αντίστασης αιώνων τώρα, με το μυθολογικό και μυθικό τρόπο που σώζουν οι αδύναμοι τη μνήμη. Αν εν Ελλάδι η Δύση επέλεξε την αρχαιότητα και τους Ολυμπιακούς Αγώνες ως «Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο», τα παιδιά στην κερκίδα, που «είναι η μόνη σου ελπίδα», χωρίς να το γνωρίζουν, και μαζί φέροντας τη μνήμη και την αδυναμία άλλης έκφρασης, επιλέγουν τον Ιππόδρομο, τους Πράσινους, τους Βένετους, τη στάση του Νίκα, την εξέγερση που μπορεί να γκρεμίσει αυτοκράτορες και βασιλιάδες. Από την Κωνσταντινούπολη του 6ου αιώνα ως τη Βαρκελώνη του 21ου. Τι ήταν το Νίκα, παρά η κραυγή του Ιπποδρόμου, των 160.000 οπαδών που, το 532, έκαψαν την πόλη με αφορμή αθλητικό ζήτημα αλλά με αιτία 26 βαρύτατους φόρους που πλήρωναν για να χρηματοδοτούνται πόλεμοι; Τι ήταν, αν όχι η κραυγή αυτών που πλήρωναν το βαρύτατο τίμημα των ιουστινιάνιων φιλοδοξιών, και πια δεν τους αρκούσαν ούτε ο άρτος ούτε τα θεάματα του Γιουβενάλιου; Κι αν δεν είχε δίπλα του ο Ιουστινιανός εκείνο το κωλοπετσωμένο κορίτσι που ήταν γέννημα θρέμμα του Ιπποδρόμου, την κόρη του αρκουδιάρη και της ακροβάτισσας, τη Θεοδώρα, θα τον θυμόταν σήμερα κανείς έξω από ολίγους κολλημένους με την περίοδο, θαμμένους σε σκονισμένα γραφεία; Το Νίκα ήταν πρόκληση και μάθημα. Και μια ιστορική λούπα: το Νίκα γέννησε τις παράγκες.

Γιατί, και τα προβλήματα παραμένουν ίδια, αιώνες τώρα. Και οι συνθήκες που κτίζει το κράτος για να κρατά φιμωμένο το γήπεδο, επίσης.

Ο Άλαν Κάμερον στο βιβλίο του «Πράσινοι και  Βενετοί στη Ρώμη και το Βυζάντιο» (Circus Factions, Blues and Greens at Rome and Byzantium, Clarendon Press, 1976), μιλάει αναλυτικά για κείνες τις ρωμαϊκές και βυζαντινές οπαδικές θύρες. Και, βεβαίως, μιλάει και για την παράγκα της εποχής. Ως και τον 7ο αιώνα οι θύρες ήταν αυτοοργανωμένες και ελεύθερες – και άρα τα επεισόδια και οι εντάσεις πολύ περισσότερα, όπως και οι γερές κόντρες, σαν τη στάση του Νίκα, έναν αιώνα πριν. Ίσως και ακριβώς όμως, λόγω της Στάσης του Νίκα έναν αιώνα πριν. Τότε η κεντρική εξουσία μπαίνει στο γήπεδο, με την γνωστή μέθοδο της οικονομικής εξάρτησης πως το κράτος. Το κόστος των εορταστικών «εισαγωγικών» των θεαμάτων εκδηλώσεων, που οργανώνουν οι θύρες, είναι μεγάλο και.. θέλει να βοηθήσει. Για να αναλάβει ένα μέρος των εξόδων των εορτών ζητεί την ίδρυση ενδιάμεσων διαχειριστικών επιτροπών. Πατάει στο γήπεδο,  με τον παρά του.

