Η δήλωση του υπουργού Δικαιοσύνης:
«Έλαβα το πόρισμα του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Φώτη Μακρή, με το οποίο τίθενται στο αρχείο, για δεύτερη φορά, οι καταγγελίες των δύο Αντεισαγγελέων Εφετών.
Για τη σοβαρή αυτή υπόθεση, σήμερα, θέλω να τονίσω τα ακόλουθα:
Πρώτον: Σύμφωνα και με το δεύτερο πόρισμα «δεν προέκυψε ότι επιχειρήθηκε καμία ποινικώς αξιόλογη ή καθ΄οποιονδήποτε τρόπο υπηρεσιακά επιλήψιμη παρέμβαση στο έργο τους».
Δεύτερον: Την απαράδεκτη παρερμηνεία της, με εξαιρετικής διακριτικότητας σύστασης προς αυτούς, τόσο από εμένα ως Υπουργό Δικαιοσύνης όσο και από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την κατά προτεραιότητα εξέταση υπόθεσης εξαιρετικής φύσης. Μιας σύστασης που στηρίζεται στο νόμο και κινήθηκε στο πλαίσιο των μη αμφισβητούμενων από οποιονδήποτε καθηκόντων μας.
Τρίτον: Από την αρχή είχα καταστήσει σαφές, ότι η διαχείριση των καταγγελιών ανήκει κυρίως στην αρμοδιότητα της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Όμως, δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός, ότι οι συγκεκριμένοι Αντεισαγγελείς έπληξαν το κύρος της δικαιοσύνης με τις συγκεκριμένες πράξεις και συμπεριφορές τους, ιδιαίτερα:
α. Με τις δικαιοπολιτικά ατεκμηρίωτες και ουσιαστικά αστήρικτες αρχικές τους καταγγελίες, οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν από την έρευνα της ίδιας της Δικαιοσύνης αλλά και ούτε οι ίδιοι επιχείρησαν να τις διευκρινίσουν ή να τις αποδείξουν,
β. Με τις αρχικές τους δηλώσεις τους για την αποκάλυψη ονομάτων του δημόσιου βίου και των οργανωμένων συμφερόντων, που δήθεν, με αξιόποινες πράξεις ή με υπηρεσιακές επιλήψιμες συμπεριφορές τους παρεμπόδισαν στο έργο τους και τα οποία τελικά δεν κατονόμασαν.
γ. Με την απρόκλητη αμφισβήτηση της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης και, κυρίως, με τη διαστρέβλωση του περιεχομένου της».