Ο πρώτος ισχυρός σεισμός, μεγέθους 6 Ρίχτερ, σημειώθηκε την Κυριακή στις επαρχίες Kunar και Nangarhar, προκαλώντας εκτεταμένες καταρρεύσεις κατοικιών και υποδομών. Ακολούθησε, την Τρίτη, δεύτερος σεισμός 5,5 Ρίχτερ, ο οποίος προκάλεσε νέο πανικό, δυσχέραινε τις προσπάθειες διάσωσης και έκοψε την πρόσβαση σε πολλά χωριά, καθώς βράχοι αποκολλήθηκαν από τα βουνά. Πάνω από 6.700 σπίτια έχουν καταστραφεί ολοσχερώς, ενώ δεκάδες χωριά έχουν ισοπεδωθεί. Σε ορισμένες περιοχές, σύμφωνα με την Islamic Relief Worldwide, το 98% των κτιρίων έχει υποστεί σοβαρές ζημιές ή έχει καταρρεύσει.

Οι κάτοικοι, έχοντας χάσει τα σπίτια και τα υπάρχοντά τους, αναγκάζονται να κατασκηνώνουν σε υπαίθριους χώρους, φοβούμενοι νέους μετασεισμούς.  Η γεωλογική ιδιομορφία της περιοχής καθιστά το Αφγανιστάν ιδιαίτερα ευάλωτο σε ισχυρούς σεισμούς, καθώς η χώρα βρίσκεται στην οροσειρά Χίντου Κους, στο σημείο σύγκρουσης των τεκτονικών πλακών Ινδίας και Ευρασίας.

Ο συνδυασμός φτώχειας, πολέμου και πολιτικής αστάθειας έχει επιδεινώσει την κατάσταση. Οι διεθνείς οργανισμοί ανθρωπιστικής βοήθειας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς οι πόροι εξαντλούνται. Το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων (WFP) έχει αποθέματα μόνο για τέσσερις εβδομάδες. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανέφερε χρηματοδοτικό κενό 3 εκατ. δολαρίων, κρίσιμο για την παροχή φαρμάκων και ειδών πρώτης ανάγκης. Η Διεθνής Ομοσπονδία Ερυθρού Σταυρού μιλά για 84.000 άμεσα και έμμεσα πληγέντες, με χιλιάδες εκτοπισμένους. Η κατάσταση επιδεινώνεται από τη μείωση της διεθνούς βοήθειας μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν.

Ο Γιάκοπο Καρίντι από το Νορβηγικό Συμβούλιο Προσφύγων τόνισε: «Ο σεισμός θα πρέπει να χρησιμεύσει ως έντονη υπενθύμιση: Το Αφγανιστάν δεν μπορεί να αφεθεί να αντιμετωπίζει μόνο του τη μία κρίση μετά την άλλη».