της Ηλιάνας Ζερβού

Η ίδια η ανάγκη επισήμανσης ότι τα χαρακτηριστικά της ειλικρίνειας, της αναγνώρισης των λαθών, αυτό που θα λέγαμε της «ντομπροσύνης» αποτελούν ανδρικές αρετές, σημείο κατατεθέν του «σωστού αρσενικού», φωτίζει, στην πραγματικότητα, μία ακόμη έμφυλη διάκριση, υπονοεί ότι τα αντίθετα χαρακτηριστικά, της δολοπλοκίας, της πονηριάς, της ανειλικρίνειας είναι «γυναικεία», δηλαδή δεν αρμόζουν στον άνδρα που «τιμά τα παντελόνια που φοράει». Έχουμε ακούσει, ακόμα, επανειλημμένα την ατάκα, «αυτοί που βιάζουν δεν είναι πραγματικοί άντρες» ή ακόμη και μέσα στον προοδευτικό χώρο «οι πραγματικοί άντρες είναι φεμινιστές». Αν το κίνητρο δεν είναι η πίστη στην ειλικρίνεια, στην συναίνεση, στα φεμινιστικά αιτήματα, αλλά η απόδειξη της ανδρικής υπόστασης, με βάση του τι προαπαιτούμενα αποκτά αυτή κάθε φορά σε πλαίσιο ρητορικής, είμαστε πολύ μακριά από την εξάλειψη των έμφυλων, κοινωνικών διακρίσεων. Αντί η συζήτηση να γίνεται πάνω στις αξίες, πάνω στα αίτια της έμφυλης καταπίεσης, γίνεται πάνω στο αν ένας καταπιεστής είναι η δεν είναι αρκετά «άντρας», κι αυτό φυσικά αφορά και την δήλωση του κ. Κασσελάκη, ο οποίος προσπαθώντας υποτίθεται να αποδομήσει την ατάκα του κ. Κούγια, καταλήγει να αναπαράγει τα στερεότυπα περί διακρίσεων των αρετών βάσει φύλου.

Έστω ότι ασπαζόμαστε την λογική του κ. Κούγια και ο «γνωστός ποινικολόγος» επέδειξε πράγματι «ανδρισμό» αναλαμβάνοντας την ευθύνη των πράξεων του με την ομολογία της άσκησης ενδοοικογενειακής βίας και αγνοήσουμε όσα προσέθεσε ακριβώς για να αποποιηθεί την θέση του ως θύτη και να παρουσιαστεί ως θύμα (βλ. τα ψυχολογικά προβλήματα, την «αιχμηρότητα» που δείχνει στον εαυτό του κλπ). Γιατί το «ανδρικό» συνεπάγεται αναγνώριση κι επικρότηση, ενώ το «μη ανδρικό» αποδοκιμασία; Έχουμε ακούσει σε διάφορα συστημικά πάνελ σε σχολιασμούς γυναικοκτονιών, παιδοφιλίας, κακοποίησης, οι θύτες να χαρακτηρίζονται ως «άνανδροι», «δειλοί», να επικρίνονται όχι για την ίδια την πράξη της έμφυλης η παιδικής κακοποίησης, αλλά του γεγονότος ότι δεν το έκαναν αρκετά ανδρικά, κρύφτηκαν, είπαν ψέματα, αρνήθηκαν την ενοχή τους.

Πρόκειται για μία προσπάθεια καθολικού αποπροσανατολισμού της συζήτησης από τις συστημικές ευθύνες, οι οποίες αφορούν την παντελή αδιαφορία της αστυνομίας, το εγκληματικό ξέπλυμα των συστημικών μέσων, τον διαρκή και πανταχού παρόντα κακοποιητικό λόγο για τα θύματα, την έλλειψη ειδικών δομών, κυρίως στην επαρχία, την ίδια την κοινωνία που μεγαλώνει άνδρες – «κατακτητές» και γυναίκες – «κτήματα». Αντί να συζητάμε για την ιδιοκτησιακή λογική που κακοποιεί και σκοτώνει συζητάμε για τον «ανδρισμό» του θύτη, κι όσο πιο «ανδρικά» έχει σταθεί, κατά τα κοινωνικά δεδομένα, τόσο περισσότερα ελαφρυντικά του αναγνωρίζονται στον δημόσιο διάλογο.

Είναι χαρακτηριστικό, όπως ακούστηκε ξανά αυτές τις μέρες, ότι η έμφυλη βία δεν έχει τάξη, χρώμα και θρησκεία, καθώς στην συγκεκριμένη περίπτωση το θύμα ανήκει στην αστική τάξη, είναι λευκό, με μόρφωση και επαγγελματικό κύρος. Αυτό που αξίζει να σχολιαστεί είναι η επαγρύπνυση της κοινωνίας απέναντι στα θύματα και πόσο πιο απροστάτευτα είναι όλα τα έμφυλα καταπιεζόμενα υποκείμενα που ταυτόχρονα είναι φτωχά, είναι τρανς, είναι άλλου χρώματος, για τα οποία υπάρχει πάντα ένας τρόπος να φταίνε. Στην πρόσφατη, γνωστοποιημένη κακοποίηση, η σύζυγος του κ. Λύτρα δεν έχει ακόμα αντιμετωπίσει εκείνη την πλευρά του μιντιακού ξεπλύματος που ρίχνει το φταίξιμο στην ίδια.

Αυτό που παρακολουθούμε στην υπόθεση Λύτρα, με την γυναίκα να φοβάται αρχικά να πει την αλήθεια και μετά να τρέμει για τυχόν παραβίαση των περιοριστικών μέτρων και για την ίδια της τη ζωή είναι καθημερινός εφιάλτης για πλήθος «αφανών» γυναικών, οπού αυτές οι αγωνίες τους δεν μαθαίνονται παρά μόνο όταν εκείνες δεν είναι πια εδώ. Η ορατότητα που δίνεται ίσως να είναι αφυπνιστική και στεκόμαστε δίπλα στο θύμα ανεξάρτητα από τα «προνόμια» που μπορεί να συγκεντρώνει. Αξίζει, όμως, να θυμόμαστε και να στρέφουμε τον φακό σε εκείνες που δεν έχουν την ορατότητα, σε εκείνες ,που ο φόβος τους μένει ανείπωτος και δεν τον ακούμε ποτέ.