Η νέα παγκόσμια έρευνα του ICIJ είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας 110 διεθνών μέσων από 88 χώρες και βασίζεται στην ανάλυση απόρρητων εγγράφων των αμερικανικών αρχών. Τα έγγραφα, που ονομάζονται FinCEN files, αποκαλύπτουν τους μηχανισμούς με τους οποίους 5 τραπεζικοί κολοσσοί, συγκεκριμένα οι JPMorgan, HSBC, Standard Chartered Bank, Deutsche Bank και Bank of New York Mellon, συναλλάσσονταν με ισχυρούς ολιγάρχες, εγκλημτίες και ύποπτους για τρομοκρατία, μεταφέροντας δυσθεώρητα ποσά και απομίζοντας τεράστια κέρδη, παρά το γεγονός μάλιστα ότι ήταν ενήμερες για στοιχεία εγκληματικών δραστηριοτητων, αλλά και είχαν δεχθεί πρόστιμα από τις αρχές των ΗΠΑ για προηγούμενες αποτυχίες τους να σταματήσουν τη ροή του βρόμικου χρήματος.

Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, οι τράπεζες αυτές συνέχισαν τις συναλλαγές, παρά τις προειδοποιήσεις ότι θα έρθουν αντιμέτωπeς ακόμα και με ποινικές διώξεις στις ΗΠΑ, αν συνεχίστον να συμμετέχουν σε τέτοιες δραστηριότητες.

Τα ντοκουμέντα αποδεικνύουν ότι η JP Morgan, η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ, μετέφερε χρήματα για λογαριασμό εταιρειών και προσώπων που ευθύνονται για μαζική διασπάθιση δημοσίου χρήματος στη Μαλαισία και τη Βενεζουέλα. Η τράπεζα μετάφερε πάνω από 1 δισ. για λογαριασμό ενός φυγόδικου  προσώπου που εμπλέκεται σε σκάνδλο μεγατόνων στο «ταμείο για την ανάπτυξη στη Μαλαισία», αλλά και 2 δισ. δολάρια ενός «επιχειρηματία» που κατηγορείται για εξπάτηση της κυβέρνησης της Βενεζουέλας με αποτέλεσμα η ιδιωτική του εταιρεία να προκαλέσει μαζικά μπλακ άουτ σε μεγάλα μέρη της χώρας. Άλλη περίπτωση είναι αυτή του Πολ Μάναφορτ, που ηγήθηκε της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ στις εκλογές του 2016. Ο Μάναφορτ παραιτήθηκε από τη θέση του αφότου αποκαλύφθηκε πως δούλευε για τον πρώην πρόεδρο της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Ακολούθως καταδικάστηκε για απάτη και φοροαποφυγή.

Οι αμφιλεγόμενες συναλλαγές συνέχισαν για την τράπεζα παρά διαδοχικούς συμβιβασμούς με τις αμερικανικές αρχές για ανάλογες υποθέσεις ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, το 2011, το 2012 και το 2014.

Η πρώτη εκτίμηση είναι οτι οι 5 τράπεζες εμπλέκονται σε συναλλαγές «ύποπτου» χρήματος άνω των 2 τρις δολαρίων κατά την περίοδο 1999-2017. Τη μερίδα του λέοντος έχει η γερμανική Deutsche Bank, με 1,3 τρισ. ύποπτων συναλλαγών.

Σημειώνεται ωστόσο ότι οι «ύποπτες δραστηριότητες» σημαίνουν ότι ελεγκτικοί μηχανισμοί είχαν προειδοποιήσει για πιθανές εγκληματικές δραστηριότητες και δεν αποτέλουν συγκεκριμένες αποδείξεις.

Από την άλλη ωστόσο, σημειώνεται ότι το ποσό αυτό μοιάζει να είναι ένα πολύ μικρό μέρος του συνολικού ποσού ύποπτων μεταφορών που πραγματοποιήθηκε εκείνη την περίοδο. Τα συγκεκριμένα έγγραφα αποτελούν μόνο το 0,02% των συνολικών αναφορών για «ύποπτες δραστηριότητες» που υποβλήθηκαν στις αμερικανικές αρχές το 2011-2017.Οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποβάλλουν αυτά τα αιτήματα όταν πιστεύουν ότι ένας πελάτης χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του για πιθανή εγκληματική δραστηριότητα. Ωστόσο, η κατάθεση ενός SAR δεν απαιτεί από την τράπεζα να σταματήσει να συνεργάζεται με τον εν λόγω πελάτη.

Η αρμόδια αρχή και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών δεν απάντησαν στο αίτημα του ICIJ για σχόλια σχετικά με τη μαζική διαρροή.

Οι τράπεζες που εμπλέκονται εξέδωσαν ανακοινώσεις για τις αποκαλύψεις, υποστηρίζοντας ότι καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταπολεμήσουν τέτοιες πρακτικές». Οι μετοχές τους σήμερα, σημειώνουν πτώσεις 3 με 4% στα διεθνή χρηματιστήρια.