«Υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιόποινων πράξεων: α) […] β) αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών».

Με αναφορά στο άρθρο 239 του Ποινικού Κώδικα ο δικηγόρος Κώστας Παπαδάκης δήλωσε στο δικαστήριο ότι δεν ικανοποιείται το αίσθημα δικαιοσύνης μας αν απλώς αθωωθούν οι κατηγορούμενοι από αυτές τις ούτως ή άλλως εντελώς ανυπόστατες κατηγορίες. Οι δημόσιοι λειτουργοί που πρώτα αμέλησαν να ερευνήσουν τους πραγματικούς ενόχους στη δολοφονία του “Χαμπίμπι” (η Άννυ Παπαρρούσου ανέφερε συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως το DNA στο μαύρο μπουφάν) και δεύτερον έσυραν σε αυτή τη διαδικασία της πολυετούς ταλαιπωρίας και σπίλωσης των δύο κατηγορουμένων, θα πρέπει να λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη.

Ομοίως η δικηγόρος Άννυ Παπαρρούσου εξήγησε ότι ναι μεν ήταν φανερό από την απόφαση της εισαγγελέως να προχωρήσει σε απαλλακτική πρόταση ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει καταδίκη, αλλά θα χρειαστεί παρόλα αυτά να αναρωτηθούμε πώς έγινε αυτό. Εξήγησε ότι κατά την άποψή της τα αίτια αυτής της σκευωρίας θα πρέπει να αναζητηθούν στο λεγόμενο gentrification, την προσπάθεια ανάπλασης της περιοχής των Εξαρχείων κατά τα μέτρα και τις επιθυμίες του υποτιθέμενου εξευγενισμού της περιοχής, που περνάει πάνω από την ισοπέδωση των ενεργών συλλογικοτήτων.

«Ανθούσε το εμπόριο ναρκωτικών και οι κάτοικοι ξεπούλησαν τα σπίτια τους. Άλλαξαν ιδιοκτησία πολλά σπίτια. Τα ναρκωτικά είχαν αφεθεί ακριβώς για να αλλάξουν χέρια οι ιδιοκτησίες».

Η εισαγγελέας, με μία διακριτική ταραχή στη φωνή της, παρουσίασε ένα σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο ναι μεν δεν προέκυψαν στοιχεία τα οποία να οδηγούν σε μία καταδικαστική κρίση, αλλά δεν θεώρησε καθόλου παράλογη την παραπομπή. Γιατί; Γιατί ο Ρουβίκωνας χρησιμοποιεί λίγη βία, οπότε πολύ φυσικό είναι ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και περισσότερη, γιατί όχι και φόνο! «Γιατί έχουν νομιμοποιήσει τη βία, ακόμα και στον αγώνα τους να την εξαρθρώσουν». Εξήγησε ότι αυτό που φαίνεται να εκπροσωπούν στην περιοχή είναι ότι έχουν σαν ιδανικό να αποκαταστήσουν μια τάξη όπως εκείνοι την εννοούν, να εξαρθρώσουν το έγκλημα, θεωρούνται λαϊκοί ήρωες που θέλουν να διώξουν το οργανωμένο έγκλημα από την περιοχή και συνέχισε λέγοντας: «Όταν παίρνεις αυτή την ευθύνη, πώς ορίζεις τα όρια; Παραμένεις στη λογική ότι δεν θα σκοτώσουμε;»

Όταν δευτερολόγησε η εισαγγελέας έγινε ακόμη πιο σαφής, ως προς την υπεράσπιση του συστήματος που οδήγησε στο ακροατήριο μια τέτοια υπόθεση. Είπε ότι δεν γνωρίζει πότε ήταν ειλικρινής η βασική μάρτυρας, όταν κατήγγειλε ή όταν αναίρεσε την κατάθεσή της, αλλά το δεδομένο είναι ότι έχει αποδομηθεί. Είχε εξάλλου πει στην αρχή ότι «προσπάθησα να βρω αν υπάρχει κάτι πίσω από αυτό, όμως παραμένει γεγονός ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη μάρτυρας». Όμως, με δεδομένο ότι η ενοχή δεν προέκυψε από κανένα απολύτως στοιχείο, έπρεπε μοιραία να γίνει μια συζήτηση για το πώς βρέθηκαν απολογούμενοι οι κατηγορούμενοι. Η άποψή της ήταν ότι τους ενέπλεξε η σχέση τους με τη βία.

Δήλωσε πως «Θα ήθελα να υπερισχύει η πεποίθηση ότι όταν ο πολιτισμός και η ειρήνευση κερδίζουν έδαφος, τότε χάνει έδαφος η διακίνηση». Κι εμείς θα θέλαμε έναν κόσμο πλημμυρισμένο από πολιτισμό και ειρήνευση, αλλά δεν τον έχουμε. Σε αυτόν τον κόσμο που όντως μας δόθηκε για να ζήσουμε, το ερώτημα είναι αν η εισαγγελέας πιστεύει ότι οι θεσμοί που εκπροσωπεί υπηρετούν τον πολιτισμό και την ειρήνευση. Ή έστω, αν χαμηλώσουμε πάρα πολύ τον πήχη, αν θεωρεί τουλάχιστον πως αυτό που έκανε ο αστυνομικός και δικαστικός μηχανισμός κατά την διερεύνηση αυτής της υπόθεσης λειτουργεί έστω και λίγο στην κατεύθυνση του σεβασμού του δικαίου και όχι του εξευτελισμού του.