Από τον 7ο αιώνα και μετά ο Ιππόδρομος αποκτάει παράγκα, λοιπόν. Οι εξεγέρσεις είναι πολύ λιγότερες, όμως ένα κομμάτι του χαρακτήρα του δε θα αλλάξει ποτέ: εκεί ο λαός έχει παρρησία. Μπορεί να μιλήσει ελεύθερα. Είναι «ο άξων του Βυζαντινού Κόσμου», θα πουν οι ιστορικοί. Κάτι που δεν συμβαίνει στη Ρώμη, ας σημειωθεί. Το Circus Maximus δεν είχε ποτέ την πολιτική σημασία του Βυζαντινού Ιπποδρόμιου. Αν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες αναγορεύονταν από τη σύγκλητο κι όξω απ’ την πόρτα, ο εστεμμένος από τον Πατριάρχη αυτοκράτορας του Βυζαντίου, μετά τη στέψη του πρώτα εμφανιζόταν στο Ιπποδρόμιο. Χωρίς την αποδοχή του, τις ιαχές και τις επευφημίες του Ιπποδρόμου, των 80.000- 150.000 στις κερκίδες, δεν ήταν αυτοκράτορας. Όποια νικηφόρα μάχη ή πόλεμος δε γιορταζόταν στον Ιππόδρομο, δεν είχε κερδηθεί. Κι ήταν εκείνες οι ώρες που Βενετοί και Πράσσινοι – κι όσο υπήρχαν και Λευκοί και Ρούσσο (κόκκινοι)- μιλούσαν ακριβώς την ίδια γλώσσα. Και βεβαίως, τα στοιχήματα έδιναν κι έπαιρναν, είτε για τις κούρσες είτε για πιθανούς αυτοκράτορες, σε εποχή αναταραχής. Η παράγκα έκανε τη δουλειά της, μέχρι η φωνή μες στο Ιπποδρόμιο να μην μας αρκεί και πάλι πια…

Μικρή γηπεδική παρένθεση 

Μπορεί να μοιάζει ξένο μα, με συγκίνησε καθώς κοιτούσα τα κιτάπια μου για αυτό εδώ το κείμενο και το μεταφέρω: Είναι εικόνες γηπέδων Λατινικής Αμερικής, τηρουμένων των αναλογιών, όσα μας μεταφέρουν από το Ιπποδρόμιο οι ιστορικοί. Οι Πράσσινοι κάθονταν στο νότιο πέταλο και οι Βενετοί στο βόρειο. Κάθε «χρώμα» είχε στις κερκίδες την μπάντα της, τα μουσικά της όργανα, τους κλακαδόρους της, τις σημαίες με τα χρώματα του αρματοδρόμου που υποστήριζαν και μαζί τα δικά τους. Κι όταν τα δύο μεγάλα σωματεία απορρόφησαν τα μικρότερα – τους λευκούς και τους κόκκινους- στο βόρειο πέταλο κυμάτιζαν γαλανόλευκες και στο νότιο ερυθροπράσσινες. Στο «γήπεδο» ήταν πάντα παρών και ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης. Πάντα. Για να ακούν τον άλλο εξάψαλμο, το λαϊκό, με τον τρόπο που επέτρεπαν τα μέσα της εποχής. Και. άκουγαν. Το «γήπεδο» ήταν αντρική υπόθεση. Μπορεί οι κυρίες της αυλής να παρακολουθούσαν πίσω από καφασωτό τους αγώνες, δίπλα στο Κάθισμα, τη θέση του Αυτοκράτορα, όμως ήταν αόρατες και δεν επιτρεπόταν να εμφανιστούν. Όταν η Ειρήνη η Αθηναία έγινε αυτοκράτειρα, το πρόβλημα ξεπεράστηκε με το ρωμέικο κατ’ οικονομίαν: στο γήπεδο, στο Κάθισμα, ο λαός την αποκαλούσε Ο Αυτοκράτωρ Ειρήνη. Και το λύσαμε. Και, βεβαίως, μπορεί οι γυναίκες να μην επιτρεπόνταν μέσα στο γήπεδο, όμως είχαν ομάδες και είχαν οπαδικά αισθήματα. Πρώτη πρώτη η Θεοδώρα, που έφερε στους Βένετους και τον Ιουστινιανό.