Η πρόταση για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, που υλοποιήθηκε με τον νόμο Διαμαντοπούλου, συνοδευόταν πάντοτε από τους απαραίτητους κοπετούς για τη βία στα πανεπιστήμια και την αδυναμία δράσης της αστυνομίας. Αναφέρονταν οι προπηλακισμοί καθηγητών, η παρεμπόδιση συνελεύσεων, η περίφημη χασισοφυτεία στο πανεπιστήμιο Κρήτης και βεβαίως τα επεισόδια και οι καταστροφές, προκειμένου να δειχτεί ποιες είναι οι συνέπειες της διατήρησης του ακαδημαϊκού ασύλου. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που σε παλιό άρθρο του «ιού» της Ελευθεροτυπίας για το άσυλο πληροφορούμαστε ότι ο συντηρητικός τύπος έχει επικαλεστεί και ψευδή περιστατικά βιασμών σε πανεπιστήμια, για να πιάσουν τόπο στα σίγουρα οι φόβοι γύρω από την ανεξέλεγκτη βία.
Το επόμενο βήμα από την κατάργηση του ασύλου με πρόσχημα τις εγκληματικές πράξεις το ξέρουμε, δηλώνεται ευθαρσώς από τους αρθρογραφούντες πολεμίους του ασύλου: είναι η διάλυση των φοιτητικών καταλήψεων. Οι καταλήψεις θα πρέπει να τελειώσουν «εν ανάγκη και με τη βοήθεια της αστυνομίας» λέει ο Αλιβιζάτος• «όποιος παρεμποδίζει τη διεξαγωγή της επιστημονικής έρευνας και της ακαδημαϊκής διδασκαλίας πρέπει να υφίσταται τις έννομες συνέπειες», ο Αλ. Μαντζούτσος. Συνεννοηθήκαμε.
Η κρισιμότερη φράση του άρθρου του Αλιβιζάτου όμως είναι πως η νομική κατοχύρωση του ασύλου δεν χρειάζεται, αφού στις μεν δημοκρατίες είναι περιττή γιατί η αστυνομία δεν διανοείται να παρέμβει χωρίς να κληθεί, ενώ στις δικτατορίες επεμβαίνει ούτως ή άλλως χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Σύμφωνοι. Το ερώτημα λοιπόν μετατοπίζεται: εμείς τι πολίτευμα έχουμε; Ανήκω σε αυτούς που θεωρούσαν από καιρό πως συνθήματα του τύπου «Η χούντα δεν τελείωσε» συνιστούν ξύλινο λόγο, ουσιαστικά υπερβολή που αποδυναμώνει τη γλώσσα. Γιατί, θα έλεγε κανείς, το πολίτευμά μας έχει πολλά στραβά, αλλά πολιτικούς κρατούμενους, βασανιστήρια και εκτελέσεις δεν έχει. Τώρα δεν είμαι σίγουρος για τίποτα απ’ αυτά. Έχουμε τεκμηριωμένες υποθέσεις κατασκευασμένων από την αστυνομία κατηγορητηρίων απέναντι σε διαδηλωτές, ή περαστικούς με πιτζάμες, που φορτώνονται αδικήματα που δεν διέπραξαν ας είναι καλά οι φωτογραφίες που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Μέλη του αντιεξουσιαστικού χώρου συλλαμβάνονται με κατηγορίες του τύπου «εθεάθη με…», «βρέθηκαν στη βιβλιοθήκη της…». Άνθρωποι βασανίζονται και ξεψυχάνε σε αστυνομικά τμήματα και κέντρα κράτησης προς το παρόν μετανάστες, αλλά ο καιρός μας έρχεται. Η αστυνομία επιτίθεται στις διαδηλώσεις με μηχανές παρασύροντας διαδηλωτές, και όποιον πάρει ο χάρος. Οι ξυλοδαρμοί στις διαδηλώσεις είναι τόσο άγριοι που μόνο από τύχη δεν έχουμε θρηνήσει νεκρό (αλλά και η τύχη τελειώνει κάποτε). Το διαδίκτυο βρίθει από εικόνες κουκουλοφόρων με λοστάρια που χαριεντίζονται με αστυνομικούς και ο Παπουτσής δηλώνει πως αυτά συνέβαιναν όταν ήταν νέος και επαναστάτης, αλλά όχι τώρα που είναι ώριμος και υπουργός. Διότι τώρα έχουμε δημοκρατία, υποθέτουμε, λοιπόν δεν υπάρχουν ασφαλίτες. (Ναι, και στο Ιράν δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι). Μετά από αυτόν τον κατάλογο, το ότι η διαδικασία ψήφισης του Μνημονίου έχει κάνει πλειάδα συνταγματολόγων να τραβούν τα μαλλιά τους, φαντάζει πταίσμα.
Με αυτά τα δεδομένα, υπάρχει κάποιος που θα σοκαριστεί όταν η δημοκρατική αστυνομία μας διαλύσει φοιτητικές καταλήψεις, όπως διαλύει τώρα άλλες καταλήψεις που δεν προστατεύονται από το άσυλο; Φαντάζομαι πως όχι. Φαντάζομαι επίσης πως όταν κανείς επιλέγει τη βίαιη αντιπαράθεση με το κράτος, μια που η κατάληψη είναι πράξη παραβίασης της τυπικής νομιμότητας, με σκοπούς πολιτικής διεκδίκησης (άλλο που έχει γίνει ρουτίνα και τα πανεπιστήμια έτσι κι αλλιώς δεν καλολειτουργούν, οπότε όταν κλείνουν δεν φαίνεται η διαφορά), δεν μπορεί να περιμένει από το κράτος να αυτοδεσμεύεται διατηρώντας ένα πάρκο επαναστατικής ελευθερίας απρόσιτο στην αστυνομία, όπου οι εξεγερμένοι θα παραμένουν ασύλληπτοι. Αυτό δεν θα μου φαινόταν λογικό, για καμία από τις δύο πλευρές. Ούτε από την πλευρά του κράτους, αν το προσέφερε, ούτε από την πλευρά των εξεγερμένων, αν το ζητούν. Η θεσμική κατοχύρωση του ακαδημαϊκού ασύλου το 1982 είχε συγκεκριμένη ιστορική αναφορά, σε μια περίοδο που τιμούσε τη φοιτητική δράση και θεωρούσε όνειδος τη στρατιωτική επέμβαση της δικτατορίας στο Πολυτεχνείο. Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Η ρύθμιση της νομοθεσίας για το άσυλο αλλά και οι πραγματικοί χειρισμοί που δίνουν σάρκα και οστά στους νόμους εξαρτώνται πάντα από συγκεκριμένους πολιτικούς συσχετισμούς. Έτσι, ήδη ο νόμος Γιαννάκου του 2007 επεδίωξε να οριοθετήσει τους χώρους στους οποίους ισχύει το ακαδημαϊκό άσυλο με βάση το κριτήριο του πού ασκείται ερευνητική-διδακτική δραστηριότητα και να απλοποιήσει τη διαδικασία της άρσης του ασύλου. Αφού ζήσαμε για χρόνια τον διασυρμό της μεταπολίτευσης και μας κατσικώθηκαν στο σβέρκο οι αστέρες της γενιάς του Πολυτεχνείου, ήρθε σιγά σιγά και ο καιρός που η αστυνομία αποθρασύνεται και πάλι, και σταδιακά αλλάζει και το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινείται και θα οριοθετείται η δράση της. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον θα πρέπει να σκεφτούμε και τις φοιτητικές κινητοποιήσεις με όρους πολιτικούς. Καταλήψεις ζωντανές και δυναμικές θα έχουν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν το μένος της αστυνομικής βίας. Καταλήψεις παλαιού τύπου, εθιμοτυπικές και άδειες, δεν σώζονται με το να παρακαλούμε το κράτος να τις προστατεύσει από την αστυνομία του. Οι φοιτητές γνωρίζουν καλά ότι και στους δικούς τους ώμους πέφτει σημαντικό βάρος της αντιμετώπισης της κυβερνητικής αγυρτείας. Το πιο αποτελεσματικό μέσο στην παρούσα φάση είναι το πιο απλό: όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα. Εκκλήσεις για επίδειξη επιείκειας από το κράτος δεν νομίζω ότι έχουν ελπίδες.