Όπως ανέφερε ο Κώστας Παπαδάκης, «Ακούσαμε από την εισαγγελέα ότι τους ενέπλεξε η από μέρους τους αποδοχή της βίας. Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω». Και είπε ότι τους ενέπλεξε μια κατάπτυστη σκευωρία της ασφάλειας με τη συνεργασία ναρκέμπορων, και στη συνέχεια με μία πολιτική ηγεσία που έχει στοχοποιήσει τον Ρουβίκωνα. Όσο για τη βία, συνέχισε λέγοντας πως «Υπάρχει επιθετική και αμυντική βία, η βία του καταπιεστή, η βία του εμπόρου ναρκωτικών και η βία και του ανθρώπου που διώχνει τον έμπορο ναρκωτικών. Αυτοί που μιλούν από θέση εξουσίας για βία, ενδιαφέρονται μόνο να κατοχυρώσουν το μονοπώλιό της».

Όπως δήλωσε η Άννυ Παπαρρούσου όταν ανέλυσε τη σημασία του “εξευγενισμού” της περιοχής για τον πόλεμο ενάντια στον Ρουβίκωνα, σε ένα δικαστήριο εκτίθενται απόψεις. Να λοιπόν μια ωραία ευκαιρία να ακουστούν αυτές οι απόψεις μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, με παρόντες τους κατηγορούμενους-θύματα αυτής της σκευωρίας, και κυρίως ενώπιον των δικαστικών λειτουργών.

Έχει σημασία αυτό που ειπώθηκε όσον αφορά την κάλυψη της δίκης, δηλαδή ότι τα κανάλια που βρίσκονταν σήμερα στα δικαστήρια είχαν έρθει για την υπόθεση του ψευτογιατρού, αλλά δεν καλύπτουν βεβαίως την αθώωση των μελών του Ρουβίκωνα. Θα ήταν πολύ πρόθυμα να καλύψουν το θέμα αν είχαν τη χαρά να μπουν φυλακή οι κατηγορούμενοι. Όμως απουσίαζαν, όπως απουσίαζαν και από τη χθεσινή δίκη για τα Σεπόλια. Και επειδή τα κανάλια δεν αποτελούν έναν αυτόνομο μηχανισμό, αλλά είναι οργανωμένος επικοινωνιακός βραχίονας της κυβέρνησης, με υπαλληλική σχέση εξαιτίας της χρηματοδότησής τους μέσω της διαπλοκής, έχουμε κάθε δικαίωμα να σκεφτούμε ότι το κράτος έχει μία πολύ συγκεκριμένη στρατηγική: χρησιμοποιεί τους δημοσιογράφους του για να φωνάζουν την ώρα της άδικης σύλληψης, άλλα φροντίζει να κάνουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα την ώρα της αθώωσης.

Ο Νίκος Ματαράγκας δήλωσε στο δικαστήριο ότι η δίωξη ήταν καθαρά πολιτική, αλλά χρειάστηκε να περιμένουν τέσσερα χρόνια για κάτι που ήταν προφανές από την αρχή. Ο Γιώργος Καλαϊτζίδης είπε ότι είναι τιμή του για τον Ρουβίκωνα που έδωσε μάχη ενάντια στο εμπόριο ναρκωτικών και κατέληξε λέγοντας «Άσε τα σκυλιά να γαβγίζουν, τα άλογα θα περάσουν».

Έχουμε επίμονα επιχειρηματολογήσει από την αρχή, και όχι μόνο για αυτή τη δίκη, υπέρ της άποψης ότι η αθώωση από ψευδείς κατηγορίες είναι μια νίκη λειψή. Όταν έχουμε κράτος σκευωρό, που αφήνει ανεξιχνίαστες δολοφονίες αλλά προσπαθεί να φορτώσει κατηγορίες για ανθρωποκτονίες σε όσους δεν του αρέσουν, δεν μπορούμε να χαρούμε που η σκευωρία κατέπεσε. Λέμε «πάλι καλά», αλλά οφείλουμε μετά με όλα τα δυνατά μέσα να εξακολουθήσουμε να λέμε ότι το αίτημά μας για δικαιοσύνη, δηκεοσινη ή όπως αλλιώς την πούμε, είναι πολύ ριζικότερο από το να ανατρέπονται σκευωρίες.

Η φράση του δικηγόρου υπεράσπισης «Πανηγυρικά αθώοι οι κατηγορούμενοι, ντροπιαστικά ένοχοι οι σκευωροί» αποτελεί μια συνοπτική υπενθύμιση της διπλής όψης κάθε τέτοιας δίκης.