του Δημήτρη Σούλτα
Οι κορώνες ορισμένων ιεραρχών,με αφορμή το σύμφωνο συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια,δεν είναι απλώς κάποιες εξαιρέσεις στον κανόνα.Είναι μια συνεχής υπόμνηση του τρόπου με τον οποίον λειτουργεί η Εκκλησία στο ανώτατο επίπεδο, τουπώς παρεμβαίνει στη δημόσια σφαίρα και πώς κεφαλαιοποιεί τις παρεμβάσεις της.
Οι μισανθρωπικές κορώνες του Αμβρόσιου ή του Σεραφείμ δεν είναι απλώς οι απόψεις κάποιων πολιτών. Είναι οι απόψεις υψηλόβαθμων δημοσίων υπαλλήλων που καλούν σε άρνηση τήρησης των νόμων, ενώ παράλληλα απειλούν τους εκπροσώπους της νομοθετικής εξουσίας με «κυρώσεις». Είναι απόψεις που δεν αποδοκιμάζονται ούτε εμμέσως από την κεφαλή της Εκκλησίας, είναι απόψεις που δεν επιφέρουν καμία κύρωση στους, αμοιβόμενους από το Δημόσιο, ιεράρχες.
Είναι ένα σκηνικό «αγωνιστικού» οίστρου, που διατυπώνει μια τουλάχιστον περίεργη άποψη περί δικαιωμάτων. Είναι η λογική που θεωρεί ότι η απόδοσηκάποιουδικαιώματοςστοσύνολο ή σε μία ομάδα πολιτών, στερεί από την ίδια την Εκκλησία δικαιώματα, χωρίς ούτε μια διάταξη των νόμων να αναφέρεται σ’ αυτήν ή στην λειτουργία της.
Δεν είναι άλλωστε περίεργο κάτι τέτοιο.Η Εκκλησία τηςΕλλάδας εναντιώθηκε και στην θέσπιση του πολιτικού γάμου ως προαιρετικού. Εναντιώνεται τώρα στην καύση των νεκρών, χωρίς κανένας νόμος να τηςέχει απαγορεύει ή να έχει περιορίσει το δικαίωμα της να τελεί γάμους ή κηδείες κατά το τυπικό.
Οι ιεράρχες αυτοί, με προεξέχοντες τους Αμβρόσιο, Σεραφείμ και Άνθιμο απευθύνονται σε ένα συντηρητικό κοινό, στο οποίο επενδύουν για να συνεχίσουν να παρεμβαίνουν με ωμό τρόπο στα πολιτικά πράγματα και να διατηρούν σε καλή κατάσταση το ταμείο της «επιχείρησής» τους. Ένα διαρκές ποντάρισμα και μάλιστα ασφαλές και με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου.
Είναι η λειτουργία ενός βαθέος κράτους, που έχει τη βεβαιότητα πως ό,τι κι αν πει, ό,τι κι αν κάνει, όσες απειλές κι αν εκτοξεύσει θα μείνει στο απυρόβλητο και μάλιστα θα συνεχίσει να χρηματοδοτείται. Ότι θα συνεχίσει να ασκεί πολιτική, εσωτερική ή εξωτερική, να «αφορίζει» και να κατακεραυνώνει, θεωρώντας ότι ασκεί «δικαίωμα» και αναμασώντας συνεχώς και νεφελωδώς ένα ιδεολόγημα περί «διωκόμενης Εκκλησίας»
Και όλα αυτά, την ώρα που κάθε Κυριακή το κήρυγμα του Θεσσαλονίκης Άνθιμου μεταδίδεται σε απευθείας μετάδοση από την ΕΡΤ και αποτελεί περισσότερο πολιτική παρέμβαση, παρά κήρυγμα ιερωμένου.
Είναι η κεφαλή της Εκκλησίας που δεν διαμαρτύρεται. Εξεγείρεται. Δεν νουθετεί. Απειλεί. Δεν κάνει κριτική στο κράτος. Απαιτεί να το υποκαταστήσει. Την ίδια ώρα που θεωρεί αυτονόητη την καταβολή των μισθών των μελών, την χρηματοδότηση δράσεων της από κοινοτικά κονδύλια, την προνομιακή φορολογική της αντιμετώπιση.
Ένα παίγνιο που χρησιμοποιεί μάλιστα ορισμένους πολιτικούς και πολιτικάντηδες ως «τσιλιαδόρους», με την υπόσχεση ότι θα τους πριμοδοτήσει με τα ψηφαλάκια πιστών.
Ο παπατζής μπορεί να κινεί με δεξιοτεχνία τα χαρτιά, μπορεί να μπερδεύει τον παίκτη, μπορεί να ζει στα όρια της νομιμότητας, αλλά ποτέ ότι δεν θα ισχυριστεί ότι είναι άγιος. Αντιθέτως ορισμένοι «Άγιοι» αν και δηλώνουν νομιμόφρονες, επιλέγουν συμπεριφορές τουλάχιστον προβληματικές. Ίσως γιατί στην Ελλάδα του 21ου αιώνα η απάντηση στο ερώτημα: «Που είναι ο παπάς;» είναι: «Στην εξουσία